ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.

Απ’το μπαλκόνι, η Κατερίνα κοίταξε τον κήπο και τον χρυσοντυμένο επισκέπτη του. Στα μάτια του Βιγιόν φάνηκε πιό όμορφη από ποτέ και η φλόγα που έκρυβε βαθιά στην καρδιά του ξαναφούντωσε, από έναν καινούριο άνεμο ελπίδας. Την κοίταζε όπως ένας πιστός κάποιο αναπάντεχο θείο όραμα, που φανερώθηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του. Στο μεταξύ, ο Ολιβιέ κατέβηκε αθόρυβα την σκάλα και στάθηκε μπροστά του.

«Άρχοντά μου, μιά κυρία επιθυμεί να σας μιλήσει».

Ο Βιγιόν έστρεψε απρόθυμα το βλέμμα του από την υπέροχη –και ανεξήγητη- παρουσία της Κατερίνας, στην μίζερη φιγούρα του αυλικού.

«Και εγώ θα ήθελα να της μιλήσω», του απάντησε σοβαρά και ξαναγύρισε το βλέμμα του στην ψηλόλιγνη σιλουέτα της κοπέλας.

Ο Ολιβιέ τον πλησίασε και του ακούμπησε με σεβασμό το χέρι.

«Να θυμάστε άρχοντά μου», του είπε χαμηλόφωνα, «πως είστε ο Φρανσουά των Κορμπέλ, Κόμης του Μονκορμπιέ και Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας, άρτι αφιχθείς από την Αυλή του Βασιλιά της Προβηγκίας. Πρέπει να το θυμάστε αυτό σαν να είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα στις σιδερένιες πύλες του Παρισιού. Ξεχάστε όλα τα άλλα. Είναι επιθυμία του Βασιλιά!».

Τα λόγια του ήχησαν σαν φωνή απ’το υπερπέραν στα αυτιά του Βιγιόν, που είχε πετρώσει στη θέα της βασίλισσάς του, όμως τον διαβεβαίωσαν πως, γιά κάποιον ακατανόητο λόγο, είχε την πολύτιμη εύνοια του βασιλία Λουδοβίκου.

Ο Φρανσουά των Κορμπέλ, Κόμης του Μονκορμπιέ, αντιμετώπιζε κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες την σχέση του με την Λαίδη Κατερίνα της Βωσέλ απ’ότι ο κουρελής ποιητής της χτεσινής βραδιάς, ο αλήτης που τραγουδούσε και καυγάδιζε στο πανδοχείο της Κουκουνάρας.

«Η επιθυμία του Μεγαλειώτατου είναι διαταγή», απάντησε σοβαρά και ο Ολιβιέ έγνεψε στην Κατερίνα, που άρχισε να κατεβαίνει με αργό βήμα τις σκάλες. Όταν εκείνη πάτησε το τελευταίο σκαλί, ο κουρέας έκανε μιά υπόκλιση προς το μέρος τους, ανέβηκε την σκάλα και εξαφανίστηκε μέσα στο παλάτι.

Το ζευγάρι έμεινε μόνο του στον κήπο με τα ρόδα. Ο Βιγιόν ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα –ένα μίγμα πόνου και χαράς- και την κοίταξε, σταυρώνοντας τα χέρια.

«Είμαι ξύπνιος», διαβεβαίωσε τον εαυτό του. «Κανένα όνειρο δεν είναι τόσο όμορφο όσο αυτή».

Σε αυτή τη σκέψη, η Κατερίνα τον πλησίασε μέσα στην θεία της μεγαλοπρέπεια και γονάτισε μπροστά του, σηκώνοντας ικετευτικά τα χέρια της προς το μέρος του.

«Άρχοντά μου», του είπε με σπασμένη φωνή, «θα ακούσεις μιά δυστυχισμένη;».

Ο Βιγιόν έσκυψε, έπιασε τα άσπρα δάχτυλά της και την σήκωσε όρθια.

«Όχι, όσο η κυρία γονατίζει», της είπε μαλακά και κοίταξε με μιά παράξενη ανησυχία τα καθαρά μάτια της κοπέλας. Αναρωτήθηκε αν ήξερε ποιός είναι. Δεν είχε διακρίνει σημάδια αναγνώρισης στα μάτια της. Η Κατερίνα τον κοίταξε με την σειρά της, ευχαριστώντας τον ευγενικό ξένο με όλη την περήφανη μεγαλοπρέπειά της.

«Δεν με γνωρίζει», σκέφτηκε χαρούμενα ο Βιγιόν και η καρδιά του φτερούγισε με έξαψη. Ο Κόμης του Μονκορμπιέ –και Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας- μπορούσε να πει πολλά πράγματα που ήταν απαγορευμένα γιά τα χείλη του Φρανσουά Βιγιόν.

«Εκλιπαρώ την επιείκειά σας γιά χάρη ενός κρατουμένου, εξοχώτατε», του είπε η Κατερίνα. «Το όνομά του είναι Φρανσουά Βιγιόν. Χτες το βράδυ τραυμάτισε τον Τιμπώ ντε Ωσινύ...»

Στο πρόσωπό του Βιγιόν σχηματίστηκε ένα χαρούμενο χαμόγελο.

«Και έτσι, διορίστηκα εγώ σ’αυτή τη θέση», συμπλήρωσε.

Η Κατερίνα συνέχισε απτόητη.

«Η ποινή είναι θάνατος. Όμως ο Τιμπώ ήταν προδότης· πουλημένος στους Βουργουνδούς».

«Γιά αυτόν τον λόγο μονομάχησε μαζί του ο Βιγιόν;».

«Γιά χάρη μιάς γυναίκας. Έπαιξε την ζωή του κορώνα γράμματα γιατί του το ζήτησε μία γυναίκα».

«Πως τα ξέρετε εσείς όλα αυτά;».

«Εγώ ήμουν η γυναίκα. Αυτός ο άντρας με είδε, με ερωτεύτηκε, μου έστειλε ποιήματα...»

«Τι θράσος!».

«Πράγματι -μα ήταν θαυμάσια ποιήματα. Φοβόμουν θανάσιμα τον Τιμπώ ντε Ωσινύ. Πήγα λοιπόν σ’αυτόν τον Βιγιόν και τον παρακάλεσα να σκοτώσει τον εχθρό μου. Απέδειξε τον έρωτά του με το σπαθί –και τώρα είναι στο κατώφλι του θανάτου. Είναι άδικο να πληρώσει εκείνος γιά τα κρίματά μου».

Ο Βιγιόν γύρισε ξαφνικά προς το μέρος της πανέμορφης ικέτιδας. Μιά σκέψη πέρασε απ’το μυαλό του, μιά σκέψη τόσο τρελή και απίστευτη, που τον έκανε να ζαλιστεί γιά μιά στιγμή, λες και το απαλό χορτάρι κάτω απ’τα πόδια του είχε μεταβληθεί σε ένα τεράστιο, ερεβώδες βάραθρο.

«Κυρία μου, μήπως αγαπάτε αυτόν τον Βιγιόν;»

Ένα ρίγος περιφρόνησης διέτρεξε το όμορφο πρόσωπο της κοπέλας.

«Οι Κυρίες της Αυλής δεν ερωτεύονται μέθυσους αλήτες. Όμως, τον λυπάμαι και δεν θέλω να πεθάνει· μολονότι η ζωή του δεν φαίνεται να έχει μεγάλη αξία, αφού την χαραμίζει γιά να ευχαριστήσει μία γυναίκα».

Κρατούσε ένα ρόδο στο χέρι και το πέταξε μακριά· ένας κομψός συμβολισμός γιά την ζωή που ο ρακένδυτος ποιητής είχε ρισκάρει τόσο γεναία γιά χάρη της. Μιά τυφλή οργή παρέλυσε το μυαλό του Βιγιόν. Αφού ήταν, στα αλήθεια, αυτός που πίστευε η κοπέλα ότι είναι, αφού ήταν όλα αυτά που έλεγε ο κόσμος γιά αυτόν, είχε έρθει επιτέλους η ευκαιρία του· και θα μπορούσε τώρα να παίξει τον ρόλο του εραστή –σύμφωνα με την επιθυμία της καρδιάς του. Αν ο Μεγάλος Αυλάρχης μπορούσε να συγχωρεί, μπορούσε επίσης και να ερωτοτροπεί. Η Κατερίνα είχε απομακρυνθεί λιγάκι από κοντά του και την πλησίασε · τόσο κοντά, που τα χείλη του άγγιξαν σχεδόν το μάγουλό της.

«Ακόμα και αν εσύ είσαι η γυναίκα; Αν ήμουνα στην θέση αυτού του τσακαλιού, θα είχα κάνει ότι και εκείνος γιά χάρη σου».

Η κοπέλα αναστέναξε με ανακούφιση.

«Αν το πιστεύεις αυτό, θα πρέπει να δώσεις σε αυτόν τον φουκαρά την ελευθερία του».

Ο Βιγιόν άπλωσε τα χέρια του, σε μιά ηγεμονική χειρονομία συγκατάβασης.

«Ο έμπορος των στίχων είναι ελεύθερος. Η ικεσία σου τον έσωσε και η μόνη του ποινή θα είναι η εξορία απ’το Παρίσι. Μπορείς να ξεχάσεις την δυσάρεστη συνάντηση με αυτό το κατακάθι».

Η Κατερίνα του χάρισε μιά θαυμάσια υπόκλιση και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ευγνωμωσύνη.

«Δεν θα ξεχάσω την καλωσύνη σου».

Η κοπέλα γύρισε να φύγει, μα η έπαρση του είχε φουντώσει, όπως φουντώνει η φωτιά πάνω σε ξερά ξύλα -και της έπιασε το χέρι.

«Μα την Ουράνια Αφροδίτη, ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο που κέρδισε την σκέψη σου. Γιατί τώρα βρίσκομαι στην θέση του και θα πέθαινα επίσης γιά χάρη σου!».

Τα μάτια της κοπέλας γέμισαν από ένα μίγμα έκπληξης και θυμηδίας.

«Άρχοντά μου, δεν με γνωρίζεις», είπε γελώντας και το γέλιο της αντήχησε χαρούμενο και καθαρό, σαν γέλιο αγρότισας σε πράσινο λιβάδι.

«Εκείνος σε γνώριζε; Κι όμως, όταν σε είδε σε ερωτεύτηκε και μονομάχησε γιά να στο αποδείξει».

Εκείνη έγειρε χαριτωμένα το κεφάλι της, σε μία κίνηση διαμαρτυρίας.

«Τα λόγια του δεν ήταν παρά άνεμος που περνά απ’τα κεραμίδια. Όμως εσύ και εγώ είμαστε ομοτράπεζοι, ισότιμοι ευπατρίδες και οι κουβέντες μας αλλιώς βαραίνουν».

Ο Βιγιόν κράτησε την ανάσα του. Ο Κόμης του Μονκορμπιέ ήταν πράγματι κάτω από διαφορετικό ουρανό, από αυτόν του αλήτη της Κουκουνάρας. Της απάντησε εύθυμα:

«Μολονότι είμαι καινούριος στο Παρίσι, έχω ακούσει πολλά γιά το κάλλος και την περηφάνια της Λαίδης Κατερίνας της Βωσέλ».

Μιά μικρή φωτιά άναψε στα κατάλευκα μάγουλα της κοπέλας και τίναξε το κεφάλι επιθετικά.

«Το καύχημά μου δεν είναι η ομορφιά, μα η περηφάνια μου».

Ο Βιγιόν έσκυψε προς το μέρος της ικετευτικά και της είπε με τρεμάμενα χείλη:

«Θα δείξεις ευσπλαχνία, αν σου πω πως σε αγαπώ;»

Η Κατερίνα έβαλε τα γέλια και η φωνή της αντήχησε ανάμεσα στα ρόδα σαν χορωδία αγγέλων.

«Γιά όνομα του Θεού», είπε, «πόσο γοργά καλπάζει η φαντασία σου. Δεν μου αρέσουν οι κολακείες και –πολύ περισσότερο- τα ερωτόλογα. Θα είναι γιά σένα μιά δύσκολη διεκδίκηση».

Με αυτές τις λέξεις κατευθύνθηκε προς την σκάλα, σαν να είχε τελειώσει γιά αυτήν η κουβέντα, μα ο Βιγιόν την σταμάτησε με μία απολογητική διαμαρτυρία.

«Έχω δικαίωμα να προσπαθήσω –ίσως περισσότερο απ’τον μεθυσμένο σου αλήτη. Καταλαβαίνω τι είδε στο πρόσωπό σου. Αγαπώ και εγώ ότι αγάπησε».

Το κρυστάλινο γέλιο της κοπέλας αντήχησε ξανά στο καλοκαιρινό αεράκι.

«Είσαι πολύ ενθουσιώδης».

Ο Βιγιόν πιάστηκε απ’τα λόγια της.

«Με καίει τρανή φωτιά ως το μεδούλι. Δεν μπορείς να μου απαγορεύσεις να σ’αγαπώ, όπως τα άνθη αγαπούν τον δροσερό αέρα· όπως οι άντρες με τιμή την περηφάνια· όπως οι ήρωες αγάπησαν την δόξα. Θα έκλεβα το φεγγάρι του ουρανού γιά χάρη σου».

Η κοπέλα έγειρε το κεφάλι της χαριτωμένα. Υπήρχε κάτι που έμοιαζε με οίκτο στα μάτια της, μα χαμογέλασε εύθυμα.

«Αυτός ο όρκος είναι τόσο παλιός, όσο ο Αδάμ και η Εύα». Τον κοίταξε σιωπηλή γιά μιά στιγμή, με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη. «Θυμήθηκα ένα τραγουδάκι με φεγγάρια και εραστές», είπε και άρχισε να απαγγέλει μισοαστεία- μισοσοβαρά μερικούς στίχους, γιά να πειράξει τον φορτικό ξένο.

«Παντοτινή η αγάπη - γοργά περνά ο καιρός,
φορά χρυσό ο γενναίος, κουρέλια ο δειλός,
το φως και το σκοτάδι –σκιές μες’στις σκιές,
θρηνούνε το φεγγάρι ήρωες και εραστές».

Καθώς οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη της κοπέλας, η καρδιά του Βιγιόν πετάρισε και τα μάτια του σπίθισαν –γιατί γνώριζε το ποιήμα. Ήταν ένα από τα ποιήματα που ο ίδιος της είχε στείλει πάνω σε εκείνη την περγαμηνή· την περγαμηνή που του στοίχισε πρώτα ένα δείπνο και ύστερα ένα μπερτάκι. Το ποιήμα του είχε φανεί όμορφο όταν το έγραφε, μα τώρα οι λέξεις του ηχούσαν από τα χείλη της Κατερίνας όπως άνεμος που φυσάει πάνω απ’τις θάλασσες του απείρου. Με μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσε να κρύψει την άγρια χαρά που φούσκωνε τα στήθη του και γύρισε προς το μέρος της με κοροϊδευτικό ύφος.

«Τι κωμικό!».

Η κοπέλα ξεφύσηξε με περιφρόνηση.

«Κωμικό; Είναι υπέροχο», είπε και έστειλε ένα φιλί με τις άκρες των δαχτύλων της πέρα, μακριά, προς το μέρος του εξόριστου ποιητή –όπου και αν ήταν. Έπειτα ανέβηκε τις σκάλες και ο Βιγιόν την ακολούθησε.

«Πες μου τι να κάνω γιά να κερδίσω την εύνοιά σου», την ρώτησε.

Το γελαστό πρόσωπο της κοπέλας σοβάρεψε, καθώς κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του ικέτη ποιητή.

«Κάτι ασήμαντο», του απάντησε ανάλαφρα, όπως ένα παιδί που ζητάει μιά κούκλα. Και καθώς τα μάτια του Βιγιόν άστραψαν γεμάτα περιέργεια και προσμονή, η φωνή της ακούστηκε σαν κάλεσμα πολεμικής σάλπιγγας.

«Σώσε την Γαλλία!».

Στα στήθη του Βιγιόν φούντωσε η φλόγα.

«Μόνο αυτό;», την ρώτησε παιγχνιδιάρικα και, παρά το ειρωνικό του ύφος, οι λέξεις ήχησαν σαν δέσμευση.

Η Κατερίνα του απάντησε περήφανα:

«Μόνο αυτό. Δεν είσαι ο Μεγάλος Αυλάρχης, ο διοικητής του στρατού της Γαλλίας; Υπάρχει ένας εχθρός μπροστά στις πύλες της πόλης, που δεν μπορεί να τον διώξει κανένας από τους αυλικούς του βασιλιά». Έδειξε με το δάχτυλο τις εχθρικές σημαίες που κυμάτιζαν μπροστά στις σκηνές των Βουργουνδών, πέρα απ’τα τείχη του Παρισιού. Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη έξαψη. «Ω, δεν θα μπορούσε να έρθει ένας τέτοιος άντρας στην Αυλή; Ένας τέτοιος άντρας, ένας άντρας που θα έσερνε στην σκόνη τα λάβαρα των Βουργουνδών, ναι, ίσως να κέρδιζε την εύνοιά μου».

Ο Βιγιόν την κοίταξε όπως κοιτάζαν οι ιππότες της Γαλλίας την Ιωάννα της Λωραίνης όταν τους ικέτευε να σηκωθούν και να πολεμήσουν γιά την πατρίδα.

«Είσαι πολύ απαιτητική», της είπε, μα η καρδιά του πλημύρισε από χαρά στην προοπτική να την ευχαριστήσει –αν μπορούσε.

Η κοπέλα απάντησε στα λόγια και όχι στις σκέψεις του.

«Ο ήρωάς μου θα είναι στεφανωμένος με αρετές· και η ανδρεία θα είναι το πιό όμορφο άνθος στο στεφάνι του. Έχε γειά».

Έφτασε στην βεράντα και έκανε να μπει στο παλάτι. Ο Βιγιόν της φώναξε με λαχτάρα:

«Στάσου! Έχω χιλιάδες πράγματα να σου πω!»

Η κοπέλα τον απέκρουσε με ένα χαμόγελο.

«Εγώ μονάχα ένα· και μόλις στο είπα. Έχε γειά».

Ο Βιγιόν κινήθηκε γοργά προς το μέρος της.

«Θα σε ακολουθήσω», της είπε, μα το απλωμένο χέρι της κοπέλας τον σταμάτησε.

«Να μην το κάνεις», είπε επιτακτικά. «Πηγαίνω στην Βασίλισσα». Και με έναν κοφτό χαιρετισμό, μυστηριακή –σαν κύμα που χορεύει στην μέση του απέραντου ωκεανού- μπήκε στο παλάτι και τον άφησε μαρμαρωμένο και αμίλητο –λες και ήτανε θνητός που είχε την τύχη να αντικρύσει άγγελο. Μουρμούρησε μόνος του τα λόγια της, καθώς κατέβαινε αργά τα σκαλοπάτια.

«Δεν θα μπορούσε να έρθει ένας τέτοιος άντρας στην Αυλή;» και με αυτήν την φράση στο μυαλό του, παραδόθηκε στις γεμάτες ελπίδα σκέψεις του.

«Γιατί λοιπόν δεν της αξίζω; Χτες το βράδυ δεν ήμουν παρά ένας φτωχοδιάβολος με σκουριασμένο ξίφος και βρώμικα ρούχα. Σήμερα είναι όλα διαφορετικά. Είμαι –απ’ότι φαίνεται- έμπιστος του βασιλιά, ένας άρχοντας της Αυλής, ένας ευγενής. Γιατί να μην τα καταφέρω;».

Ήταν τόσο χαρούμενος γιά την ξαφνική του τύχη, τόσο μαγεμένος από τον κόσμο που έφτιαχνε γιά αυτόν και την Κατερίνα, που ξέχασε –όπως όλοι οι ερωτευμένοι- πως, εκτός από εκείνον και την αγαπημένη του, στον πραγματικό κόσμο υπήρχαν ένα σωρό άλλοι άνθρωποι. Τον είχε τόσο μεθύσει το όνειρό του, ώστε δεν άκουσε την πόρτα του πύργου που άνοιξε μαλακά, ούτε τα ελαφριά βήματα του βασιλιά πάνω στο παχύ γρασίδι, ο οποίος βγήκε απ’την κρυψώνα του και γλίστρησε αθόρυβα κοντά στο καινούριο του παιγχνίδι.




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ