ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ.

Στα λόγια του Τριστάν, το μάνταλο κροτάλισε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με θόρυβο και μιά παράξενη φιγούρα έφραξε την είσοδο. Ήταν ένας άντρας μέτριου αναστήματος, αδύνατος και λεπτοκαμωμένος. Το ανυπόμονο πρόσωπό του ήταν ψημένο από τον ήλιο και τους ανέμους μιάς γενιάς και οργωμένο με αυλακιές που μαρτυρούσαν μιά ταραγμένη, επικίνδυνη ζωή. Τα ίσια, μαύρα του μαλλιά, ήταν μακριά και αχτένιστα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου του κάλυπταν απεριποίητα αραιά γένια μιάς βδομάδας. Είχε λαμπερό βλέμμα, γρήγορο και εξεταστικό. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να αντιληφθεί ένα ιδιαίτερα εύστροφο μυαλό πίσω απ’το αρχοντικό μέτωπο• οι λεπτές ρυτίδες γύρω απ’την γραμμή των χειλιών του πρόδιδαν εξαιρετικά μεγάλη ευαισθησία και μιά τεράστια φλόγα έκαιγε στα παράφορα μάτια του. Απέπνεε ένα απόκοσμο μεγαλείο, ντυμένος με εκατοντάδες χιλιομπαλωμένα χρωματιστά κουρέλια, φορεσιά τόσο παράξενη που τον έκανε να μοιάζει με φανταχτερό σκιάχτρο. Το κατεστραμένο πανωφόρι του σκέπαζε ένα μακρύ ξίφος και η χαώδης θημωνιά του κεφαλιού του φιλοξενούσε ένα διαλυμένο καπέλο που το στόλιζε ένα φτερό από κόκορα. Στην δερμάτινη ζώνη του μιά μικρή ποιητική συλλογή –ένα βιβλίο με εξαιρετικό δέσιμο- κρατούσε συντροφιά σε ένα μαχαίρι. Παρά την γκροτέσκ εμφάνιση του νεοφερμένου, το κοφτερό μάτι του βασιλιά μπορούσε να διακρίνει κάτι απροσδιόριστα επιβλητικό στο παράστημα αυτού του κλόουν, καλοκρυμμένες ενδείξεις ντομπροσύνης πίσω απ’το στραπατσαρισμένο παρουσιαστικό του. Στάθηκε γιά λίγο στο κατώφλι σε μία θεατρική πόζα χαιρετισμού και έπειτα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του, διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές.

«Λοιπόν, γεναίες καρδιές, πως παν τα κέφια;», φώναξε χαρωπά, καθώς προχωρούσε με ψηλά το κεφάλι και ανοιχτή αγκαλιά προς το μέρος των φίλων του. «Σας έλειψα λεβεντόπαιδα; Με πεθυμήσατε κυράδες;».

Η Ηγουμένη Ουγέτ σαν αστραπή πήδηξε στην αγκαλιά του και κρεμάστηκε με τα μπράτσα της απ’τον λαιμό του.
«Αν μας έλειψες;», είπε. «Που ήσουν όλον αυτόν τον καιρό κατεργάρη;».

Ο Φρανσουά της έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα γεμάτο οίκτο. Ύστερα, ευγενικά, αποδεσμεύτηκε από τον εναγκαλισμό της και φώναξε:
«Δώστε μου ένα κύπελο κρασί, γιατί ξεράθηκε ο καταπιώνας μου».

Όλοι οι άντρες έσπρωξαν τα κύπελά τους μπροστά στον Βιγιόν, παροτρύνοντάς τον ο καθένας τους να πιεί απ’το δικό του, μα εκείνος, με μιά ηγεμονική κίνηση, τα παραμέρισε όλα. «Όχι», είπε, «θέλω το δικό μου. Δεν υπάρχει ταβερνιάρης εδώ; Αφέντη Ρόμπιν, γιά πλησίασε».

Ο Ρόμπιν Ταργκίς, που στέκοταν ξεχωριστά μέχρι εκείνη την στιγμή και παρατηρούσε χωρίς ενθουσιασμό τον νεοφερμένο, πλησίασε με τους αντίχειρες στη ζώνη και ένα ξινισμένο χαμόγελο στο πλαδαρό του πρόσωπο. Ο Φρανσουά τον υποδέχτηκε βλοσυρός και με μία γρήγορη κίνηση του χερίου του, τίναξε το βρώμικο καπέλο του ταβερνιάρη στο πάτωμα. «Γιατί δεν χαιρετάς ευγενικά όταν κάποιος τιμά το καπηλειό σου; Μιά κούπα απ’το καλύτερό σου Μπον, Άρχοντα Αιματορουφήχτρα, γιά να καταραστώ τους Βουργουνδούς».

Ο Ρόμπιν Ταργκίς δεν έδειξε καμία προθυμία να υπακούσει και τα μικρά του μάτια φάνηκαν να μεγαλώνουν, καθώς τον κοιτούσε.
«Τι χρώμα έχει το χρήμα τούτες τις μέρες, αφέντη Φρανσουά;», τον ρώτησε πεισμωμένος.
Το ηλιοκαμένο, βρώμικο χέρι του ποιητή κινήθηκε γοργά προς το μαχαίρι του και η φωνή του ακούστηκε σαν γρύλισμα λύκου, καθώς του απάντουσε απειλητικά:
«Καμιά φορά το χρώμα του αίματος». Όμως ο ταβερνιάρης, ατάραχος και προκλητικός, έμεινε στην θέση του.
«Άσε τα νταηλίκια, αφέντη Φρανσουά», είπε στιβαρά. «Έχουμε βασιλιά στην Γαλλία και το όνομά του είναι καθαρά γραμμένο πάνω στο νόμισμά του. Δείξε μου λοιπόν έναν Λουδοβίκο και θα σου δείξω το κρασί του Μπον».

Το πρόσωπο του Βιγιόν κοκίνησε από θυμό και άρχισε να παίζει νευρικά με το μαχαίρι του, αναποφάσιστος μπροστά στο δίλημα που αντιμετώπιζε. Η Ουγέτ και ο Μοντινύ, σχεδόν ταυτόχρονα, έβαλαν τα χέρια στα πουγκιά τους, όμως –προς μεγάλη έκπληξη του Τριστάν- ο Λουδοβίκος τους πρόλαβε. Σηκώθηκε όρθιος με αξιοθαύμαστη προθυμία και στάθηκε μπροστά στον Φρανσουά, χαιρετώντας τον εγκάρδια. «Επέτρεψέ μου να σου προσφέρω μιά μικρή υπηρεσία», είπε ευγενικά και καθώς ο Βιγιόν τον κοίταξε απορημένος, εκείνος συνέχισε: «Θα μου κάνεις την τιμή να πιείς μαζί μου αυτό το κρασί, σαν καλεσμένος μου;».

Η έκπληξη του Βιγιόν δεν τον εμπόδισε να αδράξει την ευκαιρία. Αυτός ο από μηχανής θεός προσέφερε δροσερό πιώμα στο στεγνό του λαρύγγι. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με αγέρωχο ύφος και συναίνεσε μεγαλόπρεπα. Οι υπόλοιποι της παρέας παρατηρούσαν βλοσυρά τον άγνωστο πολίτη-που την παρέα του προτίμησε ο εκλεκτός τους φίλος- και ο Τριστάν βλαστήμησε μέσα απ’τα δόντια του το θράσος του βασιλιά, ψάχνοντας ταυτόχρονα γιά το κρυμένο του μαχαίρι.

Ο Βιγιόν συνόδευσε την αποδοχή της πρόσκλησης του βασιλιά με μία ένθερμη χειραψία και, με απίστευτη ξετσιπωσιά, έκανε μιά μεγαλόπρεπη κίνηση λέγοντας:

«Είσαι πολιτισμένος άνθρωπος ξένε και γιά αυτό και εγώ θα τιμήσω την πρόσκλησή σου». Ο Λουδοβίκος έκανε μιά μικρή υπόκλιση. «Ξέχασα το πουγκί μου στο σπίτι σήμερα το πρωί» -ένα ξέσπασμα γέλιου χαιρέτησε την δικαιολογία του Βιγιόν- «και αυτός ο αγενής κύριος μου αρνείται την πίστωση. Πόσο σπάνια –αλοίμονο- συναντά κάποιος έναν ευγενικό ταβερνιάρη στις μέρες μας».

Ο Λουδοβίκος τον άκουσε προσεκτικά και απάντησε με σοβαρότητα:
«Κι όμως, η πώληση ενός τόσο ευγενούς προϊόντος, δεν θα έπρεπε να γενά ευγένεια στον πωλητή;». Ύστερα, γύρισε στον Ρόμπιν Ταργκίς, ο οποίος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό ακούγωντας αυτόν τον διάλογο, και του ζήτησε ευγενικά, να φέρει μιά καράφα απ’το καλύτερο κρασί του. Ο Λουδοβίκος έσπρωξε ένα ασημένιο νόμισμα προς το μέρος του ταβερνιάρη και εκείνος άπλωσε το χοντρό του χέρι να το πάρει –όχι όμως αρκετά γρήγορα. Στην θέα του νομίσματος, το μάτι του Άρχοντα Βιγιόν στραφτάλισε και το λεπτό του χέρι, γρήγορο και επιδέξιο σαν γεράκι, βούτηξε ανάμεσα στον βασιλιά και στον πανδοχέα, άρπαξε το νόμισμα και βάλθηκε να το περιεργάζεται με έκδηλο θαυμασμό.
«Αυτή λοιπόν είναι η μονέδα του καλού μας βασιλιά;», είπε και βγάζοντας το άθλιο καπέλο του έκανε μιά βαθιά υπόκλιση. «Λοιπόν, ο θεός να τον ευλογεί, λέω, γιατί του χρωστάω την ελευθερία μου. Όταν ήρθε στο Παρίσι, έτυχε να είμαι στην φυλακή, λόγω κάποιου νομικού σφάλματος». Σε αυτό το σημείο ο Βιγιόν έκανε μιά μικρή παύση, έριξε ένα βλέμμα στους συντρόφους του, που επιδοκίμασαν τα λόγια του και συνέχισε: «Έδωσε λοιπόν χάρη στους φυλακισμένους και έτσι οι άνθρωποι του νόμου είχαν την καλοσύνη να με πετάξουν έξω, στον καθαρό αέρα. Θα ήταν κατάχρηση της καλοσύνης σου ευγενικέ γέροντα» - ο Βιγιόν έκανε μιά υπόκλιση γεμάτη επισημότητα προς τον άγνωστο ευεργέτη του- «αν σου ζητούσα να φυλάξω και να τιμώ αυτό το σύμβολο του αγαπημένου μας μονάρχη, σε ανάμνηση του σπουδαίου αυτού γεγονότος;».

Ακόμα και η ουράνια αταραξία του Λουδοβίκου δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το θράσος του Βιγιόν και ένα στιγμιαίο ξίνισμα φάνηκε στο αρχοντικό του πρόσωπο, καθώς απαντούσε: «Φυσικά». Έγνεψε διακριτικά στον Ρόμπιν Ταργκίς, ο οποίος ήρθε προς το μέρος του βασιλιά διαγράφοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον Βιγιόν, πήρε ένα άλλο νόμισμα και έσπευσε να φέρει το κρασί.

Ο Τριστάν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα με σαρδόνια απόλαυση. «Άρχοντα Βιγιόν, άρχοντα Βιγιόν», μουρμούρησε, «θα μετανοιώσεις πικρά γιά αυτό». Και στον νου του έφερε την φιγούρα του ποιητή να κρέμεται στην άκρη του μακριού σχοινιού της κρεμάλας. Ο Φρανσουά, αγνοώντας την μακάβρια ειρωνία της στιγμής, έστειλε με τις άκρες των δαχτύλων του ένα φιλί στον ευεργέτη του. «Είστε πολύ υποχρεωτικός, ευγενικέ γέροντα», του είπε επιδοκιμαστικά.

Ο Λουδοβίκος συνοφρυώθηκε. «Μιλάς συνέχεια γιά την ηλικία μου, ωστόσο και εσύ δεν είσαι κανένα τρυφερούδι». Αυτή η διακριτική επίπληξη φάνηκε να ενοχλεί την παρέα του Βιγιόν περισσότερο απ’τον ίδιο τον ποιητή. Οι γυναίκες κάκχασαν αγριεμένες. Οι άντρες κινήθηκαν απειλητικά προς τον αδιάκριτο πολίτη. Ο Κασίν Κολέτ πρότεινε ώμα να δώσουν στον ξένο ένα μπερτάκι και η Ουγέτ συμφώνησε. Όμως ο Βιγιόν, με ένα νεύμα ηρέμησε τους αγριεμένους συντρόφους του.
«Ησυχάστε κορίτσια», είπε μαλακά. «Υπομονή σύντροφοι της Αδελφότητας. Αν ο φίλος μας είναι αδιάκριτος, τουλάχιστον έχει πληρώσει γιαυτό».
Και καθώς μιλούσε, έκρυψε γιά μιά στιγμή το πρόσωπό του πίσω από την τεράστια κούπα με κρασί που του έφερε ο Ρόμπιν Ταργκίς. Αναζωογονημένος από την γερή γουλιά, ανακεφαλαίωσε ζωηρά: «Ρουφάω τη ζωή τριαντατρία χρόνια τώρα, και θα σας πω τι ξέρω. Το άδειο πορτοφόλι είναι κατάρα, μα μιά ανάλαφρη καρδιά και μιά ηλιόλουστη αγάπη επανορθώνει γιά πολλά». Και καθώς μιλούσε, χτύπησε την άδεια τσέπη του –που από μέσα δεν ακούστηκε κανένα μεταλικό κουδούνισμα- και γρονθοκοπόντας το στήθος με τα χέρια του –σαν πίθηκος- κορδώθηκε προς το μέρος των γυναικών.

«Είσαι φιλόσοφος», του είπε ο βασιλιάς. «Είσαι ένας άγγελος», φώναξε και η Ηγουμένη, εγκλωβίζοντας τον, σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό. Αυτή της η χειρονομία ενόχλησε τον ποιητή, ο οποίος αποδεσμέυτηκε αμέσως από την αγκαλιά της, λέγοντας:
«Πιό μαλακά Ηγουμένη. Παρέλυσαν τα χέρια μου και η αγκράφα σου σχεδόν με τρύπησε».
Η στάση του Βιγιόν ήταν τόσο αποφασιστική και το νόημα τόσο φανερό, που η περιέργεια της συμμορίας πήρε φωτιά.
«Από πότε μας έγινες τόσο μυγιάγγιχτος Φρανσουά;», ρώτησε ο Ρενέ ντε Μοντινύ.

Ο Βιγιόν κούνησε το κεφάλι, στάθηκε μπροστά στην ομήγυρη, κρύφτηκε ξανά πίσω από την γεμάτη κούπα και όταν ξαναφάνηκε είχε μιά ιδιαίτερα μελαγχολική έκφραση στο πρόσωπό του.

«Φίλοι κοιτάξτε με• είμαι ένα θύμα της αγάπης» αναστέναξε και η όψη του ήταν τόσο θλιμένη που ο Λουδοβίκος με δυσκολία συγκράτησε το γέλιο του και η Ουγέτ την οργή της.
«Τι σημαίνει αυτό;», ρώτησε έξαλη τον Βιγιόν.
Εκείνος, καλμάρησε ευγενικά την έξαψή της. «Ησύχασε κορίτσι μου. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αγαπάς, όπως ξέρεις πολύ καλά. Είμαι παλιόμουτρο και αλήτης, αυτή είναι η αλήθεια. Κάποιες φορές αγαπώ εσένα, κάποιες φορές κάποια άλλη. Την Ιζαμπώ ή την Ζανετώ ίσως».
Στην αναφορά των ονομάτων των αντιζήλων της, η Ηγουμένη στράφηκε εναντίον τους με λύσσα.
«Ώστε έτσι σιγανοπαπαδιές, βλεφαριάζετε τον άνθρωπό μου;», ούρλιαξε.
Οι κοπέλες πισωπάτησαν μπρος στον θυμό της, αλλά ο Βιγιόν –που έδειχνε να έχει μπει ξαφνικά σε μιά κατάσταση διαλογισμού- συνέχισε να βηματίζει πάνω-κάτω ρεμβάζοντας, αδιάφορος γιά την Κουκουνάρα και γιά όσους τον περιέβαλαν, σαν να ήταν ένας μοναχικός βοσκός που παρατηρεί τα πρόβατά του σε μιά ήσυχη βουνοπλαγιά.

«Όμως –ας με συγχωρέσει ο Ουρανός», συνέχισε κάποτε, «είμαι επίσης ένας μάστορας της ρίμας, ένας σιδεράς του στίχου, με κεριά μου τα αστέρια και παιγχνίδια μου τα ρόδα. Και κάποιες φορές, αυτοί που τραγουδάνε στίχους, αγαπάν με τρόπο διαφορετικό. Και αυτό ακριβώς μου έτυχε τώρα, θλίψης αντίτιμο στα κρίματά μου».

Ακούμπησε το πηγούνι στο στήθος του και το φτερό του καπέλου του χαμήλωσε πένθιμα. Ο ποιητής έμοιαζε καταβεβλημένος. Η Ουγέτ, εξουθενωμένη απ’το βίαιο ξέσπασμά της, παρατηρούσε με περιφρόνηση τον αξιολύπητο εραστή της.
«Κλάψε μωρό μου», σάρκασε, δείχνοντάς τον με το δάχτυλο, με έναν χλευαστικό μορφασμό. Και πράγματι, ένα κοφτερό μάτι θα μπορούσε να διακρίνει υποψία δακρύων στα μάτια του ποιητή. Η Ζανετώ ήρθε κοντά του, σπρωγμένη από φυσική περιέργεια και επιθυμία να εξοργίσει την Ουγέτ.
«Πες μας την ιστορία του έρωτά σου Φρανσουά», προέτρεψε τον ποιητή και η επιθυμία της βρήκε έναν άμεσο σύμμαχο στο πρόσωπο του Λουδοβίκου. Η αραβική μαγεία της εισαγωγής τον είχε παρασύρει και περίμενε σαν παιδί την συνέχεια του παραμυθιού. «Θα ήθελα να υποστηρίξω την παράκληση της κυρίας», είπε, «εκτός αν κάποια θύμηση σε στεναχωρεί».
Ο Βιγιόν στράφηκε σε αυτόν με ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη. «Όχι, ο Θεός να σε έχει καλά», απάντησε. «Έχω από καιρό αφήσει στην άκρη τις συστολές μου και θα μπορούσα να μιλήσω με καθέναν γιά το άδειο πορτοφόλι μου, την άδεια μου κοιλιά και την άδεια καρδιά μου. Μαζευτείτε γύρω μου, βοσκοί και πορτοφολάδες και ακούστε την παράξενη ιστορία του άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν, δημότη του Παρισιού».

Χαρούμενα χειροκροτήματα χαιρέτησαν την δήλωση του ποιητή. Ο Ζαν λε Λουπ, άρπαξε ένα άδειο βαρέλι από κάποια γωνιά, το τουμπάρησε με τα τοιχώματα στο πάτωμα και το κύλισε προς το μέρος του Βιγιόν, προσκαλώντας τον να πάρει την θέση του σε αυτόν τον αυτοσχέδιο θρόνο. Ο ποιητής κάθησε στο βαρέλι με σταυρωμένα πόδια, κρατώντας με τα δυό του χέρια το μακρύ σπαθί του ανάμεσα στα γόνατα. Άντρες και γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω του, όπως μέλισες σε θάμνο με λουλούδια. Η Ουγέτ κάθησε σε ένα σκαμνί στα πόδια του. Η Ζανετώ σηκώθηκε απ’την θέση της και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Ρόμπιν Ταργκίς καβάλησε ανάποδα μιά καρέκλα και χαμογέλασε ειρωνικά, φροντίζοντας να διατηρεί μιά απόσταση ασφαλείας απ’τον Βιγιόν. Ο Λουδοβίκος βρήκε την ευκαιρία να ψιθυρίσει σιγανά στον Τριστάν πως έβρισκε τον τύπο διασκεδαστικό, μα ο Τριστάν του απάντησε σκυθρωπός ότι δεν είναι παρά ένας ηλίθιος πίθηκος. Ο Λουδοβίκος μπορεί να είχε διαφωνήσει σε αυτό το σημείο, μα η προσοχή του επικεντρώθηκε στον Φρανσουά, που, εγκατεστημένος βολικά στο θρονοβάρελό του, άρχισε την αφήγηση που είχε υποσχεθεί.

Ένας ουδέτερος παρατηρητής, ένας φιλόσοφος ίσως, θα διέκρινε κάτι σπαραχτικό στην εικόνα της στιγμής, αντικρύζοντας έναν κουρελή αλήτη πλαισιωμένο από κατακάθια της κατώτατης υποστάθμης να τρέμει σαν φύλο, με το πρόσωπο γεμάτο συναισθηματική έξαψη, ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη και μιά βαθιά θλίψη στα μάτια. Γιά τον κυνικό βασιλιά όμως, δεν ήταν παρά μιά ευκαιρία γιά διασκέδαση.

«Μάθετε λοιπόν, αγαπημένοι μου κατεργάρηδες και πανέμορφες δαιμόνισες, πως, τρεις μέρες πριν, και ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο σκυλόσπιτο, [η αγαπημένη μου ασχολία], και κοιτούσα τον ουρανό, [πηγή έμπνευσης γιά όλους τους ριμαδόρους] -σας μιλάω ειλικρινά κύριοι [αν και με έναν τρόπο παραβολικό, ή αν θέλετε, αληγορικό• ένα αγαπημένο μου τέχνασμα, που χρησιμοποιώ συχνά ενάντια στους θεολόγους]- είδα μεταξύ εμού και του ουρανού, το πρόσωπο μιάς κυρίας• το πιό όμορφο πρόσωπο που έχω δει ποτέ».

Σε αυτό το σημείο, η φτωχή Ηγουμένη, συγκεντρώνωντας την αγανάκτηση της, άρχισε να υποστηρίζει με σκληρές αντρικές εκφράσεις, ότι ο ομιλητής είναι ένα άκαρδο γουρούνι, αλλά ο Βιγιόν, αδιαφορώντας γιά τα κλαψουρητά της, συνέχισε την ιστορία του.

«Πήγαινε στην εκκλησία –ο Θεός μαζί της- και κοίταξε προς το μέρος μου καθώς περνούσε, μα με κοίταξε σαν να ήμουν μία απ’τις πλάκες του δρόμου. Την είδα μόνο μία φορά. Εμείς, οι έμποροι των στίχων, φλυαρούμε ακατάσχετα σχετικά με τον έρωτα, μα στην πραγματικότητα ξέρουμε ελάχιστα πράγματα, σχεδόν τίποτα, γιά τα θέματα της αγάπης. Και όταν έρχεται, μας πιάνει στον ύπνο. Εγώ βρέθηκα τόσο απροετοίμαστος, που δεν θα μαντέψετε την πιό μεγάλη κουταμάρα που έκανα».

Ο Βιγιόν έστρεψε το βλέμμα του σε όλα τα μέλη της παρέας και η θλίψη στα μάτια του διέψευσε το ειρωνικό του χαμόγελο.

«Άδειασες μιά κανάτα γιά να ξεχάσεις», είπε ο Μοντινύ.
Η Μπλανς τον συναγωνίστηκε σε πεζότητα. «Φίλησες μία τσούπρα –γιά τον ίδιο λόγο. Εγώ σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό κάνω».
«Της άρπαξες το πορτοφόλι», αστειεύτηκε ο Κασίν Κολέτ, κουνώντας σοκαρισμένος το κεφάλι του, ενώ ο Ζαν λε Λουπ, με ένα μοχθηρό χαμόγελο γρύλισε:
«Την στρίμωξες στο πλήθος και της έδωσες μιά τσιμπιά» και συνόδεψε αυτές τις λέξεις με μιά τσιμπιά στο αφράτο μπράτσο της Μπλανς.

Ο Φρανσουά έδωσε τέλος σε αυτές τις αγοραίες προσεγγίσεις, με ένα περιφρονητικό νεύμα.
«Λα λα λα», είπε εύθυμα. «Έκανα κάτι ακόμα πιό αστείο. Την ακολούθησα στην εκκλησία».

Σιωπή κατάπληξης έπεσε στο ακροατήριο. Μόνο ο Κόλε ντε Καγιέ είχε την απαιτούμενη νηφαλιότητα γιά να εκφράσει την έκπληξή του, με ένα παρατεταμένο σφύριγμα. Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα πόδια του ανυπόμονα, κάτω απ’το μακρύ του πανωφόρι. «Δεν είστε τακτικός εκκλησιαζόμενος κύριε, δεν είναι έτσι;», ρώτησε με ξινισμένο ύφος. Ο Φρανσουά του απάντησε γλυκά: «Όχι, γερό-περίεργε, εκτός αν έχω κανένα παγκάρι να ανοίξω ή να κλέψω κανέναν χρυσό δίσκο».
«Προσοχή!» τον διέκοψε ο Γκυ Ταμπαρί βιαστικά, κοιτάζοντας με νόημα τους ξένους, μα ο Βιγιόν κορόϊδεψε τους φόβους του.
«Ανοησίες», είπε και γέρνοντας μπροστά, χτύπησε παιγχνιδιάρικα με το σπαθί του τον Λουδοβίκο στην πλάτη. «Αυτό το καλό, παλιό σαπιοκάραβο έχει ωραία φάτσα και ξέρει να εκτιμήσει ένα έξυπνο αστείο. Δεν είναι έτσι γερο-κούνελε;».
Ο Λουδοβίκος μόρφασε και μετά χαμογέλασε χαιρέκακα στον Τριστάν, που ξεφυσούσε θυμωμένος: «Δόξα τον Θεό, έχω αίσθηση του χιούμορ» του είπε, κοιτάζοντας με ύπουλο βλέμμα την παρέα του. Ο Βιγιόν συνέχισε την ιστορία του.

«Λοιπόν, ήμουν σωριασμένος εκεί, στο σκοτάδι, με τα γόνατα στο κρύο χώμα, μα παρόλα αυτά, ο ήχος της ομορφιάς της έφτανε γλυκός στα αυτιά μου, η γεύση της ήταν αλάτι στα χείλη μου. Και καθώς ο πόνος μου ροκάνιζε την καρδιά, προσευχήθηκα να την ξαναδώ ακόμα μιά φορά».
Στο σημείο αυτό, η Ουγέτ –που παρακολουθούσε την αφήγηση με υπουλία αιλουροειδούς- άρπαξε μιά κανάτα με πρόθεση να την πετάξει στο κεφάλι του Βιγιόν, αλλά αφοπλίστηκε έγκαιρα από τον Γκυ Ταμπαρί, που την πρόλαβε προτού φύγει το σκεύος απ’τα χέρια της. Κατηφής, σωριάστηκε ξανά στο σκαμνί της, ενώ ο Βιγιόν –εντελώς ανυποψίαστος γιά τον κίνδυνο που διέτρεξε- ρέμβαζε ονειροπόλα.
«Και το λιβάνι γαργαλούσε την μύτη μου και οι ζωγραφισμένοι άγιοι με κοιτούσαν ειρωνικά και κομάτια από στίχους και προσευχές χοροπηδούσαν στο μυαλό μου και ένιωθα σαν νάχα πιεί κάποιο καινούριο, μεθυστικό ποτό. Και ύστερα βγήκε και την ακολούθησα. Πήρε Αγιασμό από τα δάχτυλά μου».

Η φωνή του Βιγιόν χαμήλωσε με συγκίνηση και η Ουγιέτ επωφελήθηκε από την παύση.
«Εύχομαι να σε έκαιγε μέχρι τα κόκαλα!», του είπε κακόβουλα. Ο Βιγιόν κούνησε το κεφάλι.
«Με έκαψε ακόμα πιό βαθιά, πίστεψέ με. Έξω, στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, στεκόταν ένας ξανθός, ροδομάγουλος λιμοκοντόρος, που την χαιρέτησε και φύγανε μαζί –και ακολούθησα τα βήματά τους. Τελικά έφτασαν σε μιά εξώπορτα, την άνοιξαν και μπήκαν μέσα. Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό στον συνοδό της και την είδα, και ξανά την έχασα –γιατί ήρθαν δάκρυα στα μάτια μου».
Στράφηκε στον Λουδοβίκο με έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Θα απορείς, υποθέτω, με τον τρόπο που μιλάω, μα όταν η καρδιά μου φτάνει στο στόμα πρέπει να την φτύσω, αλλιώς θα πνιγώ».
«Διδάχτηκα να μην με εκπλήσει τίποτα», απάντησε ο Λουδοβίκος γνωστικά.
Ο Βιγιόν ξανάπιασε το νήμα της ιστορίας.
«Χαιρέτησα τον θυρωρό και τον ικέτεψα να μου πει το όνομα της κυρίας. Με πέρασε γιά τρελό, μα μου το είπε».
Σε μιά στιγμή, η Ουγέτ βρέθηκε δίπλα του και πλησίασε το ανυπόμονο πρόσωπό της στο δικό του, ψιθυρίζοντας με αμφίβολη τρυφερότητα: «Ποιό ήταν το όνομα της κυρίας, αγαπημένε Φρανσουά;».
Ο άρχοντας Φρανσουά κοίταξε μέσα στα άγρυπνα μάτια της, με ένα σοφό χαμόγελο.
«Διακριτικότητα, γλυκειά μου», μουρμούρησε. «Ήταν η Μεγαλειότητά της, η Βασίλισσα».
Μιά άγρια έκρηξη γέλιου από τους φίλους του Βιγιόν χαιρέτησε την απάντηση του ποιητή και το πρόσωπο της Ουγέτ κοκίνησε από οργή. Ο βασιλικός θυμός του Λουδοβίκου τον έκανε να σηκωθεί σχεδόν από την καρέκλα του, μα το βαρύ χέρι του Τριστάν έπεσε στον ώμο του συγκρατώντας τον και ο Βιγιόν, που πρόσεξε τον εκνευρισμό του, τον καλμάρησε με ένα ευγενικό νεύμα.
«Ησύχασε παράξενε άρχοντά μου. Δεν θέλω να προσβάλω την αφοσίωσή σου στο Στέμμα. Δεν ήταν η Μεγαλειότητά της, μα το όνομά της θα το κρατήσω γιά τον εαυτό μου, αν και είναι γραμμένο στους ώμους μου με μεγάλες μαύρες μελανιές».

Αυτή η δήλωση προκάλεσε ένα μουρμουρητό έκπληξης στην ομήγυρη.
«Σε έδειρε ο ροδομάγουλος λιμοκοντόρος;», τον ρώτησε ο Μοντινύ, εκφράζοντας την γενική περιέργεια.
«Όχι», απάντησε ο Βιγιόν. «Να πως έγινε. Εμείς, οι γύφτοι των στίχων, αξιολογούμε ακριβά την πραμάτεια μας -που λίγοι βρίσκουν καλή. Έτσι, με την αρώστεια του έρωτα στις φλέβες μου, έγραψα ένα ποιήμα γιά την Κυρία και της το έστειλα, καθαρογραμένο σε μιά περγαμηνή που μου κόστισε ένα γεύμα».
«Νόμιζες πως θα έρθει στο σφύριγμά σου, σαν εξημερωμένο γεράκι;», τον ρώτησε ο Λουδοβίκος εύθυμα. Ο Βιγιόν αναστέναξε ξανά.
«Σε αυτού του είδους την παράνοια, ένας τροβαδούρος θεωρεί τον εαυτό του σύγχρονο Ορφέα, που μπορεί να γλυτώσει μιά γυναίκα απ’την κόλαση μόνο με την μουσική του. Μα πήρα την απάντησή μου».
Βυθίστηκε σε μιά μελαγχολική σιωπή, που ήταν έξω από το κλίμα της συντροφιάς –αφού όλοι περίμεναν την συνέχεια της ιστορίας. Ο Μοντινύ έγειρε μπροστά, χτύπησε τον Βιγιόν στην πλάτη –πράγμα που συνέφερε κάπως τον ποιητή- και φώναξε δυνατά: «Λοιπόν; Ποιά είναι η απάντηση;».

Ο Βιγιόν άρχισε να γελά, ένα δυνατό, απόκοσμο γέλιο που δεν είχε τίποτα ανθρώπινο.
«Ένας τύπος σαν τσιγαρόχαρτο με έκανε έτσι, τρεις μέρες πριν. Ήρθε και με βρήκε και με ρώτησε εάν έστειλα συγκεκριμένους στίχους σε συγκεκριμένη διεύθυνση. Του είπα ναι, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω αμέσως. Τον ακολούθησα σαν πρόβατο, ενώ η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Φτάσαμε σε ένα ερημικό μέρος και εκεί, τέσσερεις παληκαράδες με ματσούκια πέσαν πάνω μου. Βρέθηκα εντελώς απροετοίμαστος –πιάστηκα στον ύπνο. Δεν είχα σπαθί, μόνο τον σουγιά μου. Τα χτυπήματα έπεφταν πάνω μου σαν χαλάζι. Κάτω από αυτές τις συνθήκες σκέφτηκα πως δεν ήταν ντροπή να το βάλω στα πόδια. Οι αγύρτες με κυνήγησαν ουρλιάζοντας, μα τους οδήγησα σε εκείνο το κομμάτι του Παρισιού που η ζωή τους δεν αξίζει ούτε ένα σελίνι και έτσι, αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Όμως έφαγα τέτοιο βρωμόξυλο, που η φτωχή μου πλάτη, απαλότητα έχει αποκτήσει γυναικεία. Δεν θα βγω ποτέ ξανά χωρίς το Εξκάλιμπερ», είπε και ακούμπησε την λαβή του σπαθιού του.
«Να σου γίνει μάθημα και να πάψεις να κάνεις τον παλιάτσο», γρύλισε μέσα απ’τα κατάλευκα δόντια της η Ουγέτ, τρέμοντας από θυμό.
«Θα μου γίνει μάθημα και δεν θα ξανακάνω τον παλιάτσο», απάντησε πικρά ο Βιγιόν. «Το σημάδι του κτήνους είναι πάνω μου και δεν θα ονειρευτώ άλλα όνειρα πιά».
Κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει τις άσχημες σκέψεις και πρότεινε το άδειο του κύπελο στον Μοντινύ, λέγοντας: «Πάλι διψάω. Βάλε να πιώ».
«Πίνεις πολύ, και αυτό είναι κακό γιά την υγεία», σχολίασε ο Λουδοβίκος, ενώ ο Μοντινύ του ξαναγέμιζε την κούπα.
Ο Φρανσουά γύρισε προς το μέρος του βασιλιά, με αγριεμένο πρόσωπο και μιά παράξενη λάμψη στα μάτια.
«Να κοιτάς την δουλειά σου», του φώναξε θυμωμένα και οι υπόλοιποι τον σιγοντάρησαν συμφωνώντας. «Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας άντρας, παρά να πίνει, όταν η Γαλλία πηγαίνει κατά διαόλου, με τους Βουργουνδούς να έχουν στρατοπεδεύσει στα λιβάδια που έπαιζα μικρός και με έναν υπονοηκό που κάθεται στον ψηλό του θρόνο και τους κοιτάζει να πολιορκούν την πόλη;».Η συμμορία ξέσπασε σε γέλια. «Θα μετανιώσεις πικρά γιά αυτό, άρχοντα Βιγιόν», μουρμούρησε μέσα απ’τα δόντια του ο Τριστάν. Ο βασιλιάς διατύπωσε έναν προβληματισμό. «Χωρίς αμφιβολία, εσύ θα τα κατάφερνες καλύτερα απ’τον βασιλιά, αν ήσουν στην θέση του, έτσι δεν είναι;».

Ο Βιγιόν κύλησε πάνω στο βαρέλι του, διασκεδάζοντας αφάνταστα.
«Αν δεν μπορώ καλύτερα από τον τον Λουδοβίκο τον Δενκανωτίποτα, τον Λουδοβίκο τον Δεντολμωκαθόλου, έχοντας την δύναμη και τον πλούτο του, τότε η Ουγέτ ας μην με φιλήσει ποτέ ξανά».

Οι εύθυμοι σύντροφοί του γέλασαν.
«Ίσως δεν σε φιλήσει ποτέ ξανά», ψιθύρισε σκυθρωπά η Ουγέτ.

Η Ιζαμπώ πλησίασε σαν γάτα τον Λουδοβίκο, τον αγκάλιασε και του είπε ναζιάρικα:
«Ο Φρανσουά μας, έχει σκαρώσει ένα τραγούδι γιά αυτό, καλέ μου κύριε, πως δηλαδή θα περπατούσε με βασιλικά παπούτσια».

Ο Λουδοβίκος ήταν πάντα έτοιμος γιά περιπέτεια. Αγκάλιασε το όμορφο κορμί της κοπέλας και την κάθισε στα γόνατά του.
«Αλήθεια, χαριτωμένη μου δεσποσύνη;», ρώτησε. «Τότε γιατί να μην το ακούσουμε άρχοντα Φρανσουά, Γύφτε του Λόγου;».
Ο Βιγιόν, με προσποιητή μετριοφροσύνη, είχε προσπαθήσει να αποτρέψει την Ιζαμπώ, μα τώρα άλλαξε γνώμη.
«Βεβαίως και να το ακούσετε», φώναξε με θέρμη, «γιατί είναι ένα αληθινό τραγούδι, παρόλο που θα μου στοιχίσει το κεφάλι μου αν, παρ’ελπίδα, φτάσει κάποτε στου βασιλιά τα αυτιά. Μα εσύ, καλό μου σαπιοκάραβο, που να τον δεις τον βασιλιά, που να τον απαντήσεις• να, το λοιπόν, το ποιήμα».

Με μιά κραυγή πήδηξε στα δυό του πόδια, τύλιξε στο κορμί του το κουρελιασμένο πανωφόρι, πήρε επιβλητικό ύφος και άρχισε να απαγγέλει με μεγάλη επισημότητα.
Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα απειλητικά του δάχτυλα πίσω απ’το σβέρκο, σαν να ήθελε να ακούσει καλύτερα τα λόγια απ’το στόμα του ποιητή.

«Πολίτες Γάλλοι, της πατρίδας σας παιδιά,
που αγαπάτε αυτή τη χώρα την μεγάλη
με τα λιβάδια της, τα κάστρα τα ψηλά,
και τα ποτάμια της, ναι, εσείς, πολίτες Γάλλοι,
πείτε μου• θάταν έτσι η χώρα αυτή,
-απ’ της Βρετάνης το στενό ως το Παρίσι,
και πάλι πίσω, στη στεριά των Νορμανδών-
[«πίσω απ’τον ήλιο, που γιά πάντα θέλει δύσει»;]
πείτε μου• θάταν έτσι η χώρα αυτή,
απ’το Κονιάκ ως την γαλάζια Κορνουάλη,
αν ο Φρανσουά, παιδί της γειτονιάς...
-μα τι σας λέω; Τι κάθομαι και λέω σε εσάς!
[Αλήθεια… μοιάζετε αστεία στρατιά•
σαν πρόβατα που χάθηκαν στο δάσος•
ή που ξαμόλησε στην τύχη τους τσοπάνης•
λόγια τρελού, που πήγαν κατ’ανέμου].
Ας είναι όμως• θάταν, πείτε μου, έτσι η χώρα αυτή,
ή αλλιώς θα κάρπιζε το χώμα των προγόνων,
θάταν αλλιώς της νιάς η βελονιά,
αλλιώς στη Βόρεια θάλασσα το ψάρεμα των τόνων;
πείτε μου• θάταν σιωπηλή η γειτονιά,
θα έμενε βουβή του Κόσμου η Λέξη
ή μήπως η κυρούλα στη γωνιά
θα ύφαινε αλλιώς την πρώτη πλέξη;
Λοιπόν; Θάταν σε τέτοια χάλια η χώρα αυτή
-θα είχε ανάγκη κάποιος μας να κλέψει;-
αν ο Φρανσουά, παιδί της γειτονιάς,
ήτανε στη Γαλλία βασιλιάς;».

Ο Λουδοβίκος κοίταξε βλοσυρά τον Τριστάν. Η συμμορία χειροκρότησε γελώντας. Ο Βιγιόν χαμογέλασε περήφανα και συνέχισε:

«Ένα γελοίο ανδρείκελο, που κάθεται στο θρόνο,
μιά μαριονέτα θλιβερή, εκπαιδευμένη μόνο
γιά μασκαράτες και γιορτές• χοροδιδασκαλείον
κατάντησαν τα ανάκτορα• αυλή των ηλιθίων.
Και όσο η χρυσή κορώνα, του γλυστράει απ’το κεφάλι,
τούτος κορδώνεται σαν σερνικό παγώνι
και κυνηγάει τις δούλες του• μυαλό δεν λέει να βάλει
και ούτε που βλέπει το κακό που γρήγορα ζυγώνει.
Και οι πολίτες; Πόσο λέτε πως θα αντέξουν
πριν με βασιλικά κεφάλια παίξουν;
Γιαυτό σας λέω: ο Φρανσουά, απ’την αυλή της γειτονιάς,
θάπρεπε νάναι στη Γαλλία βασιλιάς».

Στο πρόσωπο του βασιλιά σχηματίστηκε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Τριστάν είχε κοκινήσει από θυμό. Η συμμορία επευφημούσε τον Βιγιόν και εκείνος, κολακευμένος, απολάμβανε τον ενθουσιασμό του κοινού του.

«Με αγύρτες σύμβουλους –Θεέ!
Αποφασίζει αυτός γιά εμάς
ενώ άξιοι άντρες στέκονται
μπροστά στο Μάτι της Θηλιάς
ή λιώνουνε στις φυλακές.
Θέλουμε χέρι στιβαρό
που θα κρατήσει το σπαθί
μπροστά απ’της πόλης τους αγρούς
-πριν μπούνε μέσα οι Βουργουνδοί.
Αδέρφια, αστείο δεν είναι αυτό,
ο Κρίνος θα έστεκε ψηλά,
αν ο Φρανσουά, παιδί της γειτονιάς,
στέφονταν της Γαλλίας βασιλιάς».

Κούπες και ποτήρια κουδούνησαν συμφωνώντας. Ο ποιητής πήρε μιά βαθιά ανάσα πριν απαγγείλει τους τελευταίους στίχους της μπαλάντας του.

«Τον Μέγα παίζει ο Λουδοβίκος ο Μικρός•
μα σας το ορκίζομαι στη φλόγα της φωτιάς,
θα κυνηγούσε τους εχθρούς με το σπαθί
ο Βιγιόν –αν ήταν βασιλιάς».

Ξεφωνητά ενθουσιασμού ξεχύθηκαν από την συντροφιά. Ο Μοντινύ χτύπησε τον Βιγιόν στον ώμο και του είπε: «Ο Θεός σώζει τον βασιλιά, Μεγαλειώτατε!». Η Ουγέτ τον αγκάλιασε με τα μπράτσα της, κλαίγοντας συγκινημένη: « Σε συγχωρώ γιά όλα! Πως να αντισταθώ σε αυτή την λάμψη των ματιών σου».

Μα ο ποιητής έδειχνε κουρασμένος από όλη αυτή την ένταση. Παραμέρισε την κοπέλα και ακούμπησε στο βαρέλι του. Η συμμορία κάθησε ξανά στο τραπέζι και ο Βιγιόν έμεινε μόνος με τον Λουδοβίκο, που τον ρώτησε κοφτά: «Θεωρείς τον εαυτό σου πατριώτη, υποθέτω».

Ο Βιγιόν βρήκε την απαιτούμενη ενέργεια γιά να αδειάσει μιά κούπα κρασί. Στράφηκε στον βασιλιά, σκουπίζοντας το μέτωπο με την ανάστροφη του χεριού του. «Δεν μπορώ να δεχτώ έναν τόσο μεγαλόσχημο τίτλο», απάντησε. «Δεν είμαι παρά ένας φτωχοδιάβολος, με γεναία καρδιά και μεγάλες προσδοκίες. Αν είχα γενηθεί μες στην πορφύρα, μπορεί να οδηγούσα στρατιές και να υπηρετούσα την Γαλλία• να ερωτευόμουν τις κυρίες χωρίς να κυνηγιέμαι από μαγκουροφόρους• να έλεγα αλήθειες σε βασιλιάδες χωρίς τον φόβο της κρεμάλας• ενώ τώρα, συναναστρέφομαι ακόλαστα ρεμάλια και γκρινιάζω σε ανθρωπάκια σαν και σένα. Παίζω, αλήθεια, σε ένα έργο γιά χαζούς και καλό θα ήταν να βγω έξω απ’αυτό».
«Δεν θα περιμένεις γιά πολύ», γρύλισε ο Τριστάν μέσα απ’τα δόντια του, διασκεδάζοντας στη σκέψη αυτή. «Είσαι υπερβολικός», του είπε λακωνικά ο Λουδοβίκος.
Ο Βιγιόν απάντησε αμέσως: «Ειρωνία της τύχης, φίλε μου. Έχω μεγάλες ιδέες, μεγάλες επιθυμίες, μεγάλες φιλοδοξίες, μεγάλη όρεξη, μα τι τα θες! Θα άλλαζα τον κόσμο και θα μου στήναν αγάλματα. Μα τώρα, κοιμάμαι σε μιά σοφίτα, κάτω απ’τον ίσκιο της κρεμάλας και θα ξεχαστώ αμέσως μόλις με παραχώσουν, ακόμα και απ’τα τσακάλια που με συντροφεύουν. Όμως αυτές είναι στεγνές κουβέντες• ας τις βρέξουμε», είπε και σηκώθηκε, καθώς το γρήγορο μάτι του πρόσεξε τον Ρόμπιν Ταργκίς που είχε αποκοιμηθεί στο κάθισμά του. Ο Βιγιόν πήγε αθόρυβα προς το μέρος του, αφαίρεσε με μαεστρία τα κλειδιά απ’την ζώνη του ταβερνιάρη και με θριαμβευτικό ύφος, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του ως την πόρτα της αποθήκης και την ξεκλείδωσε προσεκτικά. Ο Λουδοβίκος τον παρακολούθησε να χάνεται στο σκοτεινό κελάρι, με ένα φαρμακερό χαμόγελο. Ο Τριστάν έσκυψε συνομωτικά και τράβηξε το μανίκι του βασιλιά. «Να τον κρεμάσω αύριο;», ρώτησε βραχνά. Ο Λουδοβίκος γύρισε στοχαστικά στον ακόλουθό του. «Θα δούμε. Δεν είναι παρά ένας φαφλατάς φτωχοδιάβολος μα ίσως μπορεί να χρησιμεύσει σε κάτι. Μου θύμισε το όνειρό μου –με το γουρούνι και το μαργαριτάρι. Όμως, ας σκοτώσουμε την ώρα μας παίζοντας χαρτιά, μέχρι να έρθει ο Τιμπώ ντε Ωσινύ». Ο Τριστάν έβγαλε απ’την τσέπη του μιά τράπουλα και την άπλωσε στο τραπέζι. «Νομίζεις ότι θάρθει;», ρώτησε.
«Αν ήξερε πως θα με βρει εδώ δεν θα ερχόταν, πιστεψέ με. Ο Ολιβιέ, ο κουρέας με προειδοποίησε γιά τον ερχομό του», απάντησε ο Λουδοβίκος και εκείνη την στιγμή η εξώπορτα μισάνοιξε. «Αυτός είναι;», ρώτησε τον Τριστάν ο βασιλιάς, ακούγωντας τον ήχο της μπετούγιας.
Ο Τριστάν κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. Η πόρτα άνοιξε ακόμα λίγο και μία σκυφτή, ηλικιωμένη γυναίκα εμφανίστηκε στο άνοιγμα και άρχισε να παρατηρεί εξεταστικά το δωμάτιο. Ο Τριστάν ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι μεγαλειότατε», ψιθύρισε, «είναι μόνο μιά γριά».
Ο Λουδοβίκος ανακάτεψε την τράπουλα και με μιά επιτακτική χειρονομία, προσκάλεσε τον ακόλουθό του να καθίσει απέναντί του. Σε δευτερόλεπτα, είχε ξεχάσει τα πάντα, βυθισμένος στην απόλαυση του παιγχνιδιού. Εντωμεταξύ, η ηλικιωμένη γυναίκα, μπήκε διακριτικά στο δωμάτιο. Ήταν ένα ήσυχο πλάσμα με γλυκό πρόσωπο και ξεθωριασμένα σημάδια μιάς αλλοτινής, περασμένης ομορφιάς. Ήταν ντυμένη πολύ φτωχικά -μα και πολύ φροντισμένα- με φθαρμένα σκούρα ρούχα. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της, σαν κάτι να έψαχνε, προσπαθώντας να διακρίνει ανθρώπους και αντικείμενα μέσα στον υποφωτισμένο χώρο.
Ο Ρενέ ντε Μοντινύ, που είχε βαρεθεί να πειράζει την Ιζαμπώ, αντιλήφθηκε ξαφνικά την παρουσία της ηλικιωμένης που στεκόταν αβοήθητη και χαμένη στην μέση του δωματίου και βάλθηκε να την περιεργάζεται. Με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπό του, την πλησίασε και υποκλίθηκε βαθιά.
«Τι θα επιθυμούσε η όμορφη πριγκήπισα;», την ρώτησε με προσποιητή ευγένεια.
Η ηλικιωμένη έστρεψε ξαφνιασμένη το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο προς το μέρος του και τραύλισε:.
«Είναι μήπως εδώ ο αφέντης Φρανσουά Βιγιόν, καλέ μου κύριε;».
«Γλυκειά μου κυρία, φιλώ το χέρι σας και τον φωνάζω», κορόιδεψε ξανά ο Μοντινύ, κάνοντας μία ακόμα υπόκλιση.

Γύρισε στο τραπέζι της παρέας και η ματιά του έπεσε στην σκυφτή φιγούρα της Ουγέτ.
Μετά την αφήγηση του Βιγιόν, η Ηγουμένη είχε απομονωθεί σε μία άκρη θυμωμένη και κατσούφα και οι σύντροφοί της είχαν απομακρυνθεί, αποφεύγωντας την κακή της διάθεση. Εκείνη είχε βγάλει μιά τράπουλα από το κόκκινο πουγκί της και έριχνε τα φύλλα γιά να δει το μέλλον της• και ο άσσος μπαστούνι εμφανίζοταν μπροστά της ξανά και ξανά, με μακάβρια επιμονή. Με μιά απόγνωση εντελώς ξένη προς την αέρινη χάρη της νιότης της, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Μοντινύ δεν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στον γυναικείο πόνο. Την πλησίασε και ακουμπώντας τους σκυφτούς της ώμους, της ψιθύρισε, με ψεύτικο ενδιαφέρον:
«Είναι μία όμορφη γυναίκα στην πόρτα και ζητάει τον Φρανσουά μας».
Τα λόγια αυτά επανέφεραν την Ουγέτ στη ζωή, γεμίζοντάς την ενέργεια.
«Τι είπες;», βρυχήθηκε και με ένα σάλτο στάθηκε στα πόδια της αστραπιαία. Οργισμένη, προχώρησε προς την γυναικεία φιγούρα, στην άκρη της σκοτεινής ταβέρνας, ενώ η υπόλοιπη παρέα περίμενε ανυπόμονη την εξέλιξη.
«Τι ζητάς εδώ;», ρώτησε άγρια την ηλικιωμένη γυναίκα και ύστερα, βλέποντας το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, πισωπάτησε σαστισμένη.
Η ηλικιωμένη, παρερμηνεύοντας το φύλο του ανακριτή της –εξαιτίας των ρούχων που φορούσε η Ουγέτ- άρχισε να απολογείται:
«Σας ζητώ συγνώμη, νεαρέ κύριε», είπε –και τα λόγια της πνίγηκαν μέσα σε μιά θάλασσα χαχανητών, που χαιρέτησαν την γκάφα της.
«Σας ζητώ συγνώμη νεαρέ κύριε», επανέλαβε η ηλικιωμένη χωρίς να συνειδητοποιήσει το σφάλμα της, «ψάχνω τον αφέντη Φρανσουά Βιγιόν».
«Ψάξε βρες τον», της απάντησε κακότροπα η Ουγέτ και στράφηκε στον Μοντινύ: «Είσαι γουρούνι», ούρλιαξε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, με το χέρι στην λαβή του μαχαιριού της.
Ο Μοντινύ ξεφώνισε σαν ευτυχισμένος πίθηκος και απέφυγε την Ουγέτ, που άρχισε να τον κυνηγά γύρω απ’το τραπέζι. Οι υπόλοιποι, διασκεδάζοντας με την σαστισμένη γυναίκα, έκαναν κύκλο γύρω της και άρχισαν να χορεύουν, τραγουδώντας ταυτόχρονα ένα άσεμνο τραγούδι.
Η φτωχή γυναίκα ήταν μισοπεθαμένη απ’τον φόβο της. Έμοιαζε με ποντίκι στην μέση ενός κύκλου από γάτες που χορεύουν.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η πόρτα του κελαριού άνοιξε και εμφανίστηκε ο Φρανσουά, κρατώντας μία τεράστια κανάτα κρασί. Αφού βεβαιώθηκε πως ο ταβερνιάρης κοιμάται ακόμα, χαμογέλασε αυτάρεσκα, έκλεισε ξανά την πόρτα απαλά και ακούμπησε το λάφυρό του στον πάγκο που ήταν δίπλα στο τζάκι. Ο θόρυβος των συντρόφων του τράβηξε την προσοχή του. Με την πρώτη ματιά, η ικανοποιημένη του έκφραση άλλαξε. Κατευθύνθηκε προς την παρέα των χορευτών και χτυπώντας τον Ζαν λε Λουπ με την αρμαθιά των κλειδιών του ταβερνιάρη, τον ξάπλωσε στο πάτωμα. Σε μιά στιγμή το μπουλούκι των παρανόμων διαλύθηκε και ο Βιγιόν έπιασε την γυναίκα απ’τους ώμους.
«Να σας πάρει ο διάβολος αλήτες!», φώναξε οργισμένος. «Είναι η μητέρα μου». Ύστερα, οδήγησε την γυναίκα κοντά στο τζάκι και της ψιθύρισε: «Μην φοβάσαι μανούλα, δεν θα σε πειράξουν».

Μιά ειλικρινής έκφραση μεταμέλειας απλώθηκε στα πρόσωπα των περισσότερων μελών της συμμορίας, καθώς παρατηρούσαν ντροπιασμένοι την μητέρα και τον γιό. Ο Γκυ Ταμπαρύ, που είχε μιά έμφυτη απέχθεια γιά τους καυγάδες, γλίστρησε αθόρυβα έξω, στο κρύο σοκάκι, αναζητώντας διασκέδαση σε κάποιο άλλο μέρος, που θα μύριζε λιγότερο μπαρούτι.

Ο Ρόμπιν Ταργκίς ξύπνησε απ’τον βαθύ του ύπνο, χτύπησε μηχανικά με το χέρι το ζωνάρι του και ανακάλυψε ότι τα κλειδιά του λείπουν.
«Τα κλειδιά μου, που είναι τα κλειδιά μου», φώναξε και καθώς τα είδε στο στήθος του πεσμένου Ζαν λε Λουπ, τα άρπαξε βιαστικά και τα πέρασε ξανά στην ζώνη του.

Ο Ζαν λε Λουπ ανέκτησε τις αισθήσεις του και ανακάθησε αργά. Κοίταξε βλοσυρά τον Φρανσουά και το δεξί του χέρι ακούμπησε την λαβή του στιλέτου του.
«Μου έσπασες το δόντι», βρυχήθηκε και σηκώθηκε γοργά στα πόδια του, με την γυμνή λεπίδα του στο χέρι. Μα ο Βιγιόν ήταν σε επιφυλακή. Δεν είχε χρόνο να τραβήξει το σπαθί του, όμως άρπαξε γρήγορα ένα αναμένο κούτσουρο απ’το τζάκι και τεντώνοντας το χέρι του, κράτησε τον Ζαν λε Λουπ σε απόσταση ασφαλείας. Η Ουγέτ άρπαξε τον Ζαν από το μπράτσο.
«Είναι η μητέρα του», του είπε με θυμό. «Υποθέτω όλοι είχατε μητέρα, δεν είναι έτσι; Άστον λοιπόν ήσυχο».
Ο Ζαν λε Λουπ θηκάρωσε απρόθυμα το μαχαίρι και η Ουγέτ τον τράβηξε στο τραπέζι. Ο Βιγιόν έβαλε το κούτσουρο –που του έκαψε λίγο τα δάχτυλα- πίσω στο τζάκι και κάθησε δίπλα στην μάνα του.
«Σε τρόμαξαν μανούλα;», ψιθύρισε. «Δεν το ήθελαν. Είναι καλά παιδιά».
Η γυναίκα τον έσφιξε στην αγγαλιά της. Ο Βιγιόν μόρφασε απ’τον πόνο. Το αγκάλιασμά της ήταν οδυνηρό γιά το πρησμένο κορμί του, αλλά δεν προσπάθησε να το αποφύγει.
«Έλα σπίτι Φρανσουά», είπε εκείνη. «Που ήσουν τις τρεις τελευταίες μέρες;».
Ο Βιγιόν την χάϊδεψε τρυφερά, καθώς απαντούσε:
«Ήμουν πνιγμένος μανούλα –κρατικές υποθέσεις. Τσιμουδιά! Λέξη σε κανέναν. Πως με βρήκες;».
«Μου είπαν στον Μονόκερο ότι μπορεί να ήσουν εδώ», απάντησε εκείνη.
Ο Βιγιόν έκανε μία περιφρονητική γκριμάτσα.
«Ο Μονόκερος δεν είναι πιά της μόδας. Εκεί θέλουν να πληρώνονται αμέσως, να πάρει η οργή! Άσε που εδώ είμαστε πιό κοντά στα τείχη της πόλης και ακούμε τις φωνές των Βουργουνδών. Είναι τόσο απολαυστικό, μαζί με το ωραίο κρασί».

Η Μαμά Βιγιόν κούνησε το κεφάλι της θλιμένα.
«Σταμάτα πιά», τον ικέτευσε. «Έχεις πιεί πολύ».
Ο Βιγιόν αποκρίθηκε αμέσως: «Σε καμία περίπτωση μανούλα. Είμαι βλέπεις ελαφρόμυαλος και ακριβώς γιά αυτό, δύσκολα γεμίζω την κεφάλα μου».
Ύστερα, βλέποντας την απογοήτευση που έκανε το ωχρό, γέρικο της πρόσωπο ακόμα πιό χλωμό, πρόσθεσε: «Δεν μπορώ να έρθω σπίτι τώρα μανούλα, αλλά κάτι μπορώ να κάνω γιά εσένα. Θυμάσαι τότε που ήμουνα μικρός...».

Ξαφνικά, οι λέξεις που ξεστόμισε, τον έκαναν να σταματήσει. Η τεράστια αντίθεση μεταξύ αυτής της θύμησης και του μέρους που βρίσκοταν, μεταξύ της γαλήνιας μορφής της μητέρας του και των παράνομων φίλων του που έπιναν και έπαιζαν στην άλλη άκρη του πάγκου, τον χτύπησε στο στήθος σαν ένα μεγάλο κύμα πόνου και εξαφάνισε την καλή του διάθεση. Γύρισε το κεφάλι απ’την άλλη και μονολόγησε θλιμένα: «Παντοδύναμε! Τότε που ήμουνα παιδί». Η μάνα, αντιλήφθηκε την αλλαγή στη διάθεση του και αμέσως ξαναπήρε τον φυσικό της ρόλο, λες και δεν είχε περάσει ούτε μιά μέρα από την εποχή που η θύμησή της έφερνε δάκρυα στα μάτια του ποιητή. Η αγάπη της, τον τύλιξε σαν προστατευτικός μανδύας.
«Ήσουν το πιό όμορφο παιδί που έχει γεννήσει ποτέ γυναίκα», του είπε απαλά.
Ο Βιγιόν ξαναγύρισε το κεφάλι προς το μέρος της, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Με νανούριζες γιά να κοιμηθώ», της είπε και την κράτησε στα χέρια του, κουνώντας την απαλά πέρα-δώθε, καθώς της τραγουδούσε το παλιό νανούρισμα που είχε μεγαλώσει ολόκληρες γενιές Γάλλων: “Do, do, l’enfant do, l’enfant dormira tantot”.
«Λοιπόν μανούλα, ο αγαπημένος σου γιός σκάρωσε ένα τραγούδι γιά σένα, ένα νανούρισμα γιά να κοιμάσαι. Προχτές πήγα στην εκκλησία. Ναι, στο λόγο της τιμής μου», διαβεβαίωσε με θέρμη, βλέποντας το ξαφνιασμένο και καχύποπτο βλέμμα της γυναίκας, «και μου ήρθε στο μυαλό μιά προσευχή –μιά προσευχή γιά σένα, γιά να την λες στην Δέσποινά μας».
Η γυναίκα τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
«Αγοράκι μου», του είπε και στα λόγια της αυτά, το πρόσωπο του Βιγιόν απέκτησε γιά μιά στιγμή την παιδική έκφραση που είχε τότε. «Να λοιπόν», της είπε και άρχισε να ψιθυρίζει τους στίχους που είχε φτιάξει, ενώ η γυναίκα τον άκουγε με κατάνυξη.

«Ρήγισα του Ουρανού, Μάνα της Γης,
Κυρά της Κόλασης, γονυπετής
εκλιπαρώ τον οίκτο σου, Μάνα Ιερή,
είμαι αγράματη, γριά, φτωχή
-η ταπεινότερη απ’τους πιστούς
ζευγάδες, άρχοντες, πόρνες, βοσκούς-
μα του Παράδεισου την Πύλη εγώ θωρώ
στην Εκκλησία σου. Σε εκλιπαρώ
Δέσποινα του Ουρανού, Κυρά της Γης
Μάνα του σκοταδιού και της αυγής,
γυναίκα εσύ, όπως και εγώ,
κοντά σου πάρε με, το Φως να δω».

«Δεν είναι ωραία προσευχή μανούλα;».
Η γυναίκα έκλαιγε με λυγμούς πάνω στον ώμο του γιού της.
«Έπρεπε να γίνεις καλός άνθρωπος Φρανσουά», ψιθύρησε στο αυτί του.
Ο Βιγιόν της χάϊδεψε πολύ απαλά το κεφάλι.
«Είμαστε όπως θέλει ο Ουρανός», αναστέναξε και καθώς θυμήθηκε το ασημένιο νόμισμα που είχε σουφρώσει απ’τον βασιλιά, έκανε μιά μικρή παύση, έβαλε το χέρι στο πουγκί του και της το έδωσε.
«Έχω εδώ κάτι γιά σένα, μανούλα», της είπε και βλέποντας το ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της, πρόλαβε τους φόβους και τις διαμαρτυρίες της. «Πάρτο μανούλα, δεν τόχω κλέψει. Εσύ θα το ξοδέψεις τιμιότερα από μένα». Το έβαλε στην ζαρωμένη της παλάμη και την έκλεισε, προσθέτωντας: «Πήγαινε τώρα στο καλό και προσευχήσου να κοιμηθείς. Θα τα πούμε σύντομα, στο υπόσχομαι».
Την οδήγησε ως την πόρτα της ταβέρνας και την ξεπροβόδισε με ένα φιλί. Εκείνη τον κοίταξε πριν φύγει και επανέλαβε δύο στίχους από την προσευχή του:

«Γυναίκα εσύ, όπως και εγώ, κοντά σου πάρε με, το Φως να δω».

Ο Βιγιόν έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε πίσω, στη θέση του, μα ο Ζαν λε Λουπ, που τον παρακολουθούσε περιμένοντας την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση γιά το σπασμένο δόντι του, σηκώθηκε απ’το κάθισμά του, άρπαξε την Ιζαμπώ απ’το μπράτσο και την έσυρε προς το μέρος του, φράζοντάς του τον δρόμο.
«Φίλα ένα τρυφερό στόμα γιά αλλαγή», του είπε και έσπρωξε την κοπέλα πάνω του.
Ο Βιγιόν παραμέρισε και τους δύο.
«Άντε στο διάβολο», είπε άγρια και τους προσπέρασε. Γιά άλλη μιά φορά, το χέρι του Ζαν έπιασε την λαβή του μαχαιριού, μα συγκρατήθηκε ξανά.
«Είναι στις κακές του», είπε η Ιζαμπώ, «άφησέ τον μόνο του» και έσυρε τον απρόθυμο σύντροφό της πίσω στο τραπέζι, ενώ ο Βιγιόν, καθισμένος στην άκρη του πάγκου κοιτούσε την φωτιά.

Ξαφνικά, η πορτά άνοιξε με δύναμη και ο Γκύ Ταμπαρύ όρμηξε μέσα στο δωμάτιο. Το ολοστρόγγυλο, φεγγαρίσιο του πρόσωπο ήταν ιδρωμένο, τα μάτια του έλαμπαν, η κοκινωπή του φράτζα έμοιαζε να φλέγεται στην κορυφή του φαλακρού κεφαλιού του και η μεγάλη κοιλιά του κουνιόταν πέρα-δώθε με ενθουσιασμό.
«Αδέρφια!», φώναξε με όλη την δύναμη της φωνής του, «γίνεται καυγάς στην Χοντρή Μαργκώ. Τσακώνονται δυό τσούπρες. Είναι γυμνές μέχρι την μέση, βρίζονται και χτυπιούνται. Ελάτε να δείτε!».
Ολόκληρη η παρέα σηκώθηκε ανυπόμονα. Ο Ταμπαρύ, ξεχύθηκε απ’την ανοιχτή πόρτα σαν σίφουνας, στο φεγγαρόλουστο σοκάκι. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν, φωτεινά αστέρια στην ουρά ενός εκτροχιασμένου κομήτη, με φωνές, ουρλιαχτά, γέλια και σπρωξίματα, ανυπόμονοι να δουν τον παράξενο αγώνα.

«Θα στέψω την νικήτρια», αναφώνησε ο Μοντινύ, τρέχοντας προς το καπηλειό.
«Θα παρηγορήσω την ητημένη», ούρλιαξε ο Ζαν λε Λουπ και χάθηκε καλπάζοντας μέσα στην νύχτα. Η Ουγέτ έμεινε τελευταία και γύρισε στον Βιγιόν, που καθόταν κοντά στην μισοσβυσμένη φωτιά.
«Θα έρθεις Φρανσουά;», ρώτησε μαλακά.
Ο Βιγιόν σήκωσε το κεφάλι και απάντησε:
«Όχι, διαβάζω».
Η Ουγέτ τον κοίταξε αγριωπά. «Λες ψέματα», του είπε, βγάζοντάς τον απ’την μελαγχολική του διάθεση.
«Κάποιος μπορεί να διαβάζει και χωρίς βιβλίο», της είπε. «Πήγαινε να διασκεδάσεις με τα παιδιά». Βυθίστηκε ξανά σε μιά κατάσταση ονείρου, χωρίς να αντιλαμβάνεται την παρουσία της κοπέλας, που τον κοίταξε γιά μιά στιγμή με μιά έκφραση οίκτου και ύστερα εξαφανίστηκε στο σκοτάδι του δρόμου, παρέα με τους συντρόφους της.

Ο Ρόμπιν Ταργκίς έκλεισε πίσω της την πόρτα με ανακούφιση και αποσύρθηκε στη γωνιά του να ξεκουραστεί, πριν επιστρέψουν οι πελάτες του. Ο Λουδοβίκος και ο Τριστάν αποροφημένοι απ’το παιγχνίδι τους, δεν έδιναν την παραμικρή σημασία στα τεκταινόμενα.
«Λες ο μπαρμπέρης να γελάστηκε;», ρώτησε ο Τριστάν, μοιράζοντας τα φύλλα.
«Το παιγχνίδι θέλει θυσίες», απάντησε ο βασιλιάς.
«Κερδίζεις μεγαλειώτατε», γρύλισε ο Τριστάν.
Ο βασιλιάς χαμογέλασε ευδιάθετα.
«Οικογενειακή επιδεξιότητα. Ο παππούς μου είναι πιό γνωστός από τους περισότερους βασιλιάδες, λόγω της ικανότητάς του στο παιγχνίδι».
Μα καθώς μιλούσε, η καλή του διάθεση χάθηκε. Ένα γύρισμα της τύχης, έδωσε την ευκαιρία στον Τριστάν. «Δικό μου το παιγχνίδι, μεγαλειώτατε», είπε και μάζεψε τα κέρδη στο πουγκί του.
Ο βασιλιάς, σώπασε κακόθυμος, καθώς ο Τριστάν μοίραζε ξανά τα χαρτιά. Κοίταξε τα καινούρια φύλλα με προσήλωση, λες και η μοίρα του βασιλείου να κρέμονταν απ’αυτά.
Ένας αδύναμος ήχος διέκοψε την ησυχία του δωματίου. Ο Άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν, κοιτάζοντας μελαγχολικά την φωτιά απ’την γωνιά του, ήπιε αθόρυβα μιά μεγάλη γουλιά απ’την κλεμένη κανάτα. Το κεφάλι του άρχισε να γέρνει στους ώμους. Η κούραση και το κρασί τον είχαν καταβάλει. Αισθανόταν βαρύς, σαν μολύβι, μα με μυαλό ελαφρύ, όπως φτερό στον άνεμο. Δυό γυναικεία πρόσωπα χόρευαν μπροστά στα μάτια του• το ένα, όμορφο, περήφανο και νέο• το άλλο γέρικο, ταπεινό και κουρασμένο. Προσπάθησε να τα ξεχάσει και τα δύο. Προσπάθησε αφηρημένα να συνθέσει μιά μπαλάντα• μιά απλή μπαλάντα γιά χάρη όλων των ωραίων φαγητών που γνώριζε• είχε τουλάχιστον στην διάθεσή του έναν εξαιρετικό τίτλο: «Ένα πιάτο πατσάς, το καλύτερο πιάτο». Τον επανέλαβε μεγαλόφωνα στον εαυτό του, αλλά τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν. Ακούμπησε το αξύριστο πηγούνι του στο στήθος. Ακούστηκε ο ήχος απ’το μάνταλο της πόρτας, μα δεν τον πρόσεξε• δύσκολα θα ξυπνούσε από τον μεθυσμένο λήθαργό του, ακόμα και αν το μεγάλο κανόνι των Βουργουνδών έριχνε έξω απ’τα τείχη της πόλης. Κι όμως, σε αυτήν ακριβώς την στιγμή, το νήμα της ιστορίας του -ίσως και της ζωής του- ήταν γερά δεμένο σε ακριβώς αυτό το μάνταλο, στην πόρτα του πανδοχείου της Κουκουνάρας.





ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ