ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Ο Λουδοβίκος αγαπούσε τα ρόδα. Η αρχοντική του φύση ταίριαζε με την ευγένεια αυτών των λουλουδιών. Η κρυμένη ευαισθησία της καρδιάς του έβρισκε ανταπόκριση στα υπέροχα χρώματα και στο λεπτό τους άρωμα. Οι Έλληνες πιστεύαν ότι τα κόκκινα ρόδα γενήθηκαν την μέρα εκείνη που η Αφροδίτη είδε τον Ασκάνιο κοιμισμένο σε ένα στρώμα από λευκά τριαντάφυλα, φίλησε με τα κόκκινα χείλη της τα άνθη και τα χλωμά τους πέταλα –αφού ντραπήκαν απ’το φίλημα- απέκτησαν το πορφυρό τους κάλλος από τα χείλη της θεάς. Ο Λουδοβίκος δεν γνώριζε τον μύθο, μα λάτρευε τα κόκκινα ρόδα και ένα μεγάλο μέρος του κήπου του ήταν αφιερωμένο σε αυτά. Στο πιό παλιό τμήμα του παλατιού, πολύ κοντά στον γκρίζο πύργο των προγόνων του –εκεί που ο βασιλιάς συνήθιζε να αγναντεύει τα άστρα και να αφήνεται στην πρόκοσμη μαγεία της αρχαίας γνώσης- έσερνε ώρες τα μοναχικά του βήματα σε εκείνο το απόμερο πεζούλι που η Μάνα Γη αγκάλιαζε με ευλάβεια τα μαραμένα πέταλα των ρόδων. Κάθε άλικη σκιά που μπορεί ένα ρόδο να φορά αντικαθεφτιζότανε σ’αυτόν τον μεθυσμένο κήπο· απ’το χλωμό κόκκινο που τα Ουράνεια χείλη έβαψαν, ως την –σαν Κόλαση- φλεγόμενη από έρωτα καρδιά της Αφροδίτης· απ’την βασιλική πορφύρα του μανδύα του Καίσαρα, μέχρι ένα κόκκινο τόσο βαθύ που είχε σχεδόν το χρώμα του θανάτου -μαύρο σαν έρεβος· σαν το πηγμένο αίμα απ’τον μηρό του Άδωνι.

Εκεί, όταν τα αστέρια τον κορόιδευαν και τον εξαπατούσαν, έσερνε ο Λουδοβίκος ο 11ος ο Συνετός τα βήματά του, στα ανεμοδαρμένα σκαλοπάτια του ψηλού του πύργου, με ονόματα αγίων στα αρχοντικά του χείλη και ανέπνεε το φεγγαρόλουστο άρωμα των ρόδων, ψάχνοντας την ξεκούραση στον κουρασμένο νου του, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά –κάτω απ’το φως των άστρων- διψασμένη γιά γαλήνη.

Το επόμενο πρωϊνό της επίσκεψής του στην ταβέρνα της Κουκουνάρας, ο Λουδοβίκος κάθησε στον κήπο του, απολαμβάνοντας το άρωμα των αγαπημένων λουλουδιών του. Στα γόνατά του ήταν απλωμένη μιά περγαμηνή. Το αεικίνητο βλέμμα του μιά παρατηρούσε εξεταστικά την περγαμηνή και μιά το πρόσωπο του ανθρώπου που καθόταν δίπλα του και του μιλούσε με χαμηλή, βαθιά φωνή δείχνοντάς σημάδια και φιγούρες πάνω στο απλωμένο χαρτί. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, ντυμένος με γούνινη κάπα και σεβάσμιο παρουσιαστικό. Η ματιά του έμοιαζε να παρατηρεί πράγματα που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μιά μεγάλη κρυστάλινη σφαίρα και κάθε φορά που ο βασιλιάς βυθιζόταν στην μελέτη του κειμένου, ο αστρολόγος σήκωνε την σφαίρα και κοιτούσε τα γυάλινα βάθη της με μιά έκφραση υπερβολικής σοφίας. Ο Λουδοβίκος σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό και αμέσως η ματιά του αστρολόγου μετακινήθηκε από την σφαίρα στο πρόσωπο του βασιλιά.

«Γνωρίζεις καλά τις γωνιακές αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων», είπε ο βασιλιάς, «όπως επίσης και το παράξενο όνειρο που είδα τρεις νύχτες πριν».

Ο αστρολόγος έγειρε το κεφάλι σκεπτικός. Ο Λουδοβίκος του είχε εξιστορήσει το όνειρό του με όλες τις λεπτομέρειες, τουλάχιστον δώδεκα φορές εκείνο το πρωί, ζαλισμένος πιθανώς από την αντηλιά, το μεθυστικό άρωμα των ρόδων και το κελάϊδισμα των πουλιών. Όμως, ο ηλικιωμένος άντρας άκουγε τον βασιλιά με μεγάλη προσοχή και φρόντιζε να δείχνει την ίδια γνήσια έκπληξη θαυμασμού, όπως κατά την πρώτη ακρόαση της ιστορίας.

«Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα γουρούνι που τριγύριζε στους δρόμους του Παρισιού και βρήκα ένα πανάκριβο μαργαριτάρι στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Το έβαλα στην κορώνα μου και γέμισε ολόκληρο το Παρίσι με το φως του. Όμως, βάρυνε τόσο πολύ στο κεφάλι μου, ώστε αναγκάστηκα να το πετάξω και θα το είχα λυώσει στο χώμα, αν ένα αστέρι που έπεσε απ’τον ουρανό δεν με σταματούσε. Ξύπνησα τρέμωντας».

Η ένρινη φωνή του βασιλιά χαμήλωσε, φτάνοντας στο τέλος της χιλιοειπωμένης ιστορίας. Μετά, κοίταξε τον αστρολόγο και τον ρώτησε ανήσυχα: «Λοιπόν; Τι συμπέρασμα βγάζεις;».

Ο αστρολόγος κούνησε το κεφάλι. «Τα αστέρια λάμπουν», είπε αργά, «μα το φως τους σαστίζει τα ανθρώπινα μάτια –που αδυνατούν να διακρίνουν τα περιγράμματα μέσα στην λάμψη τους. Τα όνειρα είναι ασαφή και είναι δύσκολο πολύ το ανθρώπινο μυαλό να τα ερμηνεύσει».

Ο βασιλιάς κατσούφιασε. «Ξέρω καλά ότι τα αστέρια λάμπουν και τα όνειρα είναι θολά, μα η χάρη σου ανταμείβεται πλουσιοπάροχα γιά μιά βαθύτερη σοφία απ’των κοινών ανθρώπων. Ερμήνευσε το όνειρό μου γιά χάρη της Γαλλίας, όπως ο Ιωσήφ το όνειρο του Αιγύπτιου».

Με ανέκφραστο πρόσωπο, το βλέμμα του αστρολόγου σάρωσε την κρυστάλινη σφαίρα.

«Μου φαίνεται πως αυτή είναι η εξήγηση του γρίφου, μεγαλειώτατε.Υπάρχει κάποιος ταπεινός, που, εάν από τα βάθη υψωθεί, μεγάλη υπηρεσία θα σου προσφέρει. Μπορεί ωστόσο τόσο δυσάρεστος να γίνει, ώστε να αναγκαστείς να τόνε στείλεις πίσω, στα βάθη απ’όπου αναδύθηκε. Φαίνεται λοιπόν, ότι τα αστέρια καθαρά μιλάν γιά αυτόν τον ερχομό και απ’ότι δείχνουν τα σημάδια, αυτός ο ξένος θα έχει την εύνοια των πλανητών γιά μία χρονική περίοδο που ξεκινάει αυτήν ακριβώς την στιγμή και θα διαρκέσει επτά ημέρες. Μάταια προσπαθώ να ξεχωρίσω κάποιο χαρακτηριστικό αυτού του άντρα μέσα στην σφαίρα. Μπορώ θολά μονάχα να διακρίνω μεγάλα ανθρώπινα πλήθη, παρελάσεις και γιορτές και πανηγύρια· μα και μετακινήσεις τεράστιων στρατών, μάχες και αιματοχυσία -και μιά τρανή νίκη γιά την Γαλλία· και μετά, ένα αστέρι πέφτει απ’τον ουρανό και το όραμα σβύνει».

Ο βασιλιάς έμεινε γιά ένα λεπτό σιωπηλός. Ύστερα, με ένα ηγεμονικό νεύμα, αποδέσμευσε τον αστρολόγο, ο οποίος μπήκε στον πύργο, ανέβηκε την στριφογυριστή σκάλα και εξαφανίστηκε πίσω απ’την πόρτα του δωματίου που χρησιμοποιούσε γιά τις αποκρυφιστικές μελέτες του. Ο βασιλιάς βημάτισε ανήσυχα πάνω-κάτω αδιάφορος γιά όλα -ακόμα και γιά τα αγαπημένα του ρόδα· γιά όλα εκτός από τα αστέρια.

«Αν ο Φρανσουά Βιγιόν ήτανε της Γαλλίας Βασιλιάς», μουρμούρησε. «Πόσο λαμπερά τρομαχτικός ήταν χτες το βράδυ αυτός ο τρελός τροβαδούρος. Κι όμως, οι τρελοί είναι παροιμιωδώς τυχεροί και ίσως ένας τους μπορεί να σώσει το Παρίσι γιά μένα, όπως μιά τρελή παρθένα έσωσε την Γαλλία γιά τον πατέρα μου».

Μία βαριά περπατησιά πίσω του, τον απέσπασε απ’τον διαλογισμό του. Αμέσως γύρισε και αντίκρυσε τον σύντροφο της χτεσινοβραδυνής του περιπέτειας.

«Λοιπόν Τριστάν;», τον ρώτησε ανήσυχα –γιατί διέκρινε στο πρόσωπό του το δυσοίωνο χαμόγελο που φορούσε ο Ερημίτης, κάθε φορά που είχε άσχημα νέα να ανακοινώσει.

«Το πουλάκι πέταξε μεγαλειώτατε», του αποκρίθηκε εκείνος. Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ τραυματίστηκε πολύ πιό ελαφρά απ’ότι υποθέσαμε χτες το βράδυ. Αφού τον μεταφέραμε στο σπίτι του, δραπέτευσε μεταμφιεσμένος έξω απ’τα τείχη της πόλης, γιά να συναντήσει –όπως πιστεύω- των Δούκα των Βουργουνδών».

Ο βασιλιάς σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Εύχομαι στον Δούκα να τον χαίρεται. Είναι πιό επικίνδυνος γιά τον εχθρό μου όταν βρίσκεται στο δικό του στρατόπεδο. Που είναι τα χτεσινοβραδυνά τσακάλια;».

«Ο συρφετός της Κουκουνάρας είναι στη φύλαξη του άρχοντα Νοέλ».

«Και ο αντίπαλός μου γιά τον Θρόνο;».

«Ο Κουρέας Ολιβιέ τον έχει χρεωθεί. Θα το είχα κρεμάσει το κάθαρμα, χωρίς δεύτερη σκέψη».

«Θα έρθει και η σειρά σου Κουτσομπόλη, μην αμφιβάλεις γιά αυτό. Όμως τα αστέρια με προειδοποίησαν ότι χρειάζομαι αυτόν τον ρακένδυτο τροβαδούρο. Υπάρχει μιά ιστορία γιά τον Χαρούν Αλ Ρασίντ...».

Ο Τριστάν έπνιξε ένα χασμουρητό και ρουθούνησε. «Ένα ακόμα παραμύθι μεγαλειώτατε», διαμαρτυρήθηκε με μία υποψία περιφρόνησης στην φωνή –γιατί οι ιστορίες του βασιλιά δεν τον διασκέδαζαν πάντα.

Ο Λουδοβίκος συνέχισε απτόητος την ιστορία του, αδιαφορώντας γιά την άποψη του συντρόφου του.

«... και το πως μάζεψε έναν μέθυσο αλήτη από τους δρόμους και τον πήρε στο παλάτι του. Όταν ο αλήτης ξεμέθυσε, οι αυλικοί τον έπεισαν πως ήταν ο Χαλίφης και ο Διοικητής της Φρουράς βρήκε πολύ λεβέντικη την συμπεριφορά του. Θα κάνω και εγώ το ίδιο πείραμα».

Ο Τριστάν τον κοίταξε έκπληκτος. Αυτού του είδους τα παιγχνίδια ήταν εντελώς ξένα γιά αυτόν και δεν φαινόταν να διασκεδάζει ιδιαίτερα.

«Θα τον αφήσεις να σκεφτεί πως είναι βασιλιάς, μεγαλειώτατε;», ρώτησε.

Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του βασιλιά.

«Όχι ακριβώς», του απάντησε. «Όταν ξυπνήσει, θα είναι σίγουρος ότι είναι ο Κόμης του Μονκορμπιέ και Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας. Οι θεατρινισμοί του με διασκεδάζουν και ίσως το τυχερό του αστέρι με υπηρετήσει -και η χτεσινοβραδυνή του νίκη με βοηθήσει να εκδικηθώ την ατίθαση νεαρή που με περιφρόνησε. Στείλε μου τον Ολιβιέ».

Ο Τριστάν υποκλίθηκε βαρύθυμα και έκανε μεταβολή. Βαθιά μέσα του περιφρονούσε τα παιδιαρίσματα του βασιλιά του. Όταν είχε την ευκαιρία να κρεμάσει κάποιον, θεωρούσε χαμένο χρόνο να παίζει μαζί του με αυτόν τον τρόπο. Το παιγχνίδι της γάτας και του ποντικού δεν ήταν ποτέ του γούστου του· προτιμούσε την μέθοδο του σκύλου με τον αρουραίο.

Ο Λουδοβίκος συνέχισε να βηματίζει πάνω-κάτω με τα χέρια πίσω απ’την πλάτη του, κοιτάζοντας το έδαφος σαν να έψαχνε γιά κάποιο χαμένο αντικείμενο. Έκανε διάφορες σκέψεις. Ήξερε πολύ καλά πόσο επισφαλής ήταν η θέση του· πόσο αντιπαθής ήταν στον λαό του, πόσο δυνατός ήταν ο στρατός που ο Δούκας των Βουργουνδών είχε παρατάξει απέναντί του, πόσο λίγο μπορούσε να βασιστεί στην αφοσίωση των πολιτών του Παρισιού αν ο εχθρός περνούσε τα τείχη της πόλης. Ήταν πολύ φιλόδοξος, είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, ήταν πολύ γενναίος, μα, παρόλα αυτά, ένοιωθε πως ούτε η φιλοδοξία του, ούτε το θάρρος και η αυτοπεποίθησή του ήταν αρκετά γιά να τον βγάλουν από την κρίση που είχε περιέλθει. Η προληπτική του φύση τον έστρεφε αδιάκοπα στην μεταφυσική και ολόκληρη η ύπαρξή του πότε βουτούσε στους κρυστάλινους ιριδισμούς της σφαίρας και πότε εξακοντίζοταν ψηλά, ως τους περιστρεφόμενους πλανήτες του ουρανού, ψάχνοντας διαρκώς γιά κάποιο θεϊκό σημάδι· κάποια μεταφυσική θεία φώτιση.

Γιά τον προληπτικό, τα μικρά, τα ασήμαντα, τα τιποτένια, είναι αδιαμφισβήτητα σημάδια της Μοίρας, αποδεικτικά στοιχεία ατράνταχτα του Πεπρωμένου· και γιά τον Λουδοβίκο η χτεσινοβραδυνή παράτολμη περιπέτεια ήταν χειροπιαστή απόδειξη γιά την ορθότητα του συλλογισμού του· ξεκάθαρο μήνυμα γιά εκείνον απ’τα αστέρια.
Αυτός ο ιδιόρυθμος αλήτης που εξέφρασε με τόση παρησία και τόλμη την επιθυμία του να κυβερνήσει την Γαλλία –και να την σώσει- θα είχε έτσι και αλλιώς κινήσει το ενδιαφέρον του εκκεντρικού Λουδοβίκου. Όμως απ’την στιγμή που το συναπάντημά του με τον ποιητή μπερδεύτηκε με το παράξενο όνειρό του –και συνοδεύτηκε από την ασαφή εξήγηση των οιωνών από τον αστρολόγο- η υπόθεση ξεκαθάρισε μπροστά στα μάτια του σε όλη την μεγαλειώδη της απλότητα. Είχε πάντα στον νου του την ανάμνηση της φεγγοβόλας άγιας παρθένας, που ήρθε σαν Άγγελος του Ουρανού να σώσει τον πατέρα του την στιγμή που όλα έδειχναν πως είχε έρθει το τέλος, και –με κάθε σοβαρότητα- επέτρεπε στον εαυτό του να ελπίζει –να πιστεύει σχεδόν- πως μιά αντίστοιχη Ουράνια Πρόνοια έστερξε να του συμπαρασταθεί στην δική του δύσκολη στιγμή, με την μορφή αυτού του παράδοξου -εξωανθρώπινου θα έλεγε κανένας- λογοπλόκου, που, μόλις χτές, διεκδικούσε με τόσο θράσος το στέμμα του στην ταβέρνα της Κουκουνάρας.
Ο Λουδοβίκος σήκωσε το βλέμμα του απ’το έδαφος σε μιά προσπάθεια να επεξεργαστεί με περισσότερη ψυχραιμία την συνάντηση του με την παράδοξη φιγούρα του Βιγιόν, μα η εικόνα που αντίκρυσε διέλυσε και τις τελευταίες του αμφιβολίες.

Μιά κοπέλα εξαιρετικής καλονής, ψηλή, επιβλητική και μεγαλοπρεπής, ερχόταν προς το μέρος του, με την αγκαλιά της γεμάτη θαυμάσια πορφυρά λουλούδια. Αν ο βασιλιάς ήταν γνώστης της Ελληνικής μυθολογίας, πιθανόν να θεωρούσε αυτή την οπτασία, γήινη ενσάρκωση κάποιας ένδοξης θεάς του Πάνθεου των Ολυμπίων.
Καθώς την θαύμαζε σαστισμένος, του φάνηκε πως η φιγούρα αυτή δεν ήταν γυναίκα με σάρκα και αίμα, μα κάποιου άλλου κόσμου πλάσμα· πως η ουράνια χάρη της περιφρονούσε κάθε ανθρώπινη εξουσία –και αυτό, βαθιά μέσα του, τον τρόμαξε.
Αυτή η κοπέλα –που ο Τιμπώ ντε Ωσινύ ήθελε να παντρευτεί και ο ίδιος λιμπιζόταν- η ίδια που λάτρευε ο τρελός ποιητής, τι ρόλο άραγε θα έπαιζε στο φανταστικό θέατρο σκιών, στο αόρατο αυτό βαριετέ που ξετυλιγόταν σταδιακά μπροστά στα κατάπληκτα μάτια του προληπτικού βασιλιά της Γαλλίας;

Η Κατερίνα της Βωσέλ παραχώρησε μία ηγεμονική υπόκλιση στον σαστισμένο Λουδοβίκο.

«Που πηγαίνετε νεαρή;», την ρώτησε εκείνος.

«Στην Μεγαλειότητά της, κύριε», αποκρίθηκε αμέσως η κοπέλα. «Μου ζήτησε να μαζέψω τριαντάφυλα».

«Χάρισέ μου ένα», είπε ο βασιλιάς και η κοπέλα του πρόσφερε ένα κατακόκινο λουλούδι με μακρύ μίσχο.

Ο Λουδοβίκος χαίδεψε ελαφρά το πρόσωπο της κοπέλας με το ρόδο και την κοίταξε περιπαιχτικά.

«Είσαι όμορφο πλάσμα», της είπε. «Θα μπορούσες να έχεις την καρδιά ενός βασιλιά. Όμως είσαι ανόητη. Δεν σε κατάφερε ο Τιμπώ ντε Ωσινύ;».

«Μου λέει ότι με αγαπάει μεγαλειώτατε· και εγώ ότι τον μισώ».

«Τραυματίστηκε σοβαρά χτες το βράδυ, σε μιά ταβέρνα».

«Τραυματίστηκε μόνο, μεγαλειώτατε;».

Ο Λουδοβίκος έβαλε τα γέλια.

«Η ανησυχία σου είναι άξια θαυμασμού. Κάνε κουράγιο. Θα γίνει καλά. Συλλάβαμε τον επίδοξο δολοφόνο του. Θα πληρώσει το τίμημα».

Η Κατερίνα πλησίασε τον βασιλιά. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και η φωνή της γεμάτη αγωνία.

«Κύριε, μην τιμωρήσετε τον άνθρωπο αυτόν».
«Είσαι η καλοσύνη προσωποποιημένη. Ευτυχώς, δεν κυβερνάει γυναίκα την Γαλλία. Όμως, η επίθεση σε έναν άρχοντα της χώρας είναι επίθεση ενάντια στην ίδια την χώρα. Θα πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά».

Η κοπέλα συνοφρυώθηκε.

«Αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να πεθάνει, μεγαλειώτατε. Ο Τιμπώ ήταν προδότης, ένας αχρείος...».

Η θυμηδία του Λουδοβίκου λίγο έλειψε να τον προδώσει, όμως κατάφερε να διατηρήσει την σοβαρότητα που απαιτούσε ο ρόλος του.

«Πρόσεχε καλή μου, γιατί είσαι έξω απ’τα νερά σου. Απ’την άλλη, οι γυναικείες καρδιές είναι θάλασσες συμπόνιας. Αν όμως η ζωή αυτού του τσακαλιού σε ενδιαφέρει, κάνε έκκληση στον Μεγάλο Αυλάρχη».

Η κοπέλα έκανε ένα νεύμα απελπισίας.

«Ο Τιμπώ είναι άσπλαχνος», είπε και η γραμμή των χειλιών της σκλήρυνε στη σκέψη της αποτυχίας της να εξοντώσει τον μισητό εχθρό της- μα το πρόσωπό της μαλάκωσε ξανά, ακούγωντας τις επόμενες λέξεις του βασιλιά.

«Ο Τιμπώ δεν ανήκει πλέον στην Αυλή. Δοκίμασε την τύχη σου με τον διάδοχό του».

Η Κατερίνα τον κοίταξε παρακλητικά.

«Το όνομά του, μεγαλειώτατε;».

Ο Λουδοβίκος της αποκρίθηκε σκεπτικός.

«Είναι ο Κόμης του Μονκορμπιέ. Είναι ξένος στην Αυλή μας, μα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Ήρθε μόλις χτες το βράδυ, απ’τον Νότο. Μου τον σύστησε ανεπιφύλακτα ο αδερφός μου, από την Προβηγκία. Πιστεύω πως θα με υπηρετήσει άριστα και είμαι σίγουρος ότι θα δείξει επιείκεια μπροστά σε τέτοια όμορφιά».

Ο βασιλιάς χαμογέλασε καλοσυνάτα καθώς τα προκατασκευασμένα ψέματα γλιστρούσαν απαλά μέσα απ’τα χείλη του. Διασκέδαζε απεριόριστα με το παραμύθι που ο ίδιος έφτιαχνε, υφαίνοντας –σαν την αράχνη- τον αόρατο ιστό του γύρω απ’τους πρωταγωνιστές αυτής της αλλοκοτης φάρσας.

«Θα πρέπει να συναντηθείτε», είπε και σταμάτησε. Με την άκρη του ματιού του είδε την γνώριμη γκρίζα φιγούρα του κουρέα της Αυλής, που ερχόταν προς το μέρος τους διστακτικά. «Ολιβιέ, μόλις ο Κόμης του Μονκορμπιέ βγει γιά την βόλτα του στον κήπο, παρουσίασε την κυρία στην εξοχότητά του. Έγινα αντιληπτός;».

Στράφηκε ξανά στην Κατερίνα και χάϊδεψε το μάγουλό της με το ρόδο γιά μία ακόμη φορά.

«Πήγαινε τώρα νεαρή, γιατί η γυναίκα μου –και βασίλισά σου- περιμένει τα ρόδα της».

Η Κατερίνα υποκλίθηκε στον βασιλιά και ανέβηκε με αργό βήμα τις σκάλες. Ο Λουδοβίκος την ακολούθησε με το βλέμμα, εως ότου η κοπέλα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Ύστερα, στράφηκε ζωηρά στον υπηρέτη του.

«Λοιπόν καλέ μου κουρέα, τι νέα απ’τον αγαπητό μας Φρανσουά Βιγιόν;».

«Μιά κούπα κρασί με υπνωτικό τον έστειλε να κοιμηθεί στην φυλακή, χτες βράδυ. Σήμερα το πρωί ξύπνησε σε παλάτι, ξαπλωμένος στα μετάξια σε βασιλικό κρεβάτι. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, αρωματίστηκε και ντύθηκε με πολυτελή ενδύματα. Είναι τόσο διαφορετικός από χτες, που δεν θα τον γνώριζε ούτε η ίδια του η μάνα. Νομίζω πως ούτε καν ο ίδιος αναγνωρίζει τον εαυτό του. Συμπεριφέρεται λες και έχει γενηθεί εδώ, στην Βασιλική Αυλή».

Ο βασιλιάς χαμογέλασε.

«Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως, αν ο γάϊδαρος φορέσει τομάρι λιονταριού νομίζει ότι είναι και ο ίδιος λιοντάρι. Όμως, δεν τα έχει χαμένα;».

«Είναι τόσο έκπληκτος μεγαλειώτατε, που προδίδεται μόνος του. Ρωτάει συνεχώς τους ακολούθους του και εκείνοι, με ανέκφραστα πρόσωπα, τον διαβεβαιώνουν πως είναι ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας. Νομίζω πως πιστεύει ότι βλέπει όνειρο -και το απολαμβάνει».

«Να προσέχεις τις λεπτομέρειες. Αυτός ο άνθρωπος ήρθε χτες το βράδυ από την Προβηγκία. Κανείς δεν πρέπει να μάθει ποιός πραγματικά είναι, εκτός από εσένα, εμένα και τον Τριστάν. Ολόκληρη η Αυλή πρέπει να ξέρει πως είναι ο Κόμης του Μονκορμπιέ, ομοτράπεζος του αδερφού μου και τώρα φίλος και σύμβουλός μου. Σε συμπαθώ πολύ Ολιβιέ –όπως ίσως γνωρίζεις- και ο Τριστάν είναι καλός μου φίλος, μα κανενός σας το κεφάλι δεν θα σταθεί πολύ πάνω στους ώμους, αν το μικρό παιγχνίδι μου χαλάσει από δικό σας λάθος».

Ο Ολιβιέ υποκλίθηκε βαθιά.

«Δεν μπορώ να μιλήσω γιά τον Τριστάν μεγαλειώτατε, όμως θα μιλήσω γιά μένα. Ο θεός Αρποκράτης δεν ήταν πιό σιωπηλός απ’ότι θα είμαι εγώ, αφού η βασιλική επιθυμία σας μου δένει την γλώσσα».

«Εντάξει τότε», είπε ο Λουδοβίκος. «Θα αναλάβω εγώ τον Τριστάν. Στείλε μου τώρα τον φιλαράκο μας».

Με ακόμα μιά βαθιά υπόκλιση, ο Ολιβιέ ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο παλάτι. Ο βασιλιάς μύρισε αφηρημένος το τριαντάφυλο που του είχε χαρίσει η Κατερίνα. Το άρωμα του λουλουδιού τον ηρέμησε και σκέφτηκε –διασκεδάζοντας μόνος του- την μεγάλη ευχαρίστηση που του έδινε η δυνατότητά του να παίζει με τις ζωές των άλλων.

«Θα τους χορέψω και τους δύο σαν μαριονέτες. Θα έχει μεγάλη πλάκα, αν η Λαίδη Κατερίνα παρακούσει την εντολή του βασιλιά της και δεν γονατίσει μπροστά σε αυτόν τον μεταμφιεσμένο αλήτη. Θα τον κρεμάσω βέβαια στο τέλος· και μόνο το κοροϊδευτικό του τραγουδάκι είναι ικανός λόγος. Μα, αφού τόσο ηγεμονικός φαινόταν χτες –παρόλα τα χιλιομπαλωμένα του κουρέλια- ας δοκιμάσει μέχρι τότε αυτή την αίγλη».

Κοίταξε στην βεράντα και αντίκρυσε τον Ολιβιέ λε Νταίην που κατευθυνόταν προς το μέρος του. Ο Λουδοβίκος υπέθεσε πως ο πιστός κουρέας εκτελούσε χρέη μαντατοφόρου του καινούριου Μεγάλου Αυλάρχη. Τον ακολουθούσε μιά κουστωδία αξιωματούχων του παλατιού και πίσω απ’αυτούς, ο βασιλιάς μπορούσε να διακρίνει μία λαμπερή φιγούρα ντυμένη στα χρυσά.

«Να λοιπόν και ο κατεργάρης πρωταγωνιστής της μικρής μου φάρσας», μονολόγησε, «τόσο ξιπασμένος, λες και γενήθηκε μες στην πορφύρα». Κινήθηκε γρήγορα προς την πόρτα του παλατιού και κρύφτηκε πίσω της, καθώς η μικρή πομπή κατέβαινε τα σκαλιά προς τον κήπο. Υπήρχε ένα καφασωτό παραθυρόφυλο στη πόρτα που έκλεινε με σύρτη και πίσω του ο Λουδοβίκος, αθέατος, παρακολουθούσε την εξέλιξη της κωμωδίας που ο ίδιος σκηνοθετούσε. Ο Ολιβιέ δεν ήταν καθόλου υπερβολικός στα λεγόμενά του γιά την μεταμόρφωση του Βιγιόν. Μετά την δικιά του προσεκτική δουλειά, το πρόσωπο του αλήτη της Κουκουνάρας –πλυμένο, ξυρισμένο και καθαρό- ήταν τόσο διαφορετικό, όσο το φως του φεγγαριού από το φως μιάς λάμπας. Ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, σαν μέλος βασιλικής οικογένειας. Το μεσημεριανό φως λαμπύριζε πάνω στη χρυσή φορεσιά του, ο αέρας γέμιζε απ’το άρωμά του και ο ίδιος δέσποζε στον χώρο, μέσα στις γούνες και στα κοσμήματα που φορούσε. Παρόλο που ο εξαπατημένος ποιητής αντιμετώπιζε ένα άλυτο μυστήριο, κατόρθωνε να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και έπαιζε τον ρόλο του με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Ο Ολιβιέ υποκλίθηκε με σεβασμό στην χρυσοντυμένη φιγούρα.

«Θα μπορούσε η εξοχότητά σας να παραμείνει γιά λίγο στον κήπο;», τον ρώτησε ταπεινά.

Ο χρυσοντυμένος άρχοντας τον κοίταξε με κατάπληξη. Το μυαλό του ήταν σε μεγάλη σύγχιση. Έβλεπε στον καθρέφτη ένα καλοξυρισμένο, καθαρό πρόσωπο με κομψό χτένισμα, και προσπαθούσε να συνδυάσει την αρχοντική μορφή του καθρέφτη με το δικό του, γνώριμο άπλυτο, αξύριστο και απεριποίητο πρόσωπο. Έβλεπε τα υπέροχα ρούχα που τον έντυναν και το μυαλό του σάστιζε· πέτρωνε σχεδόν, από έναν τεράστιο, ανεξήγητο τρόμο. Κοιτούσε τους σοβαρούς αυλικούς που στέκονταν ολόγυρά του με τα χρυσά τους κύπελα στα χέρια και προσπαθούσε να θυμηθεί πως, από το καπηλειό του Ρομπίν Ταργκίς βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε αυτό το βασιλικό περιβάλον. Η επίπονη προσπάθεια του προκάλεσε πονοκέφαλο και την εγκατέλειψε. Ο Ολιβιέ επανέλαβε την ερώτηση και επιτέλους ο Βιγιόν βρήκε το κουράγιο να μιλήσει –και η φωνή του ακούστηκε παράξενη στα ίδια του τα αυτιά.

«Η εξοχότητά μου είναι πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε προτείνεις άρχοντα Μπλάκμουρ», αποκρίθηκε στον κουρέα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πως ήταν προτιμότερο να διασκεδάσει με την παράδοξη αυτή κατάσταση, με όλα αυτά τα άγνωστα πρόσωπα γύρω του, πρόσωπα που τίποτα δεν του θύμιζαν τον πραγματικό κόσμο που εκείνος γνώριζε.
Ο κουρέας υποκλίθηκε με σεβασμό.

«Θα σας ενοχλήσω γιά λίγο, με κάποιες υποθέσεις ρουτίνας της χώρας».

Ο Βιγιόν του χαμογέλασε καλοκάγαθα. Αναρωτήθηκε σε τι αναφερόταν ο συνομιλητής του, μα μετά σκέφτηκε πως ένας σοφός άντρας δεν πρέπει να δείχνει έκπληξη. Οι συνθήκες ήταν πράγματι παράξενες, όμως όχι και δυσάρεστες· και αποφάσισε να το διασκεδάσει.

«Καμία ενόχληση, εξαίρετε ακόλουθε», απάντησε. «Αυτά τα καθήκοντα είναι ευχαρίστηση γιά τον φίλο σου».

Ο Ολιβιέ υποκλίθηκε ξανά.

«Η Μεγαλειώτητά του θα σας τιμήσει με την παρουσία του αργότερα».

Ο Βιγιόν χαμογέλασε και πάλι, ενώ έψαχνε να βρει την καταληλότερη απάντηση γιά την περίσταση. Ίσως, σε αυτό το παράξενο όνειρο, να ήταν έμπιστος άνθρωπος του βασιλιά και φίλος του. Τουλάχιστον, αυτό μπορούσε να συμπεράνει, αφού η επίσημη ακολουθία του τον διαβεβαίωνε γιά αυτό.

«Πάντα χαίρομαι να συναντώ τον αγαπητό Λουδοβίκο. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι. Οι άνθρωποι λένε πολλά άσκημα πράγματα γιά εκείνον, αλλά, πίστεψέ με, είναι γιατί δεν τον γνωρίζουν».

Προσπαθούσε σκληρά να βάλει τα ανάκατα κομάτια της μνήμης του στη σωστή τους θέση και να εξηγήσει στον εαυτό του πως έφτασε να είναι φίλος του βασιλιά. Το κεφάλι του ήταν βαρύ και ένοιωθε ότι βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ψάχνοντας στα τυφλά το μάνταλο της πόρτας. Η φωνή του κουρέα διέκοψε την σπαζοκεφαλιά.

«Μπορούμε να αποχωρήσουμε τώρα άρχοντά μου;».

Το πρόσωπο του Βιγιόν γαλήνεψε. Τον ανακούφιζε μιά τέτοια προοπτική. Επιθυμούσε να μείνει μόνος του στον κήπο, αφενός γιά να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και αφετέρου γιατί είχε προσέξει πως οι αυλικοί είχαν αφήσει τις χρυσές τους κούπες και τις κανάτες στο μαρμάρινο τραπέζι και το ένστικτό του τον διαβεβαίωνε ότι αυτά τα πολύτιμα δοχεία περιείχαν εξίσου πολύτιμο κρασί.

«Μπορείτε, μπορείτε», συναίνεσε, μα καθώς ο κουρέας ετοιμάστηκε να φύγει, η διάθεσή του άλλαξε. Τον έπιασε απ’το μανίκι, τον έφερε κοντά του και τον ρώτησε χαμηλόφωνα:

«Μιά στιγμή. Ξέρεις πόσο άθλια μνήμη έχω, πόσο ξεχασιάρης είμαι. Μπορείς να μου θυμίσεις ποιός είπαμε ότι είμαι;».

Ο κουρέας δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι έκπληξης. Με Ιώβεια υπομονή του απάντησε σοβαρά:

«Είστε ο Κόμης του Μονκορμπιέ, εξοχότατε. Μόλις ήρθατε στο Παρίσι από την Αυλή της Προβηγκίας, που είχατε την εύνοια του εκεί βασιλιά. Μα τώρα, η εξοχότητά σας είναι ακόμα περισσότερο ευνοημένη, αφού ο Βασιλιάς της Γαλλίας επέλεξε να σας διορίσει Μεγάλο Αυλάρχη. Η Μεγαλειότητά του επιθυμεί αυτό να το θυμάστε».

Ο Βιγιόν προσπάθησε να γελάσει αβίαστα και φυσικά –με αμφίβολη όμως επιτυχία.

«Φυσικά, τι χαζομάρα μου να το ξεχάσω. Υποθέτω, καλέ μου άρχοντα Μακρυδάχτυλε, πως το αξίωμά μου μου δίνει κάποια δύναμη, επιρροή, αρμοδιότητες· δεν είναι έτσι;».

«Στο όνομα του Βασιλιά, είστε ο ανώτατος άρχοντας του βασιλείου».

Ο Βιγιόν έβγαλε μιά πνιχτή κραυγή ικανοποίησης. Το όνειρο εξελισόταν μεγαλόπρεπα.

«Ώστε έτσι! Και αυτό το ανώτατο αξίωμα, δεν συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αμοιβή;».

«Εάν έχετε την καλοσύνη, κοιτάξτε στο πουγκί σας...», συμβούλεψε ο Ολιβιέ, δείχνοντας με το λεπτό του δάχτυλο την πλουμιστή ζώνη του ποιητή.

Ο Βιγιόν έχωσε το χέρι του στο πουγκί και το ξανάβγαλε γεμάτο αστραφτερά χρυσά νομίσματα, που λαμπύρισαν στο φως του ήλιου. Με μιά μικρή κραυγή χαράς, άφησε το λαμπερό ρυάκι να τρέξει από το ένα χέρι στο άλλο και απόλαυσε τον ήχο και την λάμψη του με την ευχαρίστηση ενός νέου Μίδα. Μα η πρώτη σκέψη που έκανε μπροστά σε αυτήν την ξαφνική καλοτυχία του ήταν τιμητικά ανιδιοτελής.

«Χρυσά νομίσματα γιά χάρη μου. Λατρεμένες σταγόνες του θεϊκού Πακτωλού. Καλέ μου άρχοντα, έχεις την καλοσύνη να στείλεις κάποιον έμπιστο με μιά χούφτα από αυτά στην εκκλησία των Σελεστίνων και να ρωτήσει τον ιερέα που μένει η Μητέρα Βιγιόν, μιά φτωχή γριά γυναίκα που η κακή της τύχη την φόρτωσε με έναν ανάξιο γιό· ας ψάξει να την βρει ο άνθρωπός μας –κατοικεί στο έβδομο πάτωμα, κοντά στον Παράδεισο που της αξίζει- και να της δώσει αυτά τα νομίσματα, γιά να αγοράσει φαγητό, ρούχα και κάρβουνα γιά την φωτιά».

Ήταν πολύ μπερδεμένος με την κατάσταση, μα παρόλα αυτά ήταν σίγουρος πως, όποιος και να ήταν, όπου και να ήταν –μέσα σε αυτό το παράξενο όνειρο- η φτωχή γυναίκα που τόσο αγαπούσε, έπρεπε να υπάρχει και πιθανώς να χρειαζόταν βοήθεια.

Ο Ολιβιέ υποκλίθηκε.

«Θα γίνει όπως επιθυμείτε», είπε, μεταφέροντας ταυτόχρονα τα χρυσά νομίσματα στο πουγκί του. Ύστερα, έδειξε ένα μικρό χρυσό καμπανάκι που κάποιος από τους αυλικούς είχε αφήσει στο μαρμάρινο τραπέζι και πρόσθεσε: «Αν υπάρχει κάτι που η εξοχότητά σας επιθυμεί, δεν έχετε παρά να χτυπήσετε το καμπανάκι».

«Είσαι πολύ ευγενής», αποκρίθηκε σοβαρά ο Βιγιόν και ο Ολιβιέ με τους αυλικούς απομακρυνθηκαν προς το παλάτι, αφού τον χαιρέτησαν με σεβασμό. Ο βασιλιάς απ’την κρυψώνα του παρατηρούσε με ευχαρίστηση τους αυλικούς του που έπαιζαν τους ρόλους τους με αξιοθαύμαστο ζήλο και σοβαρότητα, χωρίς καχυποψία, χωρίς κρυφά γελάκια και άκομψα χωρατά.

Όταν ο Βιγιόν έμεινε μόνος του, άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο γύρω του. Παρατήρησε κατάπληκτος τους γκρίζους τοίχους του παλατιού, την σκεπασμένη με κισσούς βεράντα, τις στριφογυριστές σκάλες, τον παλιό, επιβλητικό πύργο με το μεγάλο ηλιακό ρολόϊ και τον κήπο με τα υπέροχα λουλούδια που σκορπούσαν το μεθυστικό τους άρωμα ολόγυρά του. Έκλεισε τα μάτια του γιά μερικά δευτερόλεπτα και τα ξανάνοιξε απότομα, σαν να περίμενε να αντικρύσει ένα διαφορετικό σκηνικό· σαν να περίμενε όλα τούτα να έχουν εξαφανιστεί μέσα στον απαλό καλοκαιρινό αέρα. Όμως όλα, το κάστρο και η βεράντα, ο πύργος και τα ρόδα, παρέμεναν εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Βημάτισε προσεκτικά στο γρασίδι και έφτασε σε ένα μαρμάρινο παγκάκι, δίπλα σε μία συστάδα ρόδων που έμοιαζαν να φρουρούνται από ένα τεράστιο άγαλμα του θεού Πάνα· ένα άγαλμα που κάποιος πρίγκηπας της Ανατολής είχε φέρει δώρο στον Λουδοβίκο από την Αθήνα. Πιέζοντας με τα χέρια το μέτωπό του, ο Βιγιόν προσπάθησε να θυμηθεί τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, που τώρα, γιά κάποιον ακατανόητο λόγο, νόμιζε ότι έχουν συμβεί αιώνες πριν. Θυμόταν αμυδρά ένα σκοτεινό, υγρό κελί, στρωμένο με άχυρο και αλυσίδες στους τοίχους. Μπορούσε να θυμηθεί τα άγρια, εχθρικά πρόσωπα των δεσμοφυλάκων. Θυμήθηκε ότι ένας από δαύτους, του έδωσε μία κούπα κρασί και τον διέταξε να πιεί –και εκείνος ήπιε λαίμαργα, όπως κάθε φορά που έβρισκε τζάμπα κρασί- και από εκεί και πέρα τίποτα· ένα κενό μνήμης, ένα σκοτάδι απόλυτο και βαθύ.

Όμως πως είχε βρεθεί στο μπουντρούμι; Το κεφάλι του πονούσε μ’αυτές τις σκέψεις, όμως οι θολές εικόνες άρχισαν να βρίσκουν την θέση τους στο αλλόκοτο παζλ της χτεσινοβραδυνής του περιπέτειας. Είδε ξανά τους βρώμικους τοίχους του πανδοχείου της Κουκουνάρας και ο νους του πήγε πίσω, στην απαγγελία της μπαλάντας του και στην οργισμένη αντίδρασή του γιά τον εξευτελισμό του Παρισιού -του Παρισιού του πολιορκημένου απ’τους Βουργουνδούς, του Παρισιού που κυβερνούσε ένας ανίκανος βασιλιάς. Μετά, είδε την εικόνα ενός αγγέλου και άκουσε μιά παράκληση· μιά προσευχή που έμοιαζε δαιμονική. Θυμήθηκε έναν καυγά και μιά μονομαχία στο σκοτάδι, που τέλειωσε με τους αναμένους δαυλούς της περιπόλου· και το τεράστιο σώμα του Τιμπώ σωριασμένο στο πάτωμα, μές στην αστραφτερή του πανοπλία. Θυμήθηκε την κορδέλα που έπεσε απ’τον εξώστη· έβαλε το χέρι στην τσέπη του χρυσού γιλέκου του και βρήκε το χρυσόλευκο σύμβολο, σκονισμένο από την επαφή του με το πάτωμα. Ύστερα θυμήθηκε την σύληψή του, την ταπεινωτική πορεία του στα έρημα σοκάκια, μιά σκοτεινή, άγνωστη φυλακή, την γεύση του ναρκωτικού στο κρασί και τελικά, τον βαθύ ύπνο.

Το επόμενο πράγμα που θυμόταν, ήταν ένα μαλακό κρεβάτι αντί του αχυρένιου δαπέδου και ότι το σκοτάδι γύρω του δεν ήταν το σκοτάδι του κελιού. Και μετά, κάποιος τράβηξε μιά κουρτίνα και το δωμάτιο γέμισε με απαλό φως· και τέτοια ήταν η έκπληξή του, που νόμισε πως άνοιξαν οι πύλες του Παράδεισου μόνο γιά αυτόν και στρατιές αστραφτερών αγγέλων τον καλούσαν. Θυμήθηκε πως ήταν ξαπλωμένος σε αρχοντικό κρεβάτι και χουζούρευε κάτω απ’τα πορφυρά μεταξωτά σεντόνια. Πως το κρεβάτι ήταν μέσα σε ένα υπέροχο δωμάτιο, το πάτωμα καλυμένο από πανάκριβα χαλιά και στο ξυλόγλυπτο, ζωγραφισμένο ταβάνι λαμποκοπούσαν επιχρυσωμένα αστέρια. Βαριές κόκκινες βελούδινες κουρτίνες άφηναν το φως του ήλιου να μπαίνει από τα χρωματιστά βιτρό τζάμια των παραθύρων. Λεπτά ευγενικά αρώματα διαπότιζαν την ατμόσφαιρα -και μιά απαλή μελωδία από κάποιο αόρατο λαούτο ερχόταν από μακριά.

Και μετά, αυτός ο γεμάτος σεβασμό μαυροντυμένος αυλικός –που τον συνόδευαν δουλικοί λακέδες- τον κούρεψε, τον μπανιάρισε, τον αρωμάτισε, τον έντυσε με απαλά λινά ρούχα και τον στόλισε με πετράδια αντάξια ενός βασιλιά. Το αποκορύφωμα όλων αυτών των ετοιμασιών ήταν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα κάτω από το άγρυπνο μάτι των αυλικών, που ήταν έτοιμοι να υπακούσουν σε κάθε διαταγή του. Ύστερα, περπάτησε τους μεγάλους σιωπηλούς διαδρόμους του παλατιού μέχρι την γκρίζα βεράντα και βρέθηκε στον ευωδιαστό κήπο. Ο Βιγιόν ήταν ζαλισμένος και κουρασμένος απ’την προσπάθειά του να ταξινομήσει τόσα πολλά γεγονότα. Έπιασε το κεφάλι του απορημένος.

«Χτες το βράδυ ήμουν ένας φυλακισμένος παράνομος, που κοιμόταν στα άχυρα της φυλακής. Σήμερα ξύπνησα στο παλάτι και οι αυλικοί με προσφωνούν «άρχοντα».
Υπάρχουν τρεις εξηγήσεις γιά αυτή την παράξενη κατάσταση. Ή είμαι μεθυσμένος, ή έχω τρελαθεί, ή ονειρεύομαι. Αν όμως είμαι μεθυσμένος δεν θα ξεχωρίσω το κρασί του Μπορντώ από της Βουργουνδίας. Ας δοκιμάσω».

Πλησίασε το μαρμάρινο τραπέζι. Πάνω του ήταν ακουμπισμένα τα χρυσά δοχεία που είχε χρησιμοποιήσει στο γεύμα. Θυμόταν με νοσταλγία αυτό το βασιλικό τραπέζι, με τα υπέροχα φαγητά και τις δυό χρυσές κανάτες, που η μία περιείχε κρασί του Μπορντώ και η άλλη μιά θαυμάσια Βουργουνδική ποικιλία. Σήκωσε επιφυλακτικά την πρώτη κανάτα, μύρισε το άρωμα του κρασιού και γέμισε προσεκτικά ένα χρυσό κύπελο. Το έφερε στα χείλη του και δοκίμασε το κρασί πλαταγίζοντας την γλώσσα. Μιά μεστή, ευγενική γεύση πλημύρισε το στόμα του.

«Ουρανέ!», μονολόγησε με θαυμασμό. «Δεν έχει βγει ποτέ καλύτερο κρασί από τα αμπέλια της Βουργουνδίας».

Άφησε το κύπελο στο τραπέζι και γέμισε ένα άλλο από την δεύτερη κανάτα. Αφού επανέλαβε την ίδια τελετουργία, άφησε κάτω το ποτήρι, με την αίσθηση της πληρότητας στον ουρανίσκο.

«Αυτή η γευστική πεμπτουσία, αυτό το απόσταγμα ουράνιων λουλουδιών, δεν μπορεί να είναι από πουθενά αλλού εκτός απ’την κοιλάδα του Μπορντώ. Άρα, δεν είμαι μεθυσμένος. Δεν νομίζω επίσης πως έχω τρελαθεί, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι είμαι ο Φρανσουά Βιγιόν, αδέκαρος Δάσκαλος Τεχνών και σε καμμία περίπτωση Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας. Ονειρεύομαι λοιπόν. Έχω αρπάξει έναν υπνάκο δίπλα στο τζάκι της Κουκουνάρας, έχοντας πιεί την κανάτα που βούτηξα απ’τον Ταργκίς και οτιδήποτε έχει συμβεί από εκείνη την στιγμή και μετά, είναι ένα όνειρο. Η συνάντησή μου με την Κατερίνα, όνειρο. Η μονομαχία μου με τον Τιμπώ ντε Ωσινύ, όνειρο. Μετά, εμφανίστηκε ο βασιλιάς την τελευταία στιγμή –σαν από μηχανής θεός· όνειρο και αυτό. Τα ρούχα, οι υπηρέτες, ο κήπος, ένα όνειρο. Σε λίγο θα ξυπνήσω φορώντας τα κουρέλια μου, παγωμένος και πεινασμένος. Αλλά στο μεταξύ, ας το απολαύσω. Αυτό το όνειρο κάνει καλό κεφάλι».

Ήταν έτοιμος να ξαναγεμίσει το ποτήρι, όταν μιά σκιά έπεσε στο τραπέζι. Γύρισε και αντίκρυσε τον Ολιβιέ λε Ντέην, που τον κοιτούσε με σεβασμό –ένα επίσημο ύφος που είχε αρχίσει να κουράζει τον μεταμορφωμένο ποιητή.

«Ας με συγχωρήσει η εξοχότητά σας, μα πρέπει να δικάσετε τους κρατουμένους. Είναι επιθυμία του βασιλιά».

Ο Βιγιόν τον κοίταξε απορημένος.

«Εγώ; Εδώ και τώρα;»

«Είναι επιθυμία του βασιλιά».

«Ποιούς κρατουμένους;»

«Κάτι παλιάνθρωπους και πόρνες, που συνέλαβε η περίπολος σε έναν καυγά στην Ταβέρνα της Κουκουνάρας, χτες το βράδυ».

Ο Βιγιόν έξυσε το μάγουλό του σκεπτικός. Μιά ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο θολωμένο μυαλό του. Είχε μιά ευκαιρία να βρει την άκρη του νήματος, το κλειδί του μυστηρίου. Πλησίασε τον κουρέα και σχεδόν ψιθύρησε στο αυτί του:

«Πες μου, είναι κάποιος Φρανσουά Βιγιόν -Δάσκαλος των Τεχνών, ποιητής στην καλύτερη, αλήτης στην χειρότερη, ανέστιος σε κάθε εποχή και, σε κάθε περίπτωση, απατεώνας- ανάμεσά τους;»

Ο Ολιβιέ χαμογέλασε με έμφαση, όπως οι καλοί υπάληλοι ακούγοντας τα κρύα αστεία του αφεντικού τους.

«Στην εξοχώτητά σας αρέσουν τα καλαμπούρια. Σας στέλνω τους κρατούμενους».

Ο Βιγιόν άρπαξε την ευκαιρία.

«Μπορώ να τους κάνω ότι θέλω;»

«Απολύτως, εξοχώτατε. Έτσι επιθυμεί ο Βασιλιάς».
Ο Βιγιόν έγειρε στην καρέκλα του, έχοντας παραδοθεί σε μιά εξωπραγματική κατάσταση. Είχε και στο παρελθόν ονειρευτεί παράξενα όνειρα, μα ποτέ τόσο παράξενα όσο αυτό.

«Βάλε έναν κλέφτη να δικάσει τον κλέφτη», μονολόγησε. «Ωραία λοιπόν, στείλ’ τους μέσα».

Ο Ολιβιέ υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε πίσω απ’τον κήπο με τα ρόδα –απ’όπου ήρθε.
Όταν ο Βιγιόν έμεινε μόνος, χαστούκισε δυνατά το μάγουλό του, σε μιά προσπάθεια να ξυπνήσει.

«Το κεφάλι μου θα σπάσει! Είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι; Τι μπέρδεμα».

Σκέφτηκε με απέχθεια τον πιστό του ακόλουθο.

«Αυτός ο αναθεματισμένος λακές με τα μαύρα, είναι απίστευτα δουλοπρεπής», μουρμούρησε. «Αν του ζητούσα να κρεμαστεί, τι θα έκανε άραγε; Έχει ωραίο λαιμό γιά κρεμάλα».

Όμως, αυτές τις ευγενείς σκέψεις του, διέκοψε ο θόρυβος από βαριά βήματα και όπλα που χτυπούσαν μεταξύ τους. Σήκωσε το βλέμμα και ανακάλυψε την πηγή αυτού του θορύβου· μιά κουστωδία αποτελούμενη από οπλισμένους στρατιώτες και κρατούμενους –που στα πρόσωπά τους ο Βιγιόν αναγνώρισε αμέσως τους συντρόφους της Κουκουνάρας- ερχόταν προς το μέρος του. Επικεφαλής των στρατιωτών ήταν ένας κομψός κύριος, στρατιωτικός αυλικός –ή αυλικός στρατιωτικός- ένα πλάσμα καμωμένο από μετάξι και ατσάλι, μισός δανδής, μισός στρατιώτης. Ήταν ντυμένος πολύ εξεζητημένα -και πολύ κομψά. Είχε στο πρόσωπο το αλαζονικό ύφος των ανθρώπων της εξουσίας. Και ήταν –επίσης- πρόσωπο που γνώριζε ο Βιγιόν· ο ροδομάγουλος λιμοκοντόρος που συνόδευε την Κατερίνα την πρώτη φορά που την είδε· και που –σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας της Κατερίνας- το όνομά του ήταν Νοέλ λε Ζολύ.

«Ο σαλτιμπάγκος που κυνηγάει την κοπέλα μου», μουρμούρησε. «Μου χαλάει το όνειρο».

Ο Βιγιόν ένιωσε βαθιά λύπη γιά τους φυλακισμένους συντρόφους του και μεγάλη έχθρα γιά τον παρφουμαρισμένο δανδή. Οι φίλοι του φαίνονταν τόσο αξιολύπητοι, τόσο ταλαιπωρημένοι, τόσο θλιβεροί και ο δεσμοφύλακάς τους τόσο ισχυρός –με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους κρατούμενούς του- που μιά άγρια αγανάκτηση φούντωσε στην καρδιά του, μιά τεράστια οργή γιά όλες τις αδικίες του κόσμου.

«Πόσο άθλιοι μοιάζουν οι φτωχοδιάβολοί μου –και πόσο βρώμικοι», σκέφτηκε, καθώς οι στρατιώτες παρέταξαν τους κρατουμένους τους σε μία σειρά μπροστά του και ο φτιασιδωμένος και αρωματισμένος διοικητής περπάτησε με χάρη προς το μέρος του και τον χαιρέτησε, δίνοντάς του συγχρόνως ένα φύλο χαρτί.

«Άρχοντά μου», του είπε ζωηρά, «εδώ είναι τα ονόματα αυτών των κατεργάρηδων».

Ο Βιγιόν πήρε το χαρτί και κοίταξε τον νεαρό στα μάτια.

«Έχουμε ξανασυναντηθεί;», τον ρώτησε.

Ο Νοέλ λε Ζολύ έκανε χειρονομία άρνησης.

«Όχι, δυστυχώς! Η εξοχότητά σας προσγειώθηκε στην Αυλή σαν διάτοντας κομήτης. Θα έχετε ασφαλώς ένα σωρό ιστορίες από την Προβηγκία γιά να διηγηθείτε στις Κυρίες της Αυλής».

Κοιτάζοντάς τον βλοσυρά, ο Βιγιόν τον ξαναρώτησε:

«Άρχοντα Νοέλ, αν εγώ και εσείς επιθυμούσαμε το ίδιο ρόδο από αυτόν τον κήπο, ποιός απ’τους δυό μας θα το κέρδιζε;».

Η ανόητη ευγένεια του αυλοκόλακα, γιά μιά στιγμή εξαφανίστηκε.

«Δεν σας καταλαβαίνω», διαμαρτυρήθηκε.

Ο Βιγιόν ανασήκωσε τους ώμους.

«Δεν πειράζει», είπε και ξανακάθισε στο μαρμάρινο παγκάκι, κοιτώντας τα ονόματα των φίλων του στο χαρτί.

«Στείλε μου τον Ρενέ ντε Μοντινύ».

Εκείνη την στιγμή ήταν σίγουρος ότι δεν περιπλανιώταν στους λαβυρίνθους ενός ονείρου, ότι είχε ξυπνήσει, μα γιά κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινε είχε αποκτήσει δύναμη και εξουσία.

«Ο λιμοκοντόρος δεν με γνώρισε», μονολόγησε. «Γιά να δούμε και τα παληκάρια μου».
Δυό στρατιώτες έσπρωξαν τον βλοσυρό Ρενέ ντε Μοντινύ, που στάθηκε μπροστά του με ένα ύφος βαθιάς περιφρόνησης.

Ο Βιγιόν έσκυψε προς το μέρος του, έκπληκτος από αυτήν την παράδοξη τροπή των πραγμάτων, που τον είχε φέρει σε τέτοια θέση σε σχέση με τους συντρόφους του.

«Είσαι ο...;», ρώτησε.

Ο Μοντινύ απάντησε άγρια:

«Ρενέ ντε Μοντινύ, από ευγενική γενιά, γενημένος σε δύσκολους καιρούς».

«Χωρίς να φταις εσύ, ασφαλώς».

«Όπως η χάρη σας σωστά υπέθεσε, χωρίς να φταίω εγώ. Είμαι φτωχός, αλλά χάρη στο τυχερό μου άστρο, άντρας με τιμή».

Αυτή η παρατήρηση, που έγινε εις υπήκοων όλων, προκάλεσε ένα κύμα γέλιου από τον Γκυ Ταμπαρύ, εώς ότου ένα βίαιο σπρώξιμο των στρατιωτών, τον ανάγκασε να σταματήσει. Ο Βιγιόν άδραξε την ευκαιρία.

«Από πότε κύριε; Από χτες το βράδυ;».

«Δεν σας καταλαβαίνω κύριε», αποκρίθηκε ο Μοντινύ.

«Όταν ο Ιάσονας ήταν γεωργός στην Κολχίδα, έσπερνε δόντια δράκου και θέριζε στρατιώτες. Εσείς, τι καλιεργείται στον κήπο σας κύριε ντε Μοντινύ;».

Ο Μοντινύ, παρά την έκπληξή του, αποκρίθηκε αμέσως:

«Λάχανα».

Ο Βιγιόν κούνησε το κεφάλι.

«Βέλη, άρχοντα Ρενέ, Βουργουνδέζικα βέλη, πολύ επικίνδυνα λαχανικά. Το νου σας! Είναι θανατηφόρα σοδειά και μπορεί να δηλητηριάσουν τον κηπουρό. Κάνε στην άκρη».

Ο Ρενέ, κοίταξε τον συνομιλητή του με κατάπληξη. Το πιό καλά κρυμένο μυστικό του αποκαλύφθηκε δημόσια από τα χείλη του ανακριτή του. Γιά πρώτη φορά κοίταξε στα μάτια τον κατήγορό του και ο Βιγιόν του αντιγύρισε το βλέμμα με περιφρόνηση. Ο Μοντινύ δεν αναγνώρισε τον Βιγιόν. Δεν μπορούσε να διακρίνει την ομοιότητα του καλοντυμένου άρχοντα που τον ανέκρινε και του κουρελή τροβαδούρου που είχε μοιραστεί μαζί του τόσες περιπέτειες -και που τώρα χαμήλωνε με σεβασμό το κεφάλι μπροστά του.

«Ας με συγχωρέσει η χάρη σας», παρακάλεσε, μα ο Βιγιόν ήταν ανένδοτος.

«Κάνε στην άκρη», επανέλαβε και οι στρατιώτες έσυραν τον Μοντινύ στην προηγούμενη του θέση, καθώς ο Βιγιόν διάβαζε το επόμενο όνομα της λίστας, που ήταν του Γκυ Ταμπαρύ.

Το μυαλό του Βιγιόν αντιλαμβανόταν την ειρωνία της κατάστασης. Είχε καταλάβει πως, αφού η διεισδυτική ματιά του Ρενέ ντε Μοντινύ δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει, δεν θα τον αναγνώριζαν και οι υπόλοιποι –λιγότερο παρατηρητικοί- σύντροφοί του. Και, παρόλο που είχε κατεβάσει το καπέλο του μέχρι τα αυτιά, αποφάσισε να χαιρετήσει κάθε κρατούμενο με απάθεια.

Ο Γκυ Ταμπαρύ –μιά αξιολύπητη φιγούρα που διέσχισε το γρασίδι της αυλής- σπρωγμένος βίαια από τους στρατιώτες που τον συνόδευαν, σωριάστηκε σαν σακί μπροστά σε αυτόν που πίστευε πως είναι ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας. Με θλιβερές χειρονομίες και τρεμάμενα χέρια, ο κοκινοπρόσωπος, ατσούμπαλος άντρας, γονάτισε και άρχισε να εκλιπαρεί γιά έλεος. Ο Βιγιόν με δυσκολία κράτησε τα γέλια του.

«Έρχεσαι με καθαρά χέρια;», ρώτησε, και ο Γκυ απάντησε μπερδεύοντας τα λόγια του, ζαλισμένος σαν σχολιαρόπαιδο που το πιάσαν να αντιγράφει:

«Τίμιος σαν παιδί εξοχότατε, όπως κρατιέται το σώμα μαζί με την ψυχή, καθώς βαδίζουν στο στενό μονοπάτι που οδηγεί...»

«...στην κρεμάλα, αφέντη Ταμπαρύ;», τον έκοψε ο Βιγιόν.

Ο Ταμπαρύ ανατρίχιασε.

«Όχι άρχοντά μου, όχι. Είμαι θεοσεβούμενος άνθρωπος, όσο λίγοι στο Παρίσι».

Ο Βιγιόν έγειρε προς το μέρος του και του ψιθύρισε στο αυτί:

«Ξέρεις την εκκλησία του Αγίου Ματουρίν, αφέντη Ταμπαρύ;»

Τα μικρά, γουρουνήσια μάτια του Ταμπαρύ τον κοίταξαν γεμάτα έκπληξη, καθώς απαντούσε:

«Όχι άρχοντά μου, δεν την ξέρω». Ο Βιγιόν κούνησε το κεφάλι.

«Αφέντη Ταμπαρύ, αφέντη Ταμπαρύ, η μνήμη σου σε απατά -γιατί γύρω στα μέσα του Μάη, μπήκες μεσάνυχτα στην εκκλησία και βούτηξες έναν χρυσό δίσκο από το ιερό. Δεν σε φοβίζει πολύ λοιπόν η οργή του θεού».

Αν ο Ταμπαρύ είχε ακούσει τις κουβέντες αυτές απ’το στόμα ενός μάγου, δεν θα ήταν λιγότερο έκπληκτος.

«Άγιοι και άγγελοι», φώναξε δυνατά. «Τούτος εδώ ο Μεγάλος Αυλάρχης είναι ο ίδιος ο διάβολος! Άρχοντά μου, συγχώρεσέ με, ξεστράτησα –μα δεν ήμουν μόνος...»

Ο Βιγιόν όμως είχε διασκεδάσει αρκετά με τον παχύ του σύντροφο. Με ένα του νεύμα, οι στρατιώτες άρπαξαν την σκυμένη φιγούρα και την απομάκρυναν, μέσα σε έναν χείμαρο από οιμωγές και διαμαρτυρίες.

Ο Βιγιόν ξανακοίταξε την λίστα και αυτή την φορά διάβασε δύο ονόματα· του Κόλε ντε Καγιέ και του Κασίν Κολέτ –και αμέσως οι δυό παράνομοι σπρώχτηκαν από τους στρατιώτες μπροστά του. Ο Βιγιόν πήρε το ζευγάρι παράμερα και στάθηκε ανάμεσά τους, παρατηρώντας τα κατεργάρικα πρόσωπά τους, στα οποία η ψεύτικη ευγένεια πάλευε με τον φόβο.

«Είστε καλοί πολίτες, κύριοι;», ρώτησε και ο Κόλε του απάντησε αμέσως:

«Δεν θα ήθελα να πλέξω το εγκώμιό μου, μα θα μιλήσω με κάθε ειλικρίνεια γιά τον φίλο μου, από εδώ. Ο βασιλιάς δεν έχει πιό πιστό υπήκοο και το Παρίσι πιό φιλήσυχο πολίτη από τον Κασίν Κολέτ».

Με αυτά τα λόγια, έστειλε στον Κασίν ένα θερμό χαιρετισμό και εκείνος με την σειρά του απάντησε στα παινέματα του συντρόφου του με μία φιλική γκριμάτσα και ακόμα πιό φιλικά λόγια:

«Εάν έχω κάποια πενιχρά προσόντα, το χρωστώ αποκλειστικά στο παράδειγμα του καλού αυτού ανθρώπου. Ακολουθώ τα βήματά του, προσεκτικά και ταπεινά. ‘Δες τον Κόλε ντε Καγιέ’, λέω πάντα στον εαυτό μου, ‘γιά να μάθεις πως ζει ένας καλός άνθρωπος».

Οι δύο άντρες αντάλαξαν ένα βλέμμα, ελπίζοντας πως η απαρίθμηση των αρετών τους από τον καθένα ξεχωριστά, θα είχε διπλή επίδραση σε αυτόν τον άρχοντα που ήταν τόσο καταδεχτικός μαζί τους. Ο Βιγιόν χαμογέλασε.

«Είστε ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης της ηθικής. Μήπως θυμάστε την κοπέλα που αρπάξατε γιά λύτρα από το πανδοχείο της Χοντρής Μαργκό, την περασμένη Τρίτη της Τυροφάγου;».

Η επίδραση των λεγομένων του Βιγιόν στους δυό άντρες ήταν άμεση. Η μνήμη τους ανέσυρε το δυσοίωνο επεισόδιο και ανατρίχιασαν με την κοινοποίησή του. Σε μιά στιγμή, η μεταξύ τους αληλεγγύη εξαφανίστηκε. Άρχισαν να εκτοξεύουν κατηγορίες ο ένας ενάντια στον άλλο, με την αγριότητα δυό σκυλιών που παλεύουν.

«Αυτή ήταν περιπέτεια του Κόλε».

«Ο Κασίν σχεδίασε την επιχείρηση».

«Δεν είχα ανάμειξη εγώ σε αυτό».

Ξεχνώντας τον σεβασμό τους προς την εξουσία, μέσα στην ένταση της λογομαχίας, ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια μπροστά στον ανακριτή τους· μα ο Βιγιόν έγνεψε στους στρατιώτες, που έσυραν τους δύο απατεώνες πίσω, στην μεριά των συντρόφων τους.

Μόνο ένας είχε μείνει πιά –ο Ζαν λε Λουπ- που στεκόταν παράμερα σκυφτός και με βλοσυρό βλέμμα παρακολουθούσε τις προσπάθειες των συντρόφων του. Ο Βιγιόν έγνεψε ξανά και οι στρατιώτες τον έσυραν μπροστά του. Ο Βιγιόν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Φαίνεσαι γεμάτος αυτοπεποίθηση –πράγμα παράξενο κάτω από αυτές τις συνθήκες».
Η φιλική στάση του άρχοντα ενθάρυνε τον κρατούμενο, που απάντησε με σταθερή φωνή:

«Το οφείλω στην καθαρή μου συνείδηση».

Το ύφος του Βιγιόν εξακολούθησε να είναι φιλικό, καθώς του έκανε την επόμενη ερώτηση, με σιγανή φωνή –που άκουσε μόνο ο Ζαν.

«Χαίρομαι που το ακούω. Αλήθεια, πως πέθανε ο Θεβενίν Πενσέ;»

Το πρόσωπο του Ζαν συσπάστηκε. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν, σε μιά προσπάθεια να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του.

«Που να ξέρω εγώ, άρχοντά μου;»

Ο Βιγιόν τον πλησίασε και μίλησε ακόμα πιό σιγά.

«Ποιός ξέρει καλύτερα; Ο άγριος καυγάς γιά τα χαρτιά, οι βαριές κουβέντες και η κλοπή των κερδών, το αναποδογύρισμα του τραπεζιού, ένα σβησμένο κερί, μιά μαχαιριά στα σκοτεινά και ένα βογγητό· και τέλος ο Θεβενίν Πενσέ. Το μαχαίρι σου δεν έχει πιάσει αράχνες».

Το πρόσωπο του Ζαν έγινε γκρι, μα κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του.

«Άρχοντά μου, τον αγαπούσα σαν αδερφό μου».

«Όπως ο Κάιν τον Άβελ», είπε ο Βιγιόν και έγνεψε ξανά στους στρατιώτες, που πήγαν τον Ζαν λε Λουπ πίσω στους συντρόφους του.

Ο Βιγιόν είχε διασκεδάσει αρκετά μέχρι τώρα. Είχε παίξει με τους φόβους των φίλων του, τους είχε τρομοκρατήσει μέχρι τα βάθη της ψυχής τους –και το απολάμβανε.
Το ενδιαφέρον του τώρα στράφηκε σε μιά πιό εκλεπτυσμένη απόλαυση, καθώς το βλέμμα του έπεσε στην ομάδα των κοριτσιών που είχαν μαζευτεί κάτω απ’το άγαλμα του Πάνα, σαν τρομαγμένα πουλιά. Έκανε νόημα στον Νοέλ και ο παρφουμαρισμένος δανδής ήρθε προς το μέρος του.

«Φέρε μου τις τέσσερεις κυρίες», τον διέταξε.

Ο λιμοκοντόρος μόρφασε με αποδοκιμασία.

«Κυρίες, εξοχώτατε; Αυτές οι πόρνες;»

Ο Βιγιόν τον επέπληξε.

«Είναι γυναίκες, καλέ μου διοικητή και εμείς είμαστε κύριοι –ή τουλάχιστον έτσι θάπρεπε- και πρέπει να φερθούμε αναλόγως».
Ο Νοέλ λε Ζολύ αντιλήφθηκε την προσβολή. Συνοφρυώθηκε και το χέρι του κινήθηκε προς την λαβή του ξίφους του. Έπειτα, συνειδητοποιώντας πόσο ανόητο θα ήταν να τσακωθεί με έναν τόσο ισχυρό άρχοντα, σήκωσε τους ώμους του και ρώτησε:

«Και την σουρλουλού με το ζιλέ και τα παντελόνια;»

«Αυτήν άφησέ την προς το παρόν», απάντησε ο Βιγιόν και υπακούωντας στο νεύμα του Νοέλ, οι τέσσερεις κοπέλες προχώρησαν δειλά προς το μέρος τους, με χαμηλωμένο βλέμμα, αφήνοντας παράμερα την Ουγέτ, η οποία ακούμπησε ατάραχη την πλάτη της στο άγαλμα του Πάνα και παρατηρούσε τα τεκταινόμενα με παγερή αδιαφορία.

Όταν οι κοπέλες ήρθαν κοντά, ο Βιγιόν μίλησε:

«Λοιπόν νεαρές, ποιά νταραβέρια σας έβαλαν σε τέτοιους μπελάδες;»

Η Ζανετώ υποκλίθηκε ελαφρά.

«Είμαι καπελού, φτιάχνω καπέλα».

Η Ιζαμπώ συνέχισε αμέσως:

«Εγώ κεντάω δαντέλα. Είναι μιά τίμια δουλειά».

Η Μπλανς ακολούθησε:

«Εγώ είμαι παντοφλού».

Η Ντενίζ έκλεισε τον κατάλογο.

«Και εγώ φτιάχνω γάντια».

Διάβολοι χόρευαν στα μάτια του Βιγιόν.

«Ούτε οι χειρότερες, ούτε οι καλύτερες. Έχω μιά λέξη γιά την καθεμιά σας».

Κάτι ψιθύρησε στο αυτί της κάθε κοπέλας ξεχωριστά. Καθώς το έκανε, οι κοπέλες μιά-μία πισωπάτησαν σαστισμένες και κοκίνησαν χαζογελώντας.

Αν και η αξία των γραπτών του Πατέρα Γρηγόριου –του οποίου η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ποϊτού είναι η πηγή των πληροφοριών που έχουμε γιά την ζωή του Βιγιόν-
είναι αδιαμφισβήτητη, από μία εσφαλμένη αντίληψη λεπτότητας παρέλειψε να καταγράψει τα λόγια που ψιθύρησε ο ποιητής στο αυτί της κάθε κοπέλας. Το μόνο που καταδέχτηκε να καταγράψει στα στριφνά και κυνικά λατινικά του χειρόγραφα, είναι ότι ο Βιγιόν έδειξε τέτοια γνώση των ανατομικών ιδιαιτεροτήτων των κοριτσιών, καθώς και των προσωπικών τους γαργαλιστικών περιπετειών, ώστε κάθε κοπέλα πίστεψε πως ο καινούριος Μεγάλος Αυλάρχης είχε υπερφυσικές ικανότητες. Οι λάτρεις της πικάντικης λογοτεχνίας ασφαλώς αποδοκιμάζουν την μοναστική συστολή, μα οι ιστορικοί δεν μπορούν παρά να δεχτούν αυτό το κενό στην διήγηση του Πατέρα Γρηγόριου και να αφήσουν την φαντασία να το γεμίσει, όσο καλύτερα μπορεί.

Το σίγουρο είναι ότι από εκείνη την στιγμή, οι κοπέλες μαζεύτηκαν σε μιά γωνιά σαν σπουργίτια, μιλώντας βιαστικά όλες μαζί.

«Ο κύριος είναι μάγος. Μου είπε ότι...»

«Θαύμα! Μου θύμισε πως...»

«Πως ξέρει ότι...»

«Τι νομίζεις πως είπε;»

Κάθε κοπέλα ψιθύριζε στην άλλη τι της είπε ο Βιγιόν, όταν ο Μεγάλος Αυλάρχης τις διέκοψε.

«Νεαρές μου, ο κόσμος είναι ένα σκληρό μέρος γιά τους φτωχούς. Θα μπορούσα να σας κάνω ένα φλογερό κήρυγμα γιά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τους πειρασμούς της σάρκας, αλλά γιά κάποιο λόγο οι λέξεις μου κολάν στον οισοφάγο. Πάρτε από ένα χρυσό νόμισμα η καθεμιά σας, μαζέψτε μερικά ρόδα απ’τον κήπο μου και γυρίστε σε αυτό που αποκαλείτε –μεγαλοδύναμε Ουρανέ!- σπίτι σας.

Η Ζανετώ ξεροκατάπιε από έκπληξη.

«Δηλαδή, είμαστε ελεύθερες;»

Ο Βιγιόν της απάντησε λυπημένα:

«Ελεύθερες; Κακομοίρες μου! Πλάσματα σαν εσάς δεν είναι ποτέ ελεύθερα. Πηγαίνετε, και να προσευχηθείτε στον Ουρανό να κάνει τους άντρες του κόσμου αυτού καλύτερους, γιά χάρη των θυγατέρων των θυγατέρων σας!».

Τα απλωμένα χέρια του ήταν γεμάτα χρυσά νομίσματα, μα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αδειάσαν, από την εφόρμηση των κοριτσιών. Έπειτα έφυγαν τρισευτυχισμένες, γεμίζοντάς τον χαιρετισμούς και υποκλίσεις, προς τους λαβυρίνθους του κήπου με τα ρόδα.

Ο Βιγιόν γύρισε προς τους υπόλοιπους κρατουμένους του, που παρακολουθούσαν ανήσυχα τα δρώμενα.

«Όσο γιά τους κυρίους», είπε στον Νοέλ, άφησέ τους να πάνε όπου επιθυμούν, όμως πρώτα δώστε τους να φάνε και να πιούν και γεμίστε τους τις τσέπες με λεφτά».

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, οι κρατούμενοι παρέλυσαν –όπως και ο άρχοντας Νοέλ- οι πρώτοι από χαρά και ο δεύτερος από θυμό.

Ο Νοέλ δεν τόλμησε να βγάλει λέξη. Οι κρατούμενοι ξεχύθηκαν μπροστά, πνίγοντάς τον με την ευγνωμοσύνη τους.

«Ο Θεός να σε έχει καλά, κύριε».

«Η Εξοχώτητά σας είναι η πιό έξοχη εξοχώτητα!».

«Ζήτω ο Μεγάλος Αυλάρχης!»

«Ο πιό σπάνιος Αυλάρχης!».

Ο Βιγιόν τους σταμάτησε.

«Πηγαίνετε στις δουλειές σας», είπε, «και, αν μπορείτε, συμμαζευτείτε».

Φωνάζοντας και χορεύοντας από χαρά, οι άντρες άδραξαν την ευκαιρία και εξαφανίστηκαν με την σειρά τους στα μονοπάτια του κήπου, πίσω από τις έκπληκτες κοπέλες, σε μία προβλέψιμη –γιά τον Μεγάλο Αυλάρχη- πορεία, μέσα στους λαβυρίνθους του Παρισιού.

Ο Βιγιόν στράφηκε στον Νοέλ.

«Οι στρατιώτες σου μπορούν να αποχωρήσουν. Εσύ να είσαι σε επιφυλακή», του είπε και καθώς ο Νοέλ απομακρύνθηκε υπάκουα, προχώρησε προς το μέρος της Ουγέτ που στεκόταν παράμερα, με ένα περιφρονητικό, απαθές χαμόγελο στο όμορφό της πρόσωπο.

«Γιατί άραγε ο κόσμος είναι τόσο διαφορετικός σήμερα;», αναρωτήθηκε μόνος του, περπατώντας προς την κοπέλα. «Είναι τάχα αυτό που λέμε ‘ο καλός εαυτός μου’, ή απλώς αυτό το πορφυρό, εξαίσιο λινό;».

Ύστερα, φτάνοντας στην Ουγέτ, της είπε:

«Αξιότιμη κυρία, έχετε ένα όμορφο πρόσωπο και, απ’ότι φαίνεται, ένα επίσης όμορφο σώμα. Γιατί συμπεριφέρεστε με αυτόν τον τρόπο;».

Η κοπέλα ανασήκωσε τους πρασινοντυμένους ώμους της και ταλαντεύτηκε στα πρασινοντυμένα της πόδια, καθώς απαντούσε με αναίδεια:

«Γιά ξενοιασιά και ελευθερία. Γιά την δική μου απόλαυση· και γιά των άλλων -στη θέα του όμορφου κορμιού μου».

Χτες βράδυ, η κοπέλα ήταν γιά εκείνον το πιό οικείο του πρόσωπο· όμως σήμερα η χτεσινή μέρα έμοιαζε αιώνες πίσω. Η φωνή του ακούστηκε θλιμένη, καθώς της έλεγε:

«Είστε ευτυχισμένη, κυρία μου;»

«Αρκετά», του απάντησε εκείνη χτυπώντας τα δάχτυλά της εριστικά, «όταν ανόητοι σαν και εσένα δεν με σέρνουν στις φυλακές, επειδή ζω την ζωή μου όπως μου αρέσει».

«Μπορεί να είμαι ανόητος, αλλά δεν σας φυλάκισα εγώ. Δεν το επιτρέπει ο Ουρανός».

Η κοπέλα τον κοίταξε παραξενεμένη. Τον πλησίασε λίγο περισσότερο. Η φωνή της μαλάκωσε και φάνηκε γλυκαίνει, καθώς του ψιθύρησε:

«Η φωνή σας μου ακούγεται γνώριμη, εξοχότατε. Είχα μήπως ποτέ την τιμή να σας υπηρετήσω;»

Ο Βιγιόν τραβήχτηκε μακριά της. Ξαφνικά αισθανόταν άρρωστος στο μυαλό και στο σώμα. Μιά βαθιά λύπη τον πλημύρισε· μιά βαθιά λύπη γιά την κοπέλα και γιά τον εαυτό του.

«Ποιός ξέρει;», της απάντησε. Η κοπέλα γέλασε και τραβήχτηκε στο πλάϊ.

«Ποιός νοιάζεται; Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις με εμένα;».

«Θα σε ελευθερώσω, όμορφό μου γεράκι. Αυτά τα άγρια φτερά δεν είναι καμωμένα γιά κλουβιά και φυλακές. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω γιά σένα;»

Η κοπέλα έχαψε το δόλωμα αμέσως. Σε μιά στιγμή, όλη της η ύπαρξη έγινε μιά τρεμουλιαστή ικεσία.

«Τι απέγινε ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Ήταν μαζί μας, όταν παγιδευτήκαμε, χτες βράδυ. Αλλά δεν μοιράστηκε μαζί μας το κελί της φυλακής και δεν είναι εδώ. Ζει;».

Ο Βιγιόν δίστασε γιά μιά στιγμή πριν απαντήσει.

«Ζει. Εξορίστηκε απ’το Παρίσι, αλλά είναι ζωντανός».

Η Ουγέτ σταύρωσε τα χέρια της με ευγνωμοσύνη.

«Ευχαριστώ τους αγγέλους», είπε η κοπέλα και υπήρχε κάτι στην φωνή της που έκανε αυτές τις απλές λέξεις να ακούγονται γεμάτες ειλικρίνεια στα αυτιά του Βιγιόν.

«Εσύ γιατί νοιάζεσαι γιά την τύχη αυτού του μασκαρά;»

«Γιατί, σαν ανόητη, πιστεύω πως τον αγαπώ».

«Γιά το όνομα του Ουρανού! Γιατί;».

«Δεν μπορώ να σου πω, άρχοντά μου. Κάτι στα μάτια του, κάτι στην φωνή του· αυτό το κάτι –ή το τίποτα- που κάνει την καρδιά μιάς γυναίκας να λυώνει σαν κερί στην φωτιά. Δεν έχει κάνει ευτυχισμένη καμμιά γυναίκα και –θα πάρω όρκο- καμμιά γυναίκα δεν τον έκανε ποτέ ευτυχισμένο. Αν του χαρίσεις το φεγγάρι, θα θέλει τα άστρα γιά γαρνιτούρα. Δεν πιστεύει σε τίποτα· κοροϊδεύει τα πάντα· είναι ένα σκανταλιάρικο παιδί –και όμως, εύχομαι να είχα γενηθεί και εγώ ένα τέτοιο παιδί».

Ο Βιγιόν ένιωσε ένα άγριο δάγκωμα στην καρδιά –καθώς η κοπέλα έστριβε το μαχαίρι στην πληγή- μα απάντησε ανέμελα:

«Ας μην μιλήσουμε άλλο γιά αυτόν τον κατεργάρη. Είναι τόσο χαρούμενος που ζει, που το κεφάλι του ξύνει τον ουρανό και τα αστέρια πέφτουν μπροστά στα πόδια του σαν χρυσόσκονη. Καλό θα ήταν γιά το Παρίσι να απαλαγεί απο τέτοιου είδους ζιζάνια».

«Είσαι εύθυμος και ευγενής», του είπε η κοπέλα.

«Θα ήμουν περισσότερο ευγενής αν δεν διασκέδαζα μαζί σου. Θα φορέσεις αυτό το δαχτυλίδι γιά χάρη μου; Είναι παράξενο, γιατί είναι του Άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν, που πάντα θα θυμάται με νοσταλγία τα ατίθασα μάτια σου».

«Άσε με να δω το πρόσωπό σου», τον παρακάλεσε, μα ο Βιγιόν αρνήθηκε. Έγνεψε στον Νοέλ λε Ζολύ που στεκόταν παράμερα και ο νεαρός στρατιωτικός ήρθε προς το μέρος τους βιαστικά.

«Διοικητά», του είπε, «συνόδευσε την κυρία με τον δέοντα σεβασμό».

Μετά, αποσύρθηκε σε μιά γωνιά του κήπου, αφήνοντας το ζευγάρι μόνο –το αγοροκόριτσο και τον θηλυπρεπή στρατιωτικό- να κοιτάζονται με περιέργεια· ο άντρας με θαυμασμό και η κοπέλα με συγκαλυμένη περιφρόνηση.

«Είσαι πολύ ελκυστική κοπέλα», διαπίστωσε ωμά ο Νοέλ.

Η Ουγέτ γέλασε.

«Λευκή σημαία απ’την ουδέτερη ζώνη, υποθέτω».

Ο Νοέλ χαμήλωσε την φωνή του.

«Που μπορώ να σε βρω;».

Η Ουγέτ εξαφανίστηκε με μιάς και πήρε την θέση της η Ηγουμένη. Κούνησε επιδεικτικά μπροστά στο πρόσωπο του Νοέλ το χρυσό δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Μεγάλος Αυλάρχης, καθώς απαντούσε:

«Στο Χρυσό Κουπί, κοντά στην Κουκουνάρα. Θα με επισκεφτείς;»

«Ναι –αφού είμαι άντρας».

Αφού μπήκαν τα θεμέλια μιάς σχέσης αληλοκατανόησης, το ζευγάρι απομακρύνθηκε και σε λίγο χάθηκε απ’τον ορίζοντα. Ο Βιγιόν τους παρακολούθησε με το βλέμμα, μουρμουρίζοντας:

«Ας με συγχωρήσει ο Ουρανός· έχω γίνει ένας αξιολύπητος λογάς ιεροκύρηκας. Μου αξίζει –όπως σε κάθε ρεμάλι- η κρεμάλα, μα δεν έχω εισπνεύσει αρκετά τον αέρα τούτης της Αυλής, ώστε να γίνω υποκριτής. Λοιπόν, η απονομή δικαιοσύνης είναι μιά δουλειά που προκαλεί δίψα και –τρελός ή λογικός, ξύπνιος ή κοιμισμένος- ας πιώ, όσο ακόμα μπορώ».

Έστρεψε την προσοχή του στις χρυσές κανάτες· γέμισε ένα κύπελο με Βουργουνδικό κρασί, το θαύμασε να αστράφτει στο φως του ήλιου και απόλαυσε το ευγενικό του άρωμα.

«Στην πιό αξιολατρευτη Κυρία αυτής της γειτονιάς του Παραδείσου!», ευχήθηκε, μα μόλις το ποτήρι ακούμπησε τα χείλη του, το άφησε ξανά στο τραπέζι.

Ο Ολιβιέ λε Νταίην ερχόταν προς την βεράντα· και μαζί του ερχόταν μία κοπέλα.

«Μα τον Ουρανό», γρύλισε ο Βιγιόν, «τα μάτια μου θολώνουν· νομίζω ότι την είδα!».




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ