ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑΣ.

Ο θερμός αέρας του Ιούνη έμπαινε στην σκοτεινή σάλα του πανδοχείου της Κουκουνάρας κακόθυμος, σαν έκπτωτος άγγελος. Η στυφή μυρωδιά από κρασί και ταγγισμένο λάδι ανακατεμένη με τα χνώτα των θαμώνων του πανδοχείου, δημιουργούσαν μιά αποπνικτική ατμόσφαιρα στον χώρο, εκείνο το δυσοίωνο πρωϊνό. Το φως απ’τις λάμπες και οι φλόγες της φωτιάς που στραφτάλιζαν στο μεγάλο τζάκι – γιατί παρά τον ζεστό καιρό υπήρχε μιά μικρή φωτιά στο τζάκι- γέμιζαν το μισοσκόταδο με τρεμάμενους ίσκιους• λεπτά απειλητικά δάχτυλα που ξεδιπλώνονταν γιά να κλέψουν, ή σφίγγονταν γιά να μαχαιρώσουν πισώπλατα. Όμως στους θαμώνες φαινόταν να αρέσει ο χώρος, παρά την βαριά του ατμόσφαιρα και ο κύριος Ρόμπιν Ταργκίς, ο χοντρός ταβερνιάρης, μεθυσμένος με το δικό του κρασί και μούσκεμα στον ιδρώτα απ’την ζέστη, τους παρατηρούσε μακάριος -μέσα στον θόρυβο των τσουγκρισμάτων απ’τις κούπες και τα τενεκεδένια κύπελα, τα δυνατά γέλια, τα χυδαία κουτσομπολιά και τις εξώφθαλμα αναληθοφανείς διηγήσεις που τονίζονταν με όρκους- σίγουρος γιά την δημοτικότητα της ταβέρνας του μεταξύ των παρισταμένων. Η οξυδέρκεια του άρχοντα Ρόμπιν ήταν περιορισμένη, η αντίληψή του αργή και η νομιμοφροσύνη του υπό αμφισβήτηση. Μπορεί οι Βουργουνδοί να σφυροκοπούσαν με σιδερένιες γροθιές τα τείχη του Παρισιού, μπορεί η ολοκαίνουρια κορώνα του Λουδοβίκου του 11ου να γλιστρούσε αργά και σταθερά από το βασιλικό του μέτωπο, όμως όλα αυτά δεν ενδιέφεραν καθόλου τον –όχι και τόσο φανατικό υπήκοο του Στέμματος- Ρόμπιν, όσο η Κουκουνάρα γέμιζε από αυτήν την παρέα.

Εκείνο το απόγευμα η συντροφιά ήταν αρκετά μεγάλη, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα και ο ταβερνιάρης να είναι σε μεγάλα κέφια. Δεν ήταν ακριβώς εκείνο το είδος παρέας που ένας συνετός άντρας θα επιθυμούσε να διατηρεί, όμως ευχαριστούσε τον πανδοχέα, γιατί έπινε πολύ και ξόδευε απλόχερα. Η περιέργεια του Ρόμπιν δεν είχε σχέση τόσο με την προέλευση των χρημάτων που άλλαζαν χέρια –τα περισσότερα με τελικό αποδέκτη τον ίδιο- όσο με το πως, οι τεράστιες ποσότητες κρασιού που καταναλώνονταν, επηρέαζαν το μυαλό και τα στομάχια των πελατών. Εάν κάποιος αστυνόμος τον ρωτούσε γιά την συναναστροφή του με την μυστηριώδη Αδελφότητα των Κοχυλιών -που οι ληστείες και η κλεψιές της ήταν το καύχημα της Αυλής των Θαυμάτων και ο φόβος κάθε πολίτη με γερό πορτοφόλι- θα ανασήκωνε τους χοντρούς του ώμους, θα κουνούσε το στρογγυλό κεφάλι του και θα αρνιόταν οποιαδήποτε γνώση κάθε τέτοιου παράνομου οργανισμού. Παρόλα αυτά, το πρόσωπό του γέμιζε χαμόγελα καθώς το βλέμμα του έπεφτε με προσήλωση στην παρουσία κάποιων από τα επιφανέστερα μέλη της Αδελφότητας• σκληροί άντρες, ντυμένοι με φθαρμένα ρούχα και φτηνά στολίδια, ποτισμένοι με αλκοόλ ως το μεδούλι τους.

Ήταν πέντε και οι τέσσερεις απ’αυτούς είχαν σωριαστεί γύρω από ένα τραπέζι, στην πιό άνετη γωνιά του δωματίου• στη γωνιά που η ψηλή πλάτη του ξύλινου πάγκου προστάτευε από την ζέστη της φωτιάς• στην γωνία που ήταν πιό κοντά στη πόρτα (γιά την περίπτωση που κάποιος επιθυμούσε -όπως συνέβαινε συχνά- να γλυστρήσει έξω βιαστικά) και στα καλυμένα με κόκκινες κουρτίνες παράθυρα (εάν κάποιος ήθελε -πράγμα σπάνιο- μιά φυσηξιά δροσέρου αέρα). Ο Ρόμπιν Ταργκίς τους ήξερε όλους, τους θαύμαζε όλους, τους φοβόταν όλους, μα, παρόλα αυτά, τους κοιτούσε στα μάτια –σαν ίσος τους- εξαιτίας κυρίως του τόσο αγαπητού κρασιού του –ποικιλίας Μπον- και των αποστάσεων που με μαεστρία κρατούσε. Ο λιπόσαρκος Ρενέ ντε Μοντινί -που φορούσε ένα ελαστικό, ξεθωριασμένο μωβ βελουδένιο γιλέκο- με το μοχθηρό ιταλιάνικο του πρόσωπο και τον εκλεπτυσμένο ιταλιάνικο αέρα του• ο στρουμπουλός Γκυ Ταμπαρί, απότομος, κοκκινοπρόσωπος και λίγο φαλακρός• ο Κάσιν Κολέτ, ψηλός και λεπτός, με φιγούρα πελαργού και χαρακτηριστικά γερακιού• ο Ζαν λε Λουπ, που έμοιαζε τόσο αλεπουδίσιος όσο το παρατσούκλι του• αυτοί ήταν οι τιμητικά επιλεγμένοι από τον Ρόμπιν, σε μιά ιδιαίτερη κατηγορία• και αυτό ήταν το προνόμιο φόβου της ταβέρνας της Κουκουνάρας• η επιλογή της, ως στέκι της Αδελφότητας. Στον ξύλινο πάγκο, με το πρόσωπο στραμένο στη φωτιά, ο Κόλε ντε Καγιέ, αδιάφορος και ξεχασμένος, είχε παραδοθεί σε έναν μεθυσμένο ύπνο, με ένα άκακο, ευγενικό ύφος στο αρχοντικό του πρόσωπο –που όμως δεν ήταν καθόλου άκακο και καθόλου ευγενικό.

Σε κάθε άντρα της συμμορίας αντιστοιχούσε μία γυναίκα• και υπήρχε μιά γυναίκα παραπάνω –μιά έκτη γυναίκα- που καθόταν ξεχωριστά• μία γυναίκα που εύκολα θα μπορούσε να είναι το κεντρικό αστέρι αυτού του επιδεικνυόμενου γαλαξία.
Η φτηνή, ξεθωριασμένη λάμψη των αντρών συμπληρωνόταν από την αντίστοιχη των πέντε από τις έξι γυναίκες. Κακόγουστες, βαμμένες τσαούσες πόρνες, με νεανικά, καθαρά, αδιάντροπα πρόσωπα –βαρύτιμα δεσίματα που αγκάλιαζαν κακοκομμένα πετράδια- η Ζανετώ -η αδιαφιλονίκητη αρχηγός τους- η Ντενίς, η Μπλανς, η Ιζαμπώ και η Ζιλεμέ -η κόρη του ταβερνιάρη- συντρόφευαν χαρούμενα τα πλουμιστά αυτά παγώνια του παραδείσου των καθαρμάτων• μα η έκτη γυναίκα ήταν ένα πουλί από εντελώς διαφορετικό είδος.

Η φωνή της, υψώθηκε ξαφνικά πάνω από το βουητό, σαν κελάϊδισμα αηδονιού. Το ζεστό δωμάτιο φάνηκε να δροσίζει. Ο βαρύς αέρας καθάρισε καθώς εκείνη άρχισε να τραγουδά. Ήταν μιά κοπέλα γύρω στα είκοσιπέντε, που συνήθιζε να καμουφλάρει την μεστή της θηλυκότητα με αγορίστικες συνήθειες, -όπως να ντύνει το πανέμορφο σώμα της με ρούχα τόσο κολητά, όσο ένα δεύτερο δέρμα- συνήθειες που θα μπορούσαν να τρελάνουν έναν άντρα. Ήταν πολύ γοητευτική, ντυμένη με την αέρινη χάρη –λίγο απροσδιόριστη αλλά τόσο έμφυτη- της γυναικείας της φύσης. Φορούσε ένα πράσινο βελούδινο ζιλέ, πράσινο μάλινο εφαρμοστό παντελόνι, μία κατακόκκινη ζώνη με πουγκί στη μέση, και ένα –γεμάτο αναίδεια- πορφυρό φτερό στο πράσινο μπερέ της -που από κάτω του ξεχύνονταν τα ξανθά της μαλλιά, σε ένα ατίθασο ανακάτεμα. Κάθησε στην άκρη ενός τραπεζιού κουνώντας τα καλίγραμμα πόδια της, και άρχισε να φροντίζει το λαούτο της σαν να ήτανε μωρό. Ξεκίνησε να τραγουδάει -και έμοιαζε να έχει γενηθεί μόνο γιά αυτό. Οι άντρες και οι γυναίκες που κάθονταν γύρω από τα τραπέζια σώπασαν ακούγωντάς την. Ο μισοκοιμισμένος Κόλε τέντωσε τα αυτιά του. Ο Ρόμπιν Ταργκίς ήταν σε ετοιμότητα, γιατί ήξερε ότι λίγα πράγματα στον κόσμο άξιζαν τόσο, όσο οι σπάνιες φορές που η Ουγέτ ντε Χαμέλ αποφάσιζε να τραγουδήσει. Ο Ρόμπιν ήξερε τα πάντα γιά εκείνη. Το γαλάζιο αίμα της ήταν άγριο αίμα και παρά την γενιά και το όνομά της, εκείνη προτιμούσε την παράξενη απόλαυση να είναι το είδωλο του «ναού» της Κουκουνάρας. Η φωνή της είχε μιά τρυφερή, ικετευτική χάρη με μιά υποψία θλίψης, που έφερνε δάκρυα στα μάτια της και οι λέξεις κύλαγαν γλυκές, σαν μέλι• και αυτοί ήταν οι στίχοι που τραγούδησε:

«Κόρες του πόθου, μία και όλες,
με ωραία πρόσωπα απαλά,
κορμιά λεπτά, στήθη στητά,
πόδια και δάχτυλα λευκά,
καλίγραμμα και πλαστικά,
και μάτια που λαμποκοπούν,
είναι η χάρη σας τρανή•
των εραστών σας τις καρδιές
δέστε, κρατήστε στον ζυγό,
με κατακόκκινα φιλιά, προτού είναι αργά•
αγάπη, πριν η αγάπη φύγει μακριά».

Η φωνή της έμοιαζε με φθινοπορινή βροχή. Τα μακριά της δάχτυλα χάϊδευαν τις χορδές του λαούτου, φτιάχνοντας ουράνιες αρμονίες. Ο Ρενέ ντε Μοντινί έστρεψε το σκούρο, καλοσχηματισμένο του πρόσωπο και κοίταξε την κοπέλα με ένα σαρωτικό, άπληστο βλέμμα. Ρουφούσε την χάρη της με απόλαυση. «Διαβολικά καλή συμβουλή, κούκλες», φώναξε, αρπάζοντας στην αγκαλιά του την κοντινότερη κοπέλα και στρέφοντας το πρόσωπό της με το ελεύθερο χέρι του την φίλησε με θόρυβο. Η κοπέλα, ξαφνιασμένη απ’τον βίαιο εναγκαλισμό, έβγαλε μιά μικρή στριγγλιά. Τα υπόλοιπα ζευγάρια γέλασαν και μιμήθηκαν το παράδειγμά του, μα η κοπέλα που τραγουδούσε, χωρίς να δίνει σημασία σε όλα αυτά, ύψωσε την γλυκειά φωνή της ξανά, και αυτή την φορά ακούστηκε σαν πικραμύγδαλο μέσα σε μέλι.

«Σύντομα θα γκριζάρουν τα χρυσά μαλλιά
και του κορμιού όλες οι όμορφες γραμμές
θα ρυτιδιάσουν, μπρος στου Χρόνου την ορμή.
Οι στρογγυλοί, σφιχτοί κι ωραίοι γλουτοί,
θα μαραθούν, θα πέσουν σαν τα φύλλα.
Το φως που καίει στα μάτια, λαμπερό σαν μέρα
θα σβύσει• θα χαθεί η φλόγα απ’την καρδιά•
γιαυτό κυρίες, τα λόγια μου ακούστε•
αγάπη, πριν η αγάπη φτερουγίσει μακριά».

Η μουσική ηχούσε πιό λυπημένη από πριν και έγινε μιά μικρή παύση, καθώς τα τελευταία λόγια γλίστρησαν στα μαυρισμένα σανίδια. Ξαφνικά, το ένα απ’τα κορίτσια μίλησε, σπάζοντας την σιωπή.

«Πολύ θλιμένο τραγούδι Ηγουμένη», αναστέναξε η Ιζαμπώ και το πρόσωπό της χλώμιασε. Μιά βαθιά ρυτίδα σχηματίστηκε δίπλα στο καλοσχηματισμένο στόμα της και τα μάτια της σκοτείνιασαν στη σκέψη του αναπότρεπτου. Εκείνη που η κοπέλα αποκάλεσε Ηγουμένη χαμογέλασε και η φωνή της αντήχησε με μία άγρια ευθυμία, σπάζοντας την λυπημένη νοσταλγία του τραγουδιού της.
«Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν τόγραψε προχτές γιά μένα», αποκρίθηκε. «Θα γεράσεις πριγκήπισα, μου είπε, γιαυτό και εγώ θα σου γράψω ένα τραγούδι που θα σου μάθει την αλήθεια της ζωής».

Ο Γκυ Ταμπαρύ, που τα κόκκινα μαλλιά του συμπλήρωναν το πρόσωπό του σαν μικρές φλόγες ενός πυρακτωμένου ήλιου, ακούμπησε το χέρι του στην μέση της κοπέλας και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Φίλησέ με και ξέχνα τα όλα», τραύλισε. Η κοπέλα, με μιά δυνατή σπρωξιά, τον έστειλε ξανά πίσω, στην θέση του. «Τα φιλιά μου δεν είναι γιά κανέναν άλλον, εκτός απ’τον Φρανσουά», είπε, καθώς η παρέα ξεσπούσε σε γέλια βλέποντας το σάστισμα του Γκυ. «Κανείς σας δεν μπορεί να γράψει έτσι, ή να κάνει λύπη την χαρά, όπως εκείνος».

Το κορίτσι που ο πορφυροντυμένος Ρενέ φίλησε άγαρμπα, ανατρίχιασε. «Παράξενος λόγος γιά να σου αρέσει ένας άντρας που σε κάνει δυστυχισμένη», ψιθύρησε. Έριξε μιά γρήγορη ματιά στη συντροφιά. Στα πρόσωπα των γυναικών η επίδραση των στίχων είχε αφήσει μιά ασυνήθιστη γλυκύτητα, αλλά οι άντρες φαίνονταν ανεπηρέαστοι από τους λυπημένους στίχους του τραγουδιού. Ο Ζαν λε Λουπ έδωσε μιά δυνατή γροθιά στο τραπέζι, κάνοντας τα κύπελα και τις κανάτες να αναπηδήσουν.
«Μήπως είμαι στο Σπίτι της Αγάπης;», βρυχήθηκε οργισμένος μέσα απ’τα κίτρινα δόντια του. «Υπάρχουν άλλα δωμάτια γιά έρωτες» είπε, δείχνοντας με τον αντίχειρά του το ταβάνι. «Εδώ είμαστε γιά πιώμα και κουμάρι• στο διάβολο οι στίχοι και τα σονέτα».

Άδραξε άπληστα τα ζάρια και ο ήχος τους έδιωξε τις σκοτεινές σκέψεις. Τίναξε τους διάστικτους κύβους στο τραπέζι και καθώς κυλούσαν κάτω απ’τα γεμάτα έξαψη μάτια τους -άλλοι πρόθυμα και άλλοι με δισταγμό- σπρώξαν μερικά νομίσματα μπροστά. Η μαγεία της μουσικής διαλύθηκε. Η μελωδική Ηγουμένη, με στεγνά τώρα μάτια που έλαμπαν, μετακίνησε το λυγερό κορμί της απ’το τραπέζι στον πάγκο με ένα σάλτο και πήρε θέση ανάμεσα στους παίκτες. Φώναξε στον Ρόμπιν Ταργκίς να φέρει κρασί και παραδόθηκε στις πιθανότητες. Κανείς δεν πρόσεξε τον αδύναμο μεταλικό ήχο που έκανε το μάνταλο της πόρτας, καθώς σηκώθηκε από κάποιο άγνωστο χέρι. Κανείς δεν άκουσε τον σιγανό θόρυβο που μαρτυρούσε ότι η πόρτα άνοιξε μαλακά. Κανείς δεν αντιλήφθηκε τον άντρα που την άνοιξε, ο οποίος έβαλε το κεφάλι του μέσα στο δωμάτιο και παρατήρησε τον χώρο με προσοχή. Ο νεοφερμένος ήταν ένας βλοσυρός άντρας προχωρημένης ηλικίας. Ήταν ντυμένος απλά και έκρυβε με επιδεξιότητα το πρόσωπό του στην πτυχή του μανδύα του. Βυθίστηκε στην ανωνυμία του χώρου με ένα ανήσυχο χαμόγελο στο πρόσωπό του, που μεταβλήθηκε σε μιά δυσάρεστη έκφραση καθώς παρατηρούσε την θορυβώδη παρέα στην γωνία του δωματίου, και κούνησε το κεφάλι του, καθώς φάνηκε να αναγνωρίζει τα μέλη της. Σίγουρος ότι δεν τον πρόσεξε κανείς, μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο και, κρατώντας την πόρτα μισάνοιχτη, έγνευσε σε κάποιον άλλον, που στέκοταν ακόμα έξω. Στο κάλεσμα απάντησε μιά φιγούρα ντυμένη όπως η πρώτη, που μπήκε στην ταβέρνα γρήγορα και κλεφτά. Κατευθύνθηκε στην πιό απομακρυσμένη και σκοτεινή γωνιά της αίθουσας χωρίς να κοιτάξει γύρω, ενώ ο σύντροφός του τον ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του όσο πιό αθόρυβα μπορούσε. Αν ο κύριος Ρόμπιν –που παρέμενε προσηλωμένος στην φασαριόζικη παρέα του- δεν αντιμετώπιζε την παρουσία τους με αδιαφορία και έδινε λίγη προσοχή στους νεοφερμένους πελάτες του, το ροδαλό πρόσωπό του θα χλώμιαζε και το στομάχι του θα σφιγγόταν στη διαπίστωση πως η ταβέρνα της Κουκουνάρας φιλοξενούσε την απειλητική παρουσία του βασιλιά της Γαλλίας και του μοχθηρού του ακόλουθου, Τριστάν του Ερημίτη.
Οι δύο ξένοι κάθησαν σε ένα μικρό τραπέζι στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από την Ηγουμένη και την παρέα της που έπαιζαν ζάρια και ο ένας, τραβώντας λίγο την κουκούλα του μανδύα που έκρυβε το πρόσωπό του, κοίταξε γύρω του με περιέργεια.

«Ώστε αυτή είναι η σφηκοφωλιά», ψιθύρησε και ο σύντροφός του, του απάντησε στον ίδιο τόνο:
«Ναι, αυτή είναι η περιβόητη ταβέρνα της Κουκουνάρας Μεγαλειότατε».
Ο άλλος έφερε στα χείλια του τον δείκτη του χεριού του δυσανασχετώντας.
«Σώπα απερίσκεπτε, σώπα. Όχι τίτλους εδώ μέσα. Εδώ δεν είμαι ο Λουδοβίκος της Γαλλίας, αλλά ένας απλός πολίτης –όπως και εσύ. Υποθέτω ότι θα πρέπει να παραγγείλουμε κάτι». Ο ακόλουθός του αποκρίθηκε πως αυτό ήταν απαραίτητο. Ο Λουδοβίκος δίστασε αναποφάσιστος. «Φαντάζομαι πως το κρασί θα είναι άθλιο», είπε, βάζοντας τα λεπτά του δάχτυλα στο μαύρο πουγκί της ζώνης του. Ο Τριστάν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, μπορείς να πιείς καλό κρασί εδώ, αν ξέρεις πως να το ζητήσεις –και πως να το πληρώσεις».
«Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εμένα πως να ζητήσει κάτι», κάκχασε ο βασιλιάς.
«Ή χειρότερα, πως να το πάρει», σάρκασε ο Τριστάν. Ο βασιλιάς τον κοίταξε βλοσυρά.
«Τότε γιατί μένεις στην υπηρεσία μου;», γρύλισε. Ο Τριστάν σήκωσε τους ώμους.
«Ίχνη αφοσίωσης, υποθέτω. Να ο ταβερνιάρης». Ο Ρόμπιν Ταργκίς ήρθε στην γωνιά τους, παρατηρώντας τους προσεκτικά με τα μικρά γουρουνήσια μάτια του, μην μπορώντας πάντως να διακρίνει πολλά από τα καλυμένα τους πρόσωπα. Περίμενε την παραγγελία τους θυμωμένος, σκουπίζοντας το ιδρωμένο του μέτωπο με την βρώμικη παλάμη του.
«Φίλε», είπε ο Λουδοβίκος ρουθουνίζοντας σαρδόνια στον «μυρωδάτο» ταβερνιάρη, «έχεις μπροστά σου δύο τίμιους πολίτες που εξοικονόμησαν κάνα-δυό πένες και θέλουν να βρέξουν το λαρύγγι τους. Έχεις κάτι που να ταιριάζει στο βαλάντιο και στην δίψα μας;».
Ο Ρόμπιν Ταργκίς κούνησε το στρογγυλό του κεφάλι και χάϊδεψε το χοντρό στομάχι του.
«Έχουμε άσπρο κρασί του Μπον», είπε με καμάρι, σαν να γευόταν το προϊόν που επαινούσε. «Γιά δυό σελίνια η κανάτα, είναι ένα αρχοντικό κρασί».
Η τσιγκούνικη φύση του βασιλιά, ανατρίχιασε στο άκουσμα του ποσού.
«Μεγαλοδύναμε!», τραύλισε. «Οφείλει να είναι, σε τέτοια τιμή».
Ο Ρόμπιν Ταργκίς τον κοίταξε υποτιμητικά. Ο Τριστάν πήρε την κατάσταση στα χέρια του. «Φέρε μας μιά κανάτα», είπε αποφασιστικά και καθώς ο ταβερνιάρης κατευθύνθηκε προς το κελάρι, κοίταξε τον βασιλιά με ένα βλοσυρό, επικριτικό βλέμμα.
«Παραιτούμαι απ’τις υπηρεσίες σου», του είπε. «Θέλω να γλυτώσω τον λαιμό και το στομάχι μου».
Ο Λουδοβίκος δεν απάντησε και βυθίστηκαν σε μιά αμήχανη σιωπή, μεχρί να φέρει ο τετράπαχος ταβερνιάρης μιά ξέχειλη καράφα κρασί και δυό ποτήρια. Ο Λουδοβίκος έβαλε απρόθυμα τα δάχτυλά του στο πουγκί του, ανέσυρε το ακριβές αντίτιμο και μέτρησε τα κέρματα στο χοντρό χέρι του Ρόμπιν. Όμως ο ταβερνιάρης δεν απομακρύνθηκε και το σαστισμένο βλέμμα του Λουδοβίκου συνάντησε την αυστηρή ματιά του Τριστάν. «Δόστου μιά πένα γιά τον κόπο του», ψιθύρησε ο Τριστάν.
Ο βασιλιάς -κρύβοντας με δυσκολία την απροθυμία του- έδωσε το φιλοδώρημα στον ταβερνιάρη και με ολοφάνερη απέχθεια τον παρακολούθησε να απομακρύνεται.
«Είσαι πολύ γεναιόδωρος με τα λεφτά των άλλων αδερφέ», είπε κακότροπα στον Τριστάν, όμως εκείνος, αγνοόντας την γκρίνια του, γέμισε τα δύο κύπελα και έφερε το ένα κάτω απ’την μύτη του θυμωμένου βασιλιά. Το εξαίρετο, ξηρό άρωμα του κρασιού, ηρέμησε τον Λουδοβίκο. Ήπιε μιά γερή γουλιά με απόλαυση. Στην δεύτερη είχε συγχωρήσει –όχι όμως ξεχάσει- την γεναιοδωρία του άλλου. Έκλεισε το μάτι στον Τριστάν καλοπροαίρετα, πάνω απ’το ποτήρι.
«Ζωή και κότα φίλε μου Τριστάν», μουρμούρησε ικανοποιημένος, τεντώνοντας τα λεπτά πόδια του με άνεση. Όμως εκείνος δεν είχε την δική του καλή διάθεση.
«Ας ελπίσουμε πως δεν θα καταλήξουμε στα θυμαράκια, φίλε μου», ρουθούνισε βαρύθυμα. «Υπάρχουν κάνα-δυό καθάρματα σε εκείνη την παρέα που θα σε έκοβαν στα δύο γιά μιά καράφα κρασί».
Ο Λουδοβίκος γέλασε φιλικά. «Και δεν θάχουν άδικο», σχολίασε, «αν σκεφτείς πόσο κάνει το κρασί εδώ. Πάντως, είναι ομολογουμένως μιά ενδιαφέρουσα παρέα».
Ο Τριστάν δεν φάνηκε να εκτιμά το χιούμορ του βασιλιά. «Τι το ενδιαφέρον βρίσκεις;», τον ρώτησε. «Μερικοί τραμπούκοι, νταβατζήδες και φονιάδες πίνουν μαζί. Μπορείς να βρεις την ίδια παρέα στο δικαστήριο -και να μην ξεπαραδιαστείς κιόλας».
Το πρόσωπο του βασιλιά φωτίστηκε ξαφνικά. Έγειρε προς την μεριά του Τριστάν και τον τράβηξε απ’το μανίκι.
«Κουτσομπόλη Τριστάν, υπάρχει στην αυλή μου ένας λόγιος που μου είπε μιά ανατολίτικη ιστορία».
«Ελπίζω να είναι διασκεδαστική, όπως αρέσει στην μεγαλειότητά σου».
«Σώπα άνθρωπέ μου, είπαμε όχι τέτοια εδώ. Αυτός λοιπόν ήταν ένας βασιλιάς της ανατολής, που είχε το επίθετο Χαρούν –ξέρεις, όπως εμένα με λένε «ο Συνετός».
Ο Τριστάν γρύλισε επιφυλακτικά, όμως ο Λουδοβίκος, αγνοώντας το ξέσπασμά του συνέχισε:
«Στον καιρό του, έβγαινε τις νύχτες στην Βαγδάτη μεταμφιεσμένος και ανακατευόταν με τους υπηκόους του, μαθαίνοντας πολλά πράγματα που τον βοηθούσαν να κυβερνήσει σωστότερα το βασίλειο. Ακολουθώ το παράδειγμά του και περιμένω να μάθω πολλά, με την σειρά μου».
Ο Τριστάν κοίταξε με οίκτο τον αυτάρεσκο βασιλιά.
«Θα χαρείς να μάθεις πόσο αντιπαθής είσαι, πράγμα που θα μπορούσα να σου έχω πει χωρίς όλη αυτή την ταλαιπωρία –και θα είσαι πολύ τυχερός αν δεν σου κόψουν τον λαιμό σ’αυτό το αλισβερίσι».
Ένα βεβιασμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο –μέχρι τότε- ατάραχο πρόσωπο του βασιλιά. Ήπιε μιά γουλιά κρασί και απάντησε με αβρότητα: «Πάντοτε ήσουν μάντης κακών, Τριστάν. Να είσαι θετικός. Κοίταξε με• η Συμμαχία των Βουργουνδών είναι μπροστά στις πύλες μου• ο θρόνος μου τρέμει σαν τραμπάλα• κι όμως• δεν ξυνίζω τα μούτρα».
«Είναι ενθαρυντικό που υπάρχει κάποιος χαρούμενος στην πόλη», σχολίασε ο Τριστάν.
«Ναι», απάντησε ο Λουδοβίκος, παρατηρώντας προσεκτικά τις λεπτές παλάμες του, «είμαι ευχαριστημένος...».
Ο Τριστάν τον έκοψε απότομα.
«Ευχαριστημένος που οι Βουργουνδοί σε απειλούν έξω απ’τα τείχη του Παρισιού; Ευχαριστημένος που ο Τιμπώ ντε Ωσινύ σε τρομοκρατεί μέσα στην ίδια σου την πόλη;
Που οι στρατιώτες σου έχουν στασιάσει; Ή που οι υπήκοοί σου σιωπούν οργισμένοι –ένα καζάνι που βράζει. Μα την πίστη μου, να τέσσερεις βασιλικοί λόγοι γιά την βασιλική σου ευδαιμονία».
Ο Λουδοβίκος κούνησε με χάρη το κεφάλι του προς τον κακόκεφο σύντροφό του.
«Φλύαρε Τριστάν, ξέρεις γιατί ήρθα σήμερα σε αυτή την τρώγλη;», τον ρώτησε.
«Δεν σουλατσάρω πέρα-δώθε σαν αργόσχολος βασιλιάς που βασανίζεται από πλήξη. Ήρθα γιά να μάθω τι είδους παρέες κάνει ο άρχοντάς μου, ο Μεγάλος Αυλάρχης μου».
Και καθώς τα μάτια του Τριστάν άνοιξαν διάπλατα απ’την έκπληξη, ο Λουδοβίκος συνέχισε: « Ο καλός μας Ολίβιε με διαβεβαίωσε ότι ο φίλτατος Τιμπώ ντε Ωσινύ τον τελευταίο καιρό συνηθίζει να περιφέρεται στους δρόμους του Παρισιού και να συχνάζει σε παράξενα μέρη –όπως αυτό εδώ• το πανδοχείο της Κουκουνάρας. Με βασανίζει μία –σχεδόν γυναικεία- περιέργεια, Τριστάν, να κρυφοκοιτάξω τα κλειστά χαρτιά του αξιότιμου άρχοντα Τιμπώ».
Ο Τριστάν γέλασε μοχθηρά. «Ο Μεγάλος Αυλάρχης στην φυλάει, από τότε που έριξες την βασιλική ματιά σου σε εκείνη την κοπέλα απ’την Βωσέλ».
«Ήταν αρκετά έξυπνη γιά να δυσαρεστήσει τον Τιμπώ», χασκογέλασε ο βασιλιάς.
«Ήταν μήπως και αρκετά χαζή, ώστε να χάσει την βασιλική σου εύνοια;», ρώτησε ο Τριστάν.
«Είναι πολύ περήφανη κοπέλα, Κουτσομπόλη. Όταν της είπα ότι μου αρέσει, κοκκίνησε από θυμό και με έδιωξε. Όμως, αν δεν την έχω εγώ δεν θα την έχει ούτε ο Τιμπώ».
«Ο Μεγάλος Αυλάρχης είναι επικίνδυνος εχθρός», σχολίασε ο Τριστάν.
Ο βασιλιάς άλλαξε την συζήτηση.
«Τριστάν, είδα ένα παράξενο όνειρο χτες το βράδυ. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα γουρούνι που τριγυρνούσε στους δρόμους του Παρισιού και βρήκα ένα πανάκριβο μαργαριτάρι στον σταύλο. Το μάζεψα και το έβαλα στο στέμμα μου...».
«Ένα εστεμένο γουρούνι», τον διέκοψε ο Τριστάν. «Αυτό μοιάζει με σύμπτωμα κρασιού».
Ο Λουδοβίκος δεν έδειξε να δυσαρεστείται από την διακοπή.
«Καλέ μου Κουτσομπόλη, σε ένα όνειρο τίποτα δεν φαίνεται παράξενο. Λοιπόν, όπως σου έλεγα, έβαλα το μαργαριτάρι στην κορώνα μου και η λάμψη του ήταν τόσο δυνατή που φώτισε ολόκληρο το αγαπημένο μου Παρίσι, έτσι ώστε μπορούσα να δω κάθε δρόμο και πλατεία, κάθε πύργο και πολεμίστρα, πιό καθαρά από ότι ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό απόγευμα. Ξαφνικά, το μαργαριτάρι άρχισε να βαραίνει τόσο πολύ στο μέτωπό μου, που το έβγαλα απ’την θέση του και το ακούμπησα στο έδαφος και θα το έλυωνα κάτω απ’το πόδι μου, αν ένα αστέρι που έπεσε απ’τον ουρανό δεν με σταματούσε».
Ο βασιλιάς κοίταξε ανυπόμονα τον σύντροφό του, που η αφήγηση του βασιλικού ονείρου τον άφηνε ολότελα αδιάφορο.
«Όνειρα και άστρα, άστρα και όνειρα», σάρκασε.«Άσε τα όνειρα γιά τα ανθρωπάκια, μεγαλειώτατε». Ο Λουδοβίκος κατσούφιασε. «Μην κοροϊδεύεις Κουτσομπόλη, μα διδάξου. Ποιοί είναι αυτοί εκεί;», ρώτησε, γνέφοντας ταυτόχρονα με το αρχοντικό του πρόσωπο προς την παρέα των τζογαδόρων. Ο σύντροφός του ανασήκωσε τους ώμους.
«Μερικά απ’τα χειρότερα αποβράσματα της πόλης. Οι άντρες ανήκουν σε μιά παρέα που αυτοαποκαλείται η Αδελφότητα των Κοχυλιών και κοκορεύονται πως βάζουν κάτω όλους τους αστυνόμους της χώρας. Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει τον υπόκοσμο του Παρισιού, αυτοί είναι οι άνθρωποί του. Οι γυναίκες είναι τσούλες. Αυτή εκεί κάτω, με το αντρικό ντύσιμο, είναι η Ουγέτ ντε Χαμέλ, ένα άγριο θηλυκό, που οι άντρες την αποκαλούν Ηγουμένη, γιά την ικανότητά της στην τέχνη του έρωτα. Έχει τώρα μαζί της τέσσερεις από την ακολουθία της• την Ζανετώ, την ωραία Καπελού –όπως την ονομάζουν- την Ντενίς την παντοφλού, την Μπλανς και την Ιζαμπώ. Όλες τους αξιολάτρευτες πόρνες.
Ο Λουδοβίκος σούφρωσε τα λεπτά χείλη του. «Θα τις κρίνει ο Κύριος», είπε. «Και οι άντρες;». «Άγγελοι αντάξιοι γιά τέτοιες παρθένες», απάντησε ο Τριστάν. «Ο λεβέντης με το μωβ γιλέκο είναι ο Ρενέ ντε Μοντινύ, παράνομος από αριστοκρατική γενιά. Ο κοκκινομάλης είναι ο Γκυ Ταμπαρί• αδέρφια στο έγκλημα και στην κλεψιά. Το παληκάρι με το αλεπουδίσιο πρόσωπο που χαϊδολογάει το πόδι της κοπέλας, είναι ο Ζαν λε Λουπ.
Ψευτονταήδες και μαστρωποί, κατακάθια της κοινωνίας, παράσιτα• γιά να αριθμήσεις τα εγκλήματά τους πρέπει να πεις ανάποδα τον Δεκάλογο».
«Το χιούμορ σου σπάει κόκκαλα Κουτσομπόλη», είπε ο Λουδοβίκος και χαμογέλασε χαιρέκακα. «Οι κρεμάλες μας σύντομα θα έχουνε πολλή δουλειά».
Ο Τριστάν ήταν έτοιμος να επικροτήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όταν ακούστηκε μιά φωνή που τραγουδούσε έξω απ’την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν μιά τραχιά αντρική φωνή που όμως είχε κάτι απροσδιόριστα τρυφερό. Τα λόγια του τραγουδιού πέρασαν μέσα από τις κουρτίνες των παραθύρων. Ήταν ένα παράπονο στην Μοίρα.

«Αφότου πέρασα της φυλακής την πύλη,
-που ήρθα γιά να πω αντίο
σ’αυτή την μίζερη ζωή, που θέλει να πετάξει
μακριά απ’την κακοήθεια της Μοίρας-
εκείνη μάλλον με έχει πιά ξεχάσει,
αφότου πέρασα της φυλακής την πύλη».

Ο βασιλιάς έστησε αυτί και ο Τριστάν ξέχασε γιά λίγο την ευχάριστη προοπτική ενός κονσέρτου γιά κρεμάλες στην κεντρική πλατεία της πόλης. Η επίδραση του τραγουδιού στην παρέα των παρανόμων που τζογάριζε, ήταν άμεση και καταλυτική. Η Ηγουμένη πήδηξε απ’το τραπέζι με μιά στριγγλιά: «Η φωνή του Φρανσουά». «Πράγματι», συμφώνησε ο Ρενέ ντε Μοντινύ μαζεύοντας τα κέρδη στο πουγκί του, «είναι η γαϊδουροφωνάρα του». Ο Ρομπίν Ταργκίς σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό με απελπισία και κλαψούρισε κωμικά: «Ο διάβολος βγήκε πάλι παγανιά». Όλοι κοίταξαν με αδημονία την πόρτα.
«Ποιός είναι αυτός που αναστατώνει τόσο τα νυχτοπούλια μας;», ρώτησε ο Λουδοβίκος τον Τριστάν.
"Ο πιό παράξενος παλιάνθρωπος του Παρισιού», απάντησε ο Τριστάν. «Κάποιος Φρανσουά Βιγιόν, φιλόσοφος, ποιητής, πότης, ξιφομάχος, γυναικάς, φαφλατάς, καλός στο γράψιμο, στο σημάδι και στο ψηστήρι. Στην Αυλή των Θαυμάτων τον φωνάζουν Βασιλιά των Κοχυλιών. Κρίνε μόνος σου".





ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ