ΚΕΦΑΛΑΙΟ TETAΡTO: Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΙΜΠΩ.

Γιά μία ακόμα φορά, η πόρτα άνοιξε με θόρυβο και ένας πολύ ψηλός και δυνατός άντρας μπήκε στο πανδοχείο. Ήταν ντυμένος σαν απλός στρατιώτης. Το ρωμαλέο κορμί του έντυνε μιά πανοπλία από δέρμα και ατσάλι. Κοίταξε γύρω του καθώς έμπαινε, αντάλαξε ένα βλέμμα με τον Ρενέ ντε Μοντινύ και βόλεψε με θόρυβο το τεράστιο κορμί του στον πάγκο που ήταν πιό κοντά στο τζάκι. Κάλεσε τον ταβερνιάρη να του φέρει κρασί, με έναν βρυχηθμό που έμοιαζε με μουγκρητό ταύρου.

Η Κατερίνα έβγαλε μιά πνιχτή κραυγή. «Αυτός είναι», ψιθύρησε στο αυτί του Βιγιόν.
Εκείνος έκανε ασυναίσθητα μιά διστακτική κίνηση. Από την μία, ένιωθε ικανοποιημένος στη σκέψη πως το θήραμά του ήταν ένα τεράστιο βασιλικό ελάφι που δεν θα τρόμαζε στη θέα του κυνηγού -μα από την άλλη, ένοιωθε μία βαθειά λύπη. Ήταν ευτυχισμένος εκεί, χωμένος στο σκοτάδι της σκάλας, τόσο κοντά στην πιό αξιολάτρευτη γυναίκα του σύμπαντός του, ώστε μπορούσε να νιώθει την ανάσα της στο μάγουλό του, μπορούσε σχεδόν να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της, να αγγίξει τα μαλιά της με το χέρι του, αν ήθελε.
Ήταν ευτυχισμένος εκεί, στην απόμερη κρυψώνα τους, εκεί που μόνοι οι δυό τους συμαχούσαν –κάτω από πολύ παράξενες συνθήκες- γιά έναν κοινό σκοπό. Αυτές οι στιγμές αλόκοτης οικειότητας, του φαίνονταν να αξίζουν όσο η υπόλοιπη ζωή του –και τώρα το όνειρο τελείωνε. Τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι άξιζε τις στιγμές αυτές.

«Ωραία», είπε μονάχα και εγκατέλειψε την θέση του –φεύγοντας απ’το πλάι της- γιά να βρεθεί ξανά στην παρέα του. Κατέβηκε αθόρυβα την σκάλα και πλησίασε προσεκτικά τους συντρόφους του, που –μεθυσμένοι και χαρούμενοι- δεν αναρωτήθηκαν το παραμικρό σε σχέση με την επανεμφάνισή του και –κυρίως- σε σχέση με τους λόγους της απουσίας του.

Μόνο ένας από την συντροφιά καθόταν παράμερα απ’το τραπέζι· ο Ρενέ ντε Μοντινύ, που όταν ο στρατιώτης κάθισε στην καρέκλα του, κοντά στην φωτιά, σηκώθηκε να τον χαιρετήσει με φαινομενική αδιαφορία. Ο Βιγιόν, με υπολογισμένες κινήσεις, γλίστρησε ανάμεσα στους φίλους του και κάθησε πολύ κοντά στον πάγκο του Μοντινύ και του στρατιώτη, προσπαθώντας να κρυφακούσει την μεταξύ τους συζήτηση. Πράγματι, μετά την –απαραίτητη- εξέταση του νεοφερμένου από τους υπόλοιπους θαμώνες, οι δύο άντρες συζητούσαν τώρα ανέμελα, χωρίς να τους δίνει κανείς σημασία.

«Πολύ όμορφη βραδιά», είπε ο Μοντινύ στον στρατιώτη, με φιλικό ύφος.

«Πολύ όμορφη, αλήθεια, γιά αυτή την εποχή», του απάντησε εκείνος. «Πως πάει ο κήπος σου φίλε;».

Ο Μοντινύ χαμογέλασε παιγχνιδιάρικα.

«Πολύ καλά, αν εξαιρέσεις τα πεφταστέρια».

Ο στρατιώτης τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο Μοντινύ βιάστηκε να εξηγήσει:

«Αστειεύομαι. Λέω «πεφταστέρι» ένα βέλος των Βουργουνδών, που πέρασε το μεσημέρι τα τείχη και προσγειώθηκε στον κήπο μου. Κοίτα τι κουβαλούσε».

Τράβηξε απ’το πουγκί του μιά μικρή περγαμηνή διπλωμένη και σφραγισμένη και την έδωσε στον στρατιώτη. Ο μεταμφιεσμένος Αυλάρχης την εξέτασε βιαστικά.

«Η σφραγίδα είναι άθικτη», μονολόγησε.

Ο Ρενέ τον αιφνιδίασε με μιά αρχοντική χειρονομία.

«Δεν διαβάζω ποτέ τα ξένα γράμματα», διαμαρτυρήθηκε.

Ο Τιμπώ ανασήκωσε τους ώμους.

«Κάτι θα κέρδιζες αν το έκανες», του απάντησε.

Έσπασε την σφραγίδα και γύρισε λίγο προς την φωτιά, γιά να διαβάσει στο αχαμνό της φως το γράμμα. Ήταν γραμμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κινεί υποψίες· έμοιαζε με συνηθισμένη επιστολή· μα ο Τιμπώ –που ήξερε τον κώδικα- καταλάβαινε το πραγματικό της νόημα. Ο Δούκας της Βουργουνδίας του έδινε ότι είχε ζητήσει· ένα δουκάτο και την γυναίκα που ποθούσε· όλα όσα ονειρευόταν –ή τουλάχιστον ένα καλό αντίτιμο γιά την προδοσία που ετοιμαζόταν να διαπράξει, παραδίδοντας τον Λουδοβίκο στα χέρια των Βουργουνδών.
Με αυτές τις σκέψεις και ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη, τελείωσε το διάβασμα, πέταξε το γράμμα στις φλόγες που τρεμόπαιζαν στο τζάκι και το παρακολούθησε να καίγεται. Μετά, στράφηκε στον Μοντινύ, που όλη αυτή την ώρα τον παρατηρούσε προσεκτικά.

«Μπορείς να βρεις μερικά έμπιστα ρεμάλια απ’το σινάφι σου, που να έχουν σε περισότερη υπόληψη το χρυσάφι των Βουργουνδών απ’ότι τον ηλίθιο που κάθεται στον θρόνο;»

Ο Μοντινύ του απάντησε, σκεπάζοντας με την παλάμη του το στόμα. «Αμέ. Ξέρω τουλάχιστον μισή ντουζίνα λεβέντες που θα κυνηγούσαν τον βασιλιά μέσα στο ίδιο το παλάτι του, στο Λούβρο, αν είχαν πληρωθεί καλά γιά την δουλειά» και έδειξε με τον αντίχειρα πίσω απ’τον ώμο του, προς την κατεύθυνση των μεθυσμένων του συντρόφων.
Ο Τιμπώ έγνευσε επιδοκιμαστικά. Ακούμπησε μερικά χρυσά νομίσματα στην παλάμη του Ρενέ και του έκλεισε χαμηλόφωνα ραντεβού την άλλη μέρα. Ο Μοντινύ γύρισε στο τραπέζι των συντρόφων του και ο Τιμπώ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην έξοδο.

Προς μεγάλη του έκπληξη, αντίκρυσε τον Βιγιόν που –προσποιούμενος τον μεθυσμένο- του έκλεισε τον δρόμο, τραυλίζοντας -μέσα στον λόξυγκά του:

«Είσαι μακριά απ’τον στρατώνα σου και έχει περάσει η ώρα, καλέ μου στρατιώτη».

«Αυτό είναι δική μου δουλειά», απάντησε απότομα ο Τιμπώ και έκανε να περάσει, μα ο Βιγιόν του έκλεισε ξανά τον δρόμο.

«Μην αρπάζεσαι. Κάτσε να πιούμε μιά κανάτα».

«Ήπια αρκετά –και εσύ ήπιες περισότερο», γρύλισε ο Τιμπώ, «ώρα να πας γιά ύπνο».

Η –προσποιητά- καλή διάθεση του Βιγιόν εξαφανίστηκε σαν ατμός.

«Είσαι ένας απολίτιστος βρωμιάρης, στρατιώτη και δεν ξέρεις να φερθείς σε έναν κύριο –όταν συναντάς κανέναν».

Ο Τιμπώ άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του.

«Φύγε από μπροστά μου», του είπε, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με το χέρι του.

Ο Βιγιόν ούρλιαξε καθώς παραπατούσε:

«Δεν το κουνάω ρούπι! Πως ξέρω ότι είσαι αληθινός στρατιώτης; Πως ξέρουμε ότι είσαι τίμιος άντρας;»

Η υψωμένη φωνή του Βιγιόν κίνησε το ενδιαφέρον των γλετζέδων του συντρόφων.

Ο Μοντινύ γλίστρησε δίπλα του και του ψιθύρισε:

«Άστον ήσυχο Φρανσουά· δεν είναι αυτό που φαίνεται».

«Ποιός νοιάζεται γιά το τι φαίνεται!», ούρλιαξε ο Βιγιόν. «Ποιός είναι ζητάω να μάθω! Μπορεί καν να μην είναι στρατιώτης. Μπορεί να είναι ένας βρωμερός κατάσκοπος των Βουργουνδών».

Ο Τιμπώ σήκωσε το τεράστιο χέρι του να τσακίσει τον Βιγιόν, μα η γυμνή λεπίδα στο χέρι του ποιητή τον σταμάτησε.

«Πετάξτε αυτόν τον μεθυσμένο σκύλο στον δρόμο», διέταξε οργισμένος ο Τιμπώ.

Οι φίλοι του Βιγιόν κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του Αυλάρχη. Ο ποιητής, του επέστρεψε τις λέξεις.

«Έτσι ε; Μεθυσμένο σκυλί! Είσαι ένα άχρηστο, κακομούτσουνο ρεμάλι. Φυλάξτε σύντροφοι την πόρτα· αυτός ο αλήτης με προσβάλει! Τράβηξε το σπαθί σου στρατιώτη!».

Σε μιά στιγμή, ολόκληρη η αγέλη βρέθηκε ανάμεσα στην πόρτα και τον Τιμπώ. Κάθε γυναίκα ήταν μιά Μαινάδα· κάθε άντρας ένας παθιασμένος μαχητής· κάθε άντρας, εκτός απ’τον Ρενέ ντε Μοντινύ που, μέσα στην αναμπουμπούλα, ξέκοψε απ’τους υπόλοιπους και βγήκε απ’την πίσω πόρτα της ταβέρνας. Η πρόθεσή του ήταν να βρει την περίπολο και να μεσολαβήσει γιά την προστασία του ισχυρού του πάτρονα –και με αυτή την σκέψη στο μυαλό του χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας, τρέχοντας όσο πιό γρήγορα μπορούσε.

Στο μεταξύ, ο καυγάς στο πανδοχείο της Κουκουνάρας άναβε ακόμη περισότερο. Ο Τιμπώ κοιτούσε τους εχθρούς του όπως ένας ταύρος σκυλιά που γαυγίζουν.

«Ποιός διάβολος είσαι;», ρώτησε τον Βιγιόν, που τον περίμενε κουνώντας το σπαθί του.

Εκείνος, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια, κάνοντας μιά μεγαλόπρεπη χειρονομία.

«Είμαι ο Φρανσουά Βιγιόν και το σπαθί μου είναι το ίδιο καλό όσο του καθενός».

Όταν άκουσε αυτό το όνομα, ο γίγαντας γέλασε με ένα γιγάντιο γέλιο.

«Ώστε εσύ είσαι ο Φρανσουά Βιγιόν; Ας μου δανείσει κάποιος ένα ματσούκι», φώναξε με βροντερή φωνή και έψαξε με το βλέμμα του ολόγυρα σαν –πράγματι- να περίμενε από κάποιον να του φέρει αυτό ακριβώς που ζήτησε.

Ο Βιγιόν με μιά γρήγορη κίνηση άρπαξε μιά κούπα απ’το τραπέζι και άδειασε τα υπολείματα του κρασιού στο πρόσωπο του Τιμπώ γεμίζοντας το με βαθυκόκινες σταγόνες, που κύλησαν στο σιδερένιο θώρακα του στήθους του Αυλάρχη. Ουρλιάζοντας από οργή, ο Τιμπώ τράβηξε το σπαθί του.

«Ανόητε», είπε στον ποιητή, σφυρίζοντας σαν φίδι, «θα σε σκοτώσω».

«Αυτό θα το δούμε», απάντησε περήφανα ο Βιγιόν, με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή.

Γιά μιά στιγμή, άντρες και γυναίκες κράτησαν την ανάσα τους. Η τεράστια φιγούρα του Τιμπώ, ντυμένη με αστραφτερό ατσάλι, φάνταζε τόσο υπεράνθρωπή, που, οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα σ’αυτήν και την λιπόσαρκη σιλουέτα του αγαπημένου τους Φρανσουά έμοιαζε -το λιγότερο- γελοία. Πως θα μπορούσε οποιαδήποτε δεξιότητα του Βιγιόν να αντιμετωπίσει την τιτάνια δύναμη των χτυπημάτων του κτηνώδους αντιπάλου του; Ξαφνικά, η ευστροφία της Ουγέτ έδωσε λύση στο πρόβλημα. Τινάχτηκε με την χάρη νεαρού πάνθηρα και μπήκε αποφασιστικά ανάμεσα στους δύο μονομάχους.

«Θέλουμε δίκαιο αγώνα. Είναι αντιμέτωπος ο Δαϋίδ με τον Γολιάθ», συμπλήρωσε και έδειξε με το ένα χέρι τον Βιγιόν, ενώ με το άλλο χτύπησε τον θώρακα του Τιμπώ. «Ας τους αφήσουμε να παλέψουν στο σκοτάδι, με ξίφος και φανάρι».

Η πρόταση της κοπέλας έγινε δεκτή με επιφωνήματα ενθουσιασμού. Αυτή η αλόκοτη μέθοδος μονομαχίας δεν ήταν διόλου άγνωστη στους συντρόφους της Αυλής των Θαυμάτων και ο ίδιος ο Βιγιόν, παρότι πεινασμένος γιά την μάχη, είχε αρκετή ψυχραιμία και οξυδέρκεια γιά να αντιληφθεί πόσο η πρόταση αυτή εξυπηρετούσε τον σκοπό του.
Ικανότητα, προσοχή, κόλπα της ξιφομαχίας, κάθε λεπτομέρεια μετρούσε όταν δύο άντρες μονομαχούσαν με αυτόν τον τρόπο· όπως σκιές στην χώρα των σκιών.

«Τι λες Γολιάθ;», είπε γελώντας ο Βιγιόν και το βλοσυρό πρόσωπο του Τιμπώ χαμογέλασε αμυδρά.

«Όπως σε ευχαριστεί», αποκρίθηκε ο γίγαντας, σίγουρος γιά την υπεροχή του. «Γιά μένα είναι το ίδιο». Ύστερα, κοιτάζοντας γύρω του τα μοχθηρά πρόσωπα των συντρόφων του ποιητή, πρόσθεσε με επιφυλακτικότητα λύκου: «Με έναν όρο. Όταν σε σκοτώσω, η μάχη θα τελειώσει. Οι φίλοι σου πρέπει να συμφωνήσουν σε αυτό».

Ο Βιγιόν συμφώνησε αμέσως. Ήξερε πως ο Τιμπώ ήταν σε δεινή θέση, περικυκλωμένος από εχθρούς έτοιμους να τον κοματιάσουν σε ένα του νεύμα, μα ήθελε να το κάνει μόνος του, γιά χάρη της Ωχρής Κυρίας που κρυβόταν στον εξώστη.

«Στο υπόσχομαι», του είπε, «στο υπόσχομαι γιά μένα και γιά όλους», και στράφηκε στο μέρος της κοπέλας. «Θέλω τον λόγο σου Ουγέτ. Ορκίσου».

«Ορκίζομαι», απάντησε η κοπέλα.

«Κανονίστηκε», είπε ο Βιγιόν. «Τώρα φίλοι, κάντε έναν κύκλο και φέρτε τα φανάρια».

Σε τέτοιες περιστάσεις οι ετοιμασίες της μάχης γίνονταν στο πόδι, αφού συνήθως ο Ρομπίν Ταργκίς -αγανακτισμένος από την διατάραξη της ειρηνικής ατμόσφαιρας του πανδοχείου του- εκτόνωνε την κρίση με την απειλή της περιπόλου, μα αυτή την φορά ο Ζαν λε Λουπ είχε αναλάβει να τον πείσει να κάτσει στα αυγά του, χρησιμοποιώντας σαν βασικό επιχείρημα ένα στιλέτο κάτω απ’το παχύ προγούλι του ταβερνιάρη. Οι γυναίκες μαζεύτηκαν φωνάζοντας και χειρονομώντας κοντά στην σκάλα, ακριβώς κάτω από το μέρος που η κρυμένη Κατερίνα παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα κρατώντας την ανάσα της. Οι άντρες πήραν θέσεις πίσω απ’τα τραπέζια. Ο Κασίν Κολέτ και ο Κόλε ντε Καγιέ εξαφανίστηκαν στα άδυτα του κελαριού του ταβερνιάρη και εμφανίστηκαν ξανά μετά από λίγο, κρατώντας από ένα φανάρι ο καθένας τους στο χέρι.

Ενώ οι προετοιμασίες συνεχίζονταν, ο Τριστάν έσκυψε με αγωνία στη μεριά του βασιλιά.

«Πρέπει να τους σταματήσουμε μεγαλειώτατε», του ψιθύρησε στο αυτί· μα ο Λουδοβίκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι, με ένα μοχθηρό χαμόγελο ευχαρίστησης στα χείλη.

«Απεναντίας Κουτσομπόλη», του απάντησε, «οποιοδήποτε από τα δυό καθάρματα σκοτώσει το άλλο, θα προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στο κράτος· και θα γλιτώσει και τον δήμιο από την φασαρία».

Ο Βιγιόν διέσχισε το δωμάτιο και πλησίασε τον Τιμπώ, που περίμενε βλοσυρός.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας, άρχοντα Τιμπώ», μουρμούρησε σιγανά. Ο γίγαντας τον κοίταξε έκπληκτος. «Με γνωρίζεις;», ψέλισε.
«Οι μπράβοι σου με περιποιήθηκαν εχτές», αποκρίθηκε ο Βιγιόν, «μα σήμερα θα σε γαργαλήσω εγώ με την άκρη του σπαθιού μου. Ετοιμάσου, φίλε μου Τιμπώ».

Ο Γκυ Ταμπαρί έσβυσε το τελευταίο κερί και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Η Ουγέτ τράβηξε τις κρεμεζί κουρτίνες πνίγοντας το αχνό φως της σελήνης που έμπαινε απ’το παράθυρο του πανδοχείου. Οι αδύναμες φλόγες που τρεμόπαιζαν στο τζάκι παραμόρφωναν τις σκιές, δημιουργώντας ένα απόκοσμο σκηνικό στον χώρο.
Τα δυό φανάρια που ο Κόλε και ο Κασίν είχαν φέρει, έλαμπαν στο σκοτάδι, όπως χλωμοί ήλιοι από κίτρινο φως μέσα στο μαύρο σύμπαν. Οι δύο μονομάχοι πήραν από ένα και ετοιμάστηκαν. Γιά μερικά δευτερόλεπτα, απόλυτη σιωπή επικράτησε στη σάλα. Ύστερα, η φωνή της Ουγέτ έκοψε σαν μαχαίρι το σκοτάδι.
«Είσαστε έτοιμοι;».
«Ναι», φώναξαν οι δυό αντίπαλοι με μιά φωνή και η μάχη άρχισε.

Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει τόσο παράξενη μάχη μέσα σ’αυτούς τους τοίχους· ίσως και μες στα τείχη ολόκληρου του Παρισιού. Μέσα στην ασάφεια των περιγραμάτων, οι δύο μαχητές έψαχναν ο ένας τον άλλο, καθοδηγούμενοι από το φως των φαναριών που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν με δεξιοτεχνικές κινήσεις μέσα στις πτυχές των χιτωνίων τους. Κάθε τόσο, τα ξίφη διασταυρώνονταν με θόρυβο και οι γαλάζιες λάμψεις των λεπίδων τους έκοβαν το πηχτό σκοτάδι και ύστερα χάνονταν ξανά μέσα σ’αυτό, αόρατα ακόμα και σε αυτούς που τα κρατούσαν.

Ο Τριστάν, μάταια προσπαθούσε να πείσει τον βασιλιά να φύγουν πριν η ασύληπτη αυτή αναμέτρηση φτάσει σε κάποιο τέλος, μα ο Λουδοβίκος δεν ήθελε ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο.

«Αυτό δεν θα το έχανα γιά τίποτα στον κόσμο», είπε αποφασιστικά και στα μάτια του έλαμψε μιά παιδική δίψα γιά περιπέτεια. Εκείνη την στιγμή, δεν υπήρχε πιό ευτυχισμένος άνθρωπος σε ολόκληρο το βασίλειο από αυτόν που μιά παράξενη μοίρα τον είχε στέψει βασιλιά.

Η μάχη συνεχίστηκε γιά κάμποσα λεπτά που φάνηκαν αιώνες στους παρευρισκόμενους.
Στο δωμάτιο άλλοτε απλωνόταν απόλυτη σιωπή και άλλοτε –μέσα στις φωνές των θεατών και την κλαγγή των όπλων που συγκρούονταν- μιά –σχεδόν ονειρική- ατμόσφαιρα ρωμαϊκής αρένας.
Ξαφνικά –και ενώ η ένταση είχε φτάσει στο ζενίθ- ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα και μιά επιτακτική φωνή κάλεσε τους θαμώνες του πανδοχείου να ανοίξουν στο όνομα του βασιλιά.

Ο Τριστάν ήξερε καλά τι σήμαινε αυτό. «Είναι η περίπολος μεγαλειώτατε», μουρμούρησε στο αυτί του Λουδοβίκου.

Ο Τιμπώ –απελπισμένος από την άκαρπη προσπάθεια να στριμώξει τον ευκίνητο αντίπαλό του- κατάλαβε επίσης καλά το νόημα αυτής της διαταγής

«Ανοίξτε την πόρτα», φώναξε και αυτό προκάλεσε την ορμητική επίθεση του Βιγιόν.
Πήδηξε σαν αίλουρος προς τον γίγαντα, τον τύφλωσε στρέφοντας το φως του φαναριού στα μάτια του και -καθώς ο ζαλισμένος Τιμπώ του όρμηξε στα τυφλά- ο Βιγιόν με δεξιοτεχνία απέφυγε το σπαθί του και βύθισε την δικιά του μυτερή λεπίδα στα πλευρά του αντιπάλου του.

«Δεν είσαι αρκετά γρήγορος ποντικοκυνηγέ», φώναξε με έξαψη και καθώς το τεράστιο σώμα του Τιμπώ έπεφτε στο πάτωμα με θόρυβο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και οι πάνοπλοι στρατιώτες της περιπόλου μπουκάρησαν στο δωμάτιο, κρατώντας αναμένους δαυλούς στα χέρια. Ο Βιγιόν κοίταξε θριαμβευτικά τον πεσμένο γίγαντα και ύστερα σήκωσε το κεφάλι του προς τον εξώστη.

Η Κατερίνα, όρθια πίσω απ’την κουπαστή, πέταξε ένα μαντήλι στον ιππότη της, ο οποίος το άρπαξε στον αέρα και -αφού το ακούμπησε στα χείλη του- το έκρυψε στην μέσα τσέπη του γιλέκου του.

Αμέσως μετά η Κατερίνα εξαφανίστηκε και ο Βιγιόν βρέθηκε ακινητοποιημένος από τα δυνατά μπράτσα δύο στρατιωτών. Εντωμεταξύ, ο διοικητής της περιπόλου επιθεωρούσε με έκπληξη τον χώρο ενώ οι υπόλοιποι της συμμορίας παρακολουθούσαν έντρομοι τους εισβολείς.

«Τι είναι όλη αυτή η φασαρία;», ρώτησε ο διοικητής επιτακτικά.

«Μία τίμια μονομαχία με σπαθί και φανάρι, σύμφωνη με όλους τους κανόνες, κύριε διοικητά», του απάντησε εύθυμα ο Βιγιόν, κοιτάζοντάς τον πάνω από τις λόγχες που σημάδευαν το στέρνο του.

«Ποιός είναι αυτός;», ρώτησε ο διοικητής, στρέφοντας την προσοχή του στον Τιμπώ που με την βοήθεια ενός στρατιώτη είχε ανασηκωθεί στον αγκώνα του και κοίταζε με φαρμακερό βλέμμα τον Βιγιόν. Η δίψα του γιά εκδίκηση υπερίσχυσε της αξιοπρέπειάς του και ξεφύσηξε μέσα απ’τα δόντια του με ένα πονεμένο μουγκρητό:
«Είμαι ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας».

Ρίγη ανατριχίλας διέτρεξαν τον χώρο στο άκουσμα του τρομερού ονόματος. Ο διοικητής της περιπόλου υποκλίθηκε με σεβασμό.

«Άρχοντά μου πως έγινε αυτό;», ρώτησε τον Αυλάρχη. Οι αισθήσεις του Τιμπώ τον εγκατέλειπαν μαζί με το αίμα που έχανε, αλλά γιά μία στιγμή η κακεντρέχεια επικράτησε της αδυναμίας. «Πάρτε τον και κρεμάστε τον στον πιό κοντινό φανοστάτη», είπε δείχνοντας τον Βιγιόν και αμέσως μετά λιποθύμησε. Ο διοικητής στράφηκε στους στρατιώτες του. «Πάρτε τον έξω και κρεμάστε τον», διέταξε κοφτά. Ο Βιγιόν κοίταξε γύρω του με μάτια που έλαμπαν γιά κάποια οδό διαφυγής, μα δεν είδε καμμία. Ένα βουητό διαμαρτυρίας ακούστηκε απ’τους συντρόφους του ποιητή, μα δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν αφού οι πάνοπλοι στρατιώτες τους σημάδευαν με τις λόγχες τους. Η Ουγέτ τον αγκάλιασε με τα μπράτσα της κλαίγοντας με λυγμούς. Η λαβή των στρατιωτών έσφιξε στα μπράτσα του και ο ποιητής ανατρίχιασε. Ξαφνικά, ο ασήμαντος ανθρωπάκος που καθόταν στο απόμερο τραπέζι σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον διοικητή.

«Σταματήστε κύριε», είπε επιβλητικά. «Αυτός ο νεαρός είναι δική μου υπόθεση».

Ο διοικητής στράφηκε στο μέρος του ενοχλητικού πολίτη.

«Ποιός είσαι πάλι εσύ και πως τολμάς να αμφισβητείς του Βασιλιά τον Νόμο;», γρύλισε οργισμένος ο στρατιωτικός.

Ο πολίτης τράβηξε την κουκούλα του μανδύα του και αποκάλυψε το ρυτιδιασμένο γερακίσιο του πρόσωπο, που ολόκληρη η Γαλλία γνώριζε και φοβόταν.

«Είμαι του Βασιλιά ο Νόμος», είπε απλά, ενώ πίσω του ο Τριστάν φώναζε: «Ο Θεός σώζει τον Βασιλιά» και ο κεραυνοβολημένος στρατιωτικός γονάτιζε με σεβασμό.

Έκπληκτος ο Βιγιόν αντιλήφθηκε την ειρωνία της στιγμής και οι λέξεις ξέφυγαν –σχεδόν άθελά του- μέσα απ’τα δόντια του:

«Μεγαλοδύναμε! Ο βασιλιάς!», είπε και συνόδεψε τα λόγια του με ένα παρατεταμένο σφύριγμα.




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ.

Η πόρτα άνοιξε και μιά νέα γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένη σύμφωνα με την μόδα της εποχής, με διακριτική φινέτσα. Την συνόδευε ένας οπλισμένος άντρας. Καθώς περνούσε το κατώφλι, του ψιθύρισε σιγά στο αυτί: «Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι το μέρος;». «Σίγουρος», αποκρίθηκε εκείνος.. «Περίμενέ με έξω», τον διέταξε και ο υπηρέτης υπάκουα κρύφτηκε στο στενό. Η γυναίκα τυλίχτηκε με τον μανδύα της και μπήκε στην ταβέρνα. Από το κεφαλόσκαλο δεν μπορούσε να δει τον Βιγιόν που κοιμόταν στην γωνιά του. Οι μόνοι που έβλεπε ήταν δυό άντρες που έπαιζαν χαρτιά. Τους πλησίασε προσεκτικά και ακούμπησε ελαφρά τον Τριστάν στον ώμο.
Εκείνος, έστρεψε το καλυμένο πρόσωπό του προς το μέρος της. Ο Λουδοβίκος βρήκε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει τα χαρτιά που κρατούσε στο χέρι ο συμπαίκτης του και με μιά γρήγορη κίνηση αντικατέστησε ένα από τα δικά του φύλα με κάποιο άλλο, της αρεσκείας του.

«Ήρθε από εδώ ο κύριος Φρανσουά Βιγιόν σήμερα;», ρώτησε η γυναίκα.
Η φωνή της ήταν γλυκειά και ζεστή –μιά φωνή που ο Τριστάν γνώριζε πολύ καλά. Παρά το ξάφνιασμά του, την άκουσε ασυγκίνητος. Είχε χαμηλώσει λίγο την κουκούλα του μανδύα της, επιτρέποντάς του μιά φευγαλέα ματιά στο όμορφο, νεανικό της πρόσωπο – μα ο Τριστάν δεν χρειαζόταν καν αυτή την ματιά γιά να βεβαιωθεί.
«Να, εκειδά, μπρος στο τζάκι», της απάντησε, βραχνιάζοντας επίτηδες την φωνή του και έδειξε προς τον πάγκο του ποιητή. Το βλέμμα της γυναίκας ακολούθησε το νεύμα του και είδε την σκοτεινή φιγούρα του Φρανσουά, σωριασμένη στην άκρη του πάγκου.
«Σε ευχαριστώ», του είπε απλά και προχώρησε προς το μέρος του Βιγιόν με αβέβαιο βήμα, προσπαθώντας να διακρίνει τα περιγράμματα μέσα στο μισοσκόταδο.

Ο Τριστάν έσκυψε βιαστικά στο μέρος του βασιλιά.
«Το νου σου μεγαλειώτατε. Ξέρεις ποιά ήταν αυτή;»
Ο Λουδοβίκος, κοιτάζοντας το κλεμένο χαρτί του απάντησε αδιάφορα:
«Κάποια μαριδούλα που σε πέρασε γιά γλάρο;», μα οι επόμενες κουβέντες του Τριστάν τον έβγαλαν απ’την αταραξία του. «Η περήφανη κοπέλα που σου αρέσει μεγαλειώτατε, η λαίδη Κατερίνα της Βωσέλ».
Ο βασιλιάς στράφηκε προς το μέρος του ξαφνιασμένος.
«Χο, χο», σιγογέλασε, «η όμορφη Κατερίνα περιμένει τον Τιμπώ;».
«Όχι. Ψάχνει τον Φρανσουά Βιγιόν», απάντησε ο Τριστάν.
Ο Λουδοβίκος μισόκλεισε τα μάτια. «Νάναι αυτή η κοπέλα που μας έλεγε; Λες να τους πιάσαμε στα πράσα;». Κοίταξε την ακίνητη φιγούρα της γυναίκας και μετά εξέτασε με το βλέμμα του τον χώρο. Πίσω του ήταν μιά μικρή πόρτα. Την άνοιξε αθόρυβα, κοίταξε μέσα και έγνευσε στον Τριστάν να τον ακολουθήσει στον σκοτεινό διάδρομο.

Όταν ο Τριστάν εξαφανίστηκε, η κοπέλα κινήθηκε προς τον κοιμισμένο ποιητή. Ο βασιλιάς την παρακολουθούσε προσεκτικά και άρχισε επίσης να κινείται, κρυμένος στην σκιά του τοίχου. Ο σκοπός του ήταν να φτάσει στο σκοτεινό χώρο πίσω απ’τον πάγκο, όπου το πονηρό μυαλό του είχε ήδη εντοπίσει μία καλή κρυψώνα γιά λαθρακουστές –γιατί αυτό ακριβώς ήταν το μεγάλο βίτσιο του βασιλιά· να κρυφακούει. Το πάτημά του ήταν πάτημα γάτας και η ανάσα του αθόρυβη σαν ποντικιού. Γιά μιά στιγμή, σταμάτησε μπρος στην εξώπορτα σαν να ήθελε να βγει απ’την ταβέρνα, μα, αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του, κούρνιασε στη γωνιά του, καθώς η κοπέλα έσκυψε πάνω απ’τον κοιμισμένο ποιητή και τον ακούμπησε αποφασιστικά στον ώμο, έκπληκτη και η ίδια από το τολμηρό εγχείρημά της.

Ο Βιγιόν κινήθηκε ανήσυχα, καθώς το σταθερό της άγγιγμα τον ξύπνησε απ’τον βαθύ του ύπνο και γρύλισε με δυσφορία χωρίς να κοιτάξει την κοπέλα.
«Τι συμβαίνει;».
«Θέλω να σου πω δυό κουβέντες», του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα.

Σηκώθηκε βαριά στα πόδια του και η κοπέλα πισωπάτησε μέχρι το κέντρο του δωματίου –που τώρα της φαινόταν άδειο. Τα τεντωμένα νεύρα της την εμπόδισαν να αναρωτηθεί οτιδήποτε σε σχέση με την εξαφάνιση των δύο θαμώνων του πανδοχείου.
Αν κάποια στιγμή πρόσεξε την ξαφνική τους απουσία, το έκανε μάλλον με ανακούφιση, αφού η αποχώρηση τους την άφηνε μόνη με τον ποιητή. Ο Βιγιόν την ακολούθησε σαν υπνοβάτης, προσπαθώντας να συνέλθει απ’τον λήθαργο. Ξαφνικά η γυναίκα τράβηξε την κουκούλα που της έκρυβε το πρόσωπο και το όραμα που τον στοίχειωνε άστραψε μπρος στα έντρομα μάτια του· μία περήφανη, πανέμορφη οπτασία.

Σταυροκοπήθηκε σαστισμένος, καθώς αναρωτιόταν –σχεδόν μονολογώντας- με μιά φωνή που ακούστηκε ξένη στα ίδια του τα αυτιά: «Είσαι αληθινή;».
«Μοιάζω με φάντασμα;», του αντιγύρισε εκείνη την ερώτηση.
Μέσα σε μιά έκσταση χαράς, ο Βιγιόν γονάτισε μπροστά της.
«Αν ονειρεύομαι, παρακαλώ τον Ουρανό ποτέ να μην ξυπνήσω», ψέλισε κοιτάζοντάς την με δέος.

Η κοπέλα έβγαλε απ’τον κόρφο της μία περγαμηνή και την κράτησε μπροστά του.
«Μου έγραψες αυτούς τους στίχους. Απ’τους παπούδες μου έχω μάθει πως οι ποιητές λένε πολλά μα εννοούν λίγα. Πως οι όρκοι τους είναι όπως το μελόψωμο· γεμάτοι γλύκα και εύκολο να φαγωθούν. Είσαι και εσύ ένας απ’αυτούς;».

Ο Βιγιόν στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια. Αντιλαμβανόταν ότι αυτή η εξαίσια οπτασία ήταν αληθινή· γυναίκα από σάρκα και αίμα με ανθρώπινη φωνή.
«Κάθε λέξη μου είναι αληθινή. Σ’αγαπώ», της απάντησε με τραχιά φωνή.
«Πως είναι δυνατόν; Μονάχα επειδή είδες ένα όμορφο πρόσωπο;».

Ένα τεράστιο κύμα ευτυχίας είχε πλημυρίσει την καρδιά του ποιητή. Στο μυαλό του φτεροκοπούσαν οι λέξεις, σαν μέλισες στην κυψέλη τους. Μίλησε αργά και σταθερά, με μάτια που έλαμπαν.

«Επειδή είσαι το πιό αξιαγάπητο πλάσμα στην γη. Αν μάζευα όλες μου τις σκέψεις, όλα τα όνειρά μου γιά μιά γυναίκα –μία τέλεια γυναίκα- αυτή η γυναίκα θα ήσουν εσύ. Σε όλη τη ζωή μου διάβαζα ιστορίες αγάπης και προσπαθούσα να βρω την κρυφή τους αλήθεια στα λαμπερά μάτια που συναντούσα –χωρίς ποτέ να το κατορθώσω. Έμοιαζα να ψάχνω το Άγιο Δισκοπότηρο. Μα σαν σε αντίκρυσα, ο γερο-Ουρανός και η γριά-Γη μικρύναν μπρος στα μάτια μου και κατάλαβα επιτέλους τι σημαίνει αγάπη. Ο κόσμος μου άλλαξε όταν σε είδα. Κάθε λεπτή γεύση, κάθε όμορφο χρώμα, κάθε απαλός ήχος, έχει μέσα του κάτι δικό σου. Τρώω και πίνω, βλέπω και ακούω δοξάζοντας την χάρη σου. Οι άνθρωποι στον δρόμο είναι ευλογημένοι γιατί εσύ περπατάς ανάμεσά τους.
Αυτή η πλάκα στο πάτωμα είναι ιερή γιατί το πόδι σου την άγγιξε. Σ’αγαπώ! Όλη η σοφία, η πίστη, η τιμή, η ανθρωπιά, η ελπίδα, όλη η χάρη, υπάρχουν σε αυτές τις λέξεις: σ’αγαπώ».

Η κοπέλα τον κοίταξε έκπληκτη, με ορθάνοιχτα μάτια, σαν να έβλεπε ένα άγριο ζώο του δάσους να έρχεται καταπάνω της. Όμως, τα λόγια του φάνηκαν να την ευχαριστούν, καθώς του απάντησε χωρίς καθυστέρηση:

«Λοιπόν, ήρθα εδώ γιά να δοκιμάσω τους ισχυρισμούς σου. Αν εννοείς κάθε λέξη που είπες, κάθε συλαβή, κάθε γράμμα, μπορείς να μου φανείς χρήσιμος. Αν όχι, καληνύχτα και αντίο».

Και με αυτά τα λόγια έκανε μιά μικρή κίνηση, σαν να ήταν έτοιμη να φύγει. Ο Βιγιόν άπλωσε το χέρι και την σταμάτησε.
«Έγραψα κάθε λέξη με το αίμα της καρδιάς μου», διαμαρτυρήθηκε –και ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει την ειλικρίνεια στα λόγια του. Πλησίασε πολύ κοντά στο πρόσωπό του και του μίλησε πολύ σιγά, μα σταθερά.

«Άκου. Είμαι μία απ’τις Κυρίες των Τιμών της Βασίλισσας. Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ -ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας- με ποθεί. Θέλει να τον παντρευτώ. Προσπάθησε να με αναγκάσει να υποταχθώ στην θέλησή του, προσπάθησε με δόλιους τρόπους να με σύρει στο κρεβάτι του· και γιά αυτό τον μισώ –όπως άλλωστε θα όφειλες και εσύ, γιατί αυτός σε ξυλοφόρτωσε».

Ο Βιγιόν –που, σαν σε όνειρο την άκουγε μέχρι εκείνη την στιγμή- την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Ώστε αυτός ήταν», μονολόγησε μεγαλόφωνα.

Η κοπέλα, πλησίασε ακόμα πιό κοντά του και συνέχισε την εκμυστήρευσή της.

«Μου έδωσε τους στίχους σου –μου πέταξε στα μούτρα σχεδόν την περγαμηνή- και μου διηγήθηκε κομπάζοντας την περιπέτειά σου. Όταν τους διάβασα, σκέφτηκα πως, αν ένας ποιητής λέει αλήθεια, είσαι ο μόνος άνθρωπος σε όλη την Γαλλία που μπορεί να με βοηθήσει».

Ο Βιγιόν πισωπάτησε. Με μία ξαφνική έκλαμψη, το μυαλό του καθάρισε απ’τις αναθυμιάσεις του κρασιού και την μαγεία του θαύματος της παρουσίας της στην σκοτεινή ταβέρνα, αφήνοντάς τον αντιμέτωπο με την ωμή πραγματικότητα.
«Μου λες αλήθεια; Δεν ήταν ο ξανθομάλης, ροδομάγουλος εραστής σου;», την ρώτησε στα ίσα.

Η Κατερίνα διαμαρτυρήθηκε με αγανάκτηση.
«Ο Νοέλ λε Ζολύ είναι όμορφος άντρας και τον ερωτεύονται πολλές γυναίκες, μα εγώ δεν αγαπώ κανέναν· μόνο μισώ· έναν· τον Τιμπώ ντε Ωσινύ. Κατάλαβες;»

«Νομίζω ναι», απάντησε λυπημένα ο Βιγιόν.

Η κοπέλα πλησίασε ακόμη πιό κοντά στον ποιητή. Η απόσταση που χώριζε τα πρόσωπά τους δεν ήταν πιό μεγάλη πιά, από όσο φάρδος κάμας πλατύστομου σπαθιού.
Το πρόσωπό της του φάνηκε πολύ ωχρό μέσα στο μισοσκόταδο. Μιά ασημαχτίδα άξαφνα την φώτισε, καθώς τα σύνεφα τραβήχτηκαν γιά μιά στιγμή και φάνηκε η Σελήνη –μισή, σαν δρεπάνι- στον σκοτεινό Ουρανό. Τα χείλη της έμοιαζαν τόσο κόκκινα, όσο ρουμπίνι πάνω σε τιάρα επισκόπου· και έλαμπαν τα μάτια της σαν τον Αυγερινό –που λένε και Εωσφόρο. Ήταν αυτός που έτρεμε και όχι η κοπέλα –που ξεστόμιζε λόγια παράξενα, παράταιρα με την παρθενική της φύση- λόγια που είπε ψιθυρίζοντας και ήχησαν όμοια με ατσάλινο λεπίδι.

«Σκότωσέ τον. Λένε πως είσαι άριστος ξιφομάχος. Είσαι λίγο καλύτερος από έναν εκτός νόμου. Λες πως με αγαπάς και απ’την ζωή σου πιό πολύ. Σκότωσε τον Τιμπώ ντε Ωσινύ!».

Ο Βιγιόν την κοίταξε τρέμωντας, σαν ζώο πιασμένο σε παγίδα. Ένοιωθε πως η ζωή του κρεμόταν από μιά κλωστή, πως περπατάει –σαν ακροβάτης μπουλουκιού- σε τεντωμένο νήμα. Ξάφνου γευότανε την γεύση της καρδιάς του –και του φάνηκε πικρή- και η φωνή του αντήχησε απόκοσμή, ξένη, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο.

«Γιά να μπορείς εσύ και αυτός ο Νόελ Πωστονλέν να ζήσετε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι;».

Η Κατερίνα τραβήχτηκε λίγο πίσω, με μιά υποψία περιφρόνησης στα μάτια.

«Είσαι λιγότερο πρόθυμος να με υπηρετήσεις απ’όσο διατείνεσαι;», τον ρώτησε και τα λόγια της τον χτύπησαν στο στήθος σαν σπαθί. Θυμήθηκε τους χρυσούς όρκους του και τους φλογερούς του στίχους και ντράπηκε γιά αυτή του την μικρή προδοσία.

«Όχι, μα τον Ουρανό και βέβαια όχι, όμως κοιμόμουνα και ονειρευόμουνα και τώρα πρέπει να διώξω την νύστα απ’τα βλέφαρά μου και τα όνειρα απ’την καρδιά μου. Πες μου μονάχα με ποιόν τρόπο θες να γίνει».

Εκείνη ηρέμησε αμέσως και τον πλησίασε ξανά, με εμπιστοσύνη.

«Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ θα έρθει σήμερα εδώ. Έχει ξανάρθει, μεταμφιεσμένος· το ξέρω γιατί τον έχω παρακολουθήσει. Νομίζω πως συνομοτεί με τους Βουργουνδούς ενάντια στον βασιλιά και έτσι θα υπηρετήσεις και την Γαλλία μαζί με εμένα. Αλήθεια, πως άντρες σαν και εσάς αληλοσφάζονται με τέτοια ευκολία;».

Ο Βιγιόν την κοίταξε ειρωνικά με την άκρη των ματιών του. Γιά μιά στιγμή, είδε τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της -λίγο καλύτερο από έναν εκτός νόμου- και διασκέδασε με την πικρή του διαπίστωση. Ύστερα, της απάντησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη:

«Κυρίως σε καυγάδες μεθυσμένων. Θα περιμένεις μέχρι να έρθει –γιατί δεν τον έχω δει ποτέ. Μετά φύγε και άσε τα υπόλοιπα σε μένα».

Κάτι στην φωνή του –παρόλο που ήταν σταθερή και καθαρή- άγγιξε κάποια ευαίσθητη χορδή της περισότερο από οποιαδήποτε λέξη που είχε εκείνος ξεστομίσει μέχρι τότε.
Μιά καινούρια περιέργεια φώλιασε στο βλέμμα της και η φωνή της είχε μιά απόχρωση οίκτου καθώς τον ρώτησε μαλακά: «Μ’αγαπάς τόσο πολύ λοιπόν;».

Ο Βιγιόν στάθηκε ευθυτενής μπροστά της και της απάντησε με περηφάνια:

«Με όλη τη σημασία που μπορεί να έχει στον Παράδεισο η Λέξη».

Ένα αχνό ρόδισμα φάνηκε στα χλωμά, αψεγάδιαστά της μάγουλα.

«Δεν περίμενες να πάρω σοβαρά τα λόγια σου, έτσι δεν είναι;».

Ο Βιγιόν χαμογέλασε περήφανα και μιά παιγχνιδιάρικη λάμψη τρεμόπαιξε στα μάτια του –παρόλο που η καρδιά του ήτανε βαριά.

«Ομολογώ πως δεν το ήλπιζα· θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος της τιμής».

Τα μάτια της κοπέλας έλαμψαν από θαυμασμό.

«Αγαπάς και γελάς στην ίδια αναπνοή», επιδοκίμασε.

Ο Βιγιόν έκανε μιά επικριτική χειρονομία, κάτι μεταξύ άρνησης και αποδοχής.

«Αυτή είναι η φιλοσοφία μου», της είπε απλά.

Το σκεπτικό του την εξέπληξε πολύ. Κράτησε γιά μιά στιγμή την ανάσα της και ξαφνικά γλίστρησε προς το μέρος του. «Αν θέλεις», του ψιθύρησε, «μπορείς να με φιλήσεις».

Όλο το αίμα στην καρδιά του ποιητή έγινε φωτιά και φλόγες βάψανε τα μάγουλά του, καθώς έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της. Έμεινε γιά μιά στιγμή ακίνητος –σαν πετρωμένος. Έδειχνε σαν να ήθελε να πάρει το πρόσωπό της στα χέρια του και να ακουμπήσει την ψυχή του απαλά στα χείλη της. Μετά, τραβήχτηκε απότομα μακρυά της.

«Καλύτερα όχι, πρέπει να πολεμήσω και αν χρειαστεί να πεθάνω στο πρόσταγμά σου· όμως αν μιά φορά μόνο αγγίξω αυτά τα χείλη, θα γίνει η ζωή πολύ γλυκειά γιά περιπέτειες».

Το πρόσωπο της κοπέλας –που είχε κοκκινήσει λίγο κατά την διατύπωση της προσφοράς της- χλώμιασε ξανά.

«Όπως επιθυμείς», του είπε και στα λόγια αυτά ακούστηκαν φωνές και γέλια απ’τον δρόμο. Ο ποιητής, σε μιά στιγμή, γύρισε απ’ την ψηλή κορφή της Χώρας των Ονείρων
στην ήσυχη πεδιάδα της πραγματικότητάς του.

«Οι φίλοι μου γυρίζουν. Δεν πρέπει να σε δουν. Έλα μαζί μου».

Της έπιασε το χέρι και την οδήγησε από τις σκάλες στον εξώστη, διασχίζοντας το δωμάτιο.

«Εδώ θα βλέπεις δίχως να σε βλέπουν. Όταν θα μπει να μου τον δείξεις. Ύστερα, από αυτό το πορτάκι θα βγεις στον δρόμο».

Εκείνη ακριβώς την στιγμή η πόρτα της ταβέρνας άνοιξε και ένα ανεξέλεγκτο μπουλούκι όρμησε αλαλάζοντας στο δωμάτιο. Η Ουγέτ στοβιλίστηκε στον χώρο, σαν σαπουνόφουσκα στην μπανιέρα της βασίλισας. Ο Λουδοβίκος και ο Τριστάν, επωφελούμενοι απ’τον σαματά, εγκατέλειψαν τις κρυψώνες τους και πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι.

«Ήταν σπάνιος αγώνας, όσο κράτησε», φώναξε ο Κόλε.
«Δεν κράτησε όμως αρκετά», κραύγασε ο Ζαν.
«Τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή όταν έρχεσαι Ηγουμένη», είπε ο Μοντινύ και την χτύπησε επιδοκιμαστικά στην πλάτη. Η Ουγέτ τίναξε τα μακρυά μαλλιά της απ’τα μάτια και γέλασε, καθώς κατέβαζε τα ανασηκωμένα της μανίκια.
«Το χειρίστηκα όπως με έχει μάθει ο Φρανσουά και τις έβαλα κάτω και τις δύο βρώμες. Φέρε κρασί να πιούμε ταβερνιάρη! Τα μπράτσα μου πονάνε».

Η αντίδραση του Ρόμπιν Ταργκίς ήταν άμεση. Κούπες και κύπελα κροτάλισαν, καθώς άντρες και γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω απ’το τραπέζι, έτοιμοι γιά έναν καινούριο γύρο κρασοκατάνυξης και τζόγου, με ανανεωμένο ενδιαφέρον από τον αγώνα που μόλις παρακολούθησαν. Ο Γκυ Ταμπαρί γέλασε δυνατά, φέρνοντας στην μνήμη του τον τρόπο που η Ουγέτ συνέτριψε τις αντιπάλους της.
«Θεέ και Κύριε, πως στρίγγλιζαν και στριφογύριζαν!», είπε με έξαψη.

«Ο τρελός ποιητής μας μπορεί να μου κάνει μεγάλη εξυπηρέτηση, Κουτσομπόλη», ψιθύρησε ο Λουδοβίκος στον ακόλουθό του.

Σε αυτά του τα λόγια, η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε μέσα ένας άντρας· ένας μικρόσωμος άντρας ντυμένος απλά, με την κουκούλα να του κρύβει το πρόσωπο. Κοίταξε γύρω του ανήσυχα και όταν εντόπισε τον βασιλιά και τον Τριστάν κινήθηκε αμέσως προς το μέρος τους.

Ο Βιγιόν τέντωσε τον λαιμό του απ’το κάγκελο του εξώστη και άγγιξε το μπράτσο της Κατερίνας, δείχνοντάς της τον νεοφερμένο.
«Αυτός είναι;», της ψιθύρησε.
Εκείνη, κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι. Ο Τιμπώ είναι μεγαλόσωμος. Παρόλα αυτά, αυτή η φιγούρα μου φαίνεται οικεία».

Ο ξένος πήγε στο τραπέζι του βασιλιά και έσκυψε ανάμεσα στον Λουδοβίκο και στον Τριστάν. Ο βασιλιάς τον κοίταξε και χαμογέλασε αναγνωρίζοντας τον κουρέα του, Ολίβιε λε Νταίην.

«Έρχεται μεγαλειώτατε», είπε ο κουρέας στον Λουδοβίκο.
«Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησε εκείνος.
«Τον ακολούθησα σε όλο τον δρόμο. Νάτος, έφτασε».

Πατώντας στις μύτες των ποδιών του ο Ολίβιε γλίστρησε πίσω απ’την πόρτα που ήταν κρυμένος ο Τριστάν μέχρι πριν από μερικά λεπτά.

Ο βασιλιάς έτριψε τα χέρια του και γέλασε μοχθηρά.

Ακόμα και ο Τριστάν έδειχνε ευχαριστημένος.


ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ