ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Σε αυτό το σημείο, η διήγηση του Πατέρα Γρηγόριου –όπως ασφαλώς ξέρουν οι λιγοστοί μελετητές των χειρογράφων του Αββαείου του Μπον Αβεντούρ- παύει να ασχολείται με τα έργα και τις ημέρες του άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν, γιά να παραθέσει μερικά φιλοσοφικά συμπεράσματα σε σχέση με τον χαρακτήρα του Λουδοβίκου του 11ου –του επονομαζόμενου και Συνετού.

Αυτό που ο Πατέρας Γρηγόριος εξετάζει με προσοχή, είναι οι πραγματικές προθέσεις του μονάρχη απέναντι στον Φρανσουά Βιγιόν και την Κατερίνα της Βωσέλ. Πολλοί επικριτές του βασιλιά υποστηρίζουν πως οι πραγματικά κακόβουλες προθέσεις του εμποδίστηκαν μονάχα από την αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση και την απειλή μιάς γενικευμένης εξέγερσης. Άλλοι αντιθέτως, που ισχυρίζονται πως έχουν μελετήσει περισσότερο τον χαρακτήρα του προληπτικού βασιλιά, θεωρούν ότι είχε πράγματι την διάθεση να στείλει τον άρχοντα Βιγιόν στην αγχόνη –ή τουλάχιστον στην εξορία- μα το έξυπνο ψέμα του ποιητή σχετικά με το αστέρι που έπεσε στην γη, ήχησε την κατάληλη στιγμή στα αυτιά του Λουδοβίκου και τον έκανε να πιστέψει ότι το όνειρο είχε ερμηνευτεί και η προφητεία είχε πιά εκπληρωθεί. Όπως αναφέρει με ύποπτη επιμονή ο σεβάσμιος Πατήρ Γρηγόριος, πολλοί υποστηρίζουν ότι ο άρχοντας Φρανσουά χρησιμοποίησε εσκεμμένα αυτές τις λέξεις, με σκοπό να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή του βασιλιά. Μα υπάρχουν επίσης και άλλοι, προσθέτει ο Πατέρας Γρηγόριος –και συμπεραίνουμε απ’τα λεγόμενά του ότι συγκαταλέγει και τον εαυτό του ανάμεσά τους- που θεωρούν την αδιαλαξία του Λουδοβίκου ψεύτικη και ότι ο μονάρχης σκάρωσε αυτήν την χοντροκομμένη φάρσα με σκοπό να δώσει ένα καλό μάθημα στον αλαζόνα ποιητή και στην υπεροπτική κοπέλα• και δεν είχε ποτέ σκοπό να τιμωρήσει ούτε τον έμπορο των στίχων, ούτε την γενναία παρθένα της Βωσέλ.

Εξετάζοντας το θέμα από αυτή την σκοπιά, η συμπάθεια του Πατέρα Γρηγόριου γιά τον θεσμό της μοναρχίας και τις συνέπειες των ηγεμονικών καπρίτσιων είναι δικαιολογημένη, λόγω της βαρύτητας που είχε ο θεσμός γιά έναν ιερέα της εκκλησίας την εποχή που γράφονται αυτά τα κείμενα• εποχή πολύ διαφορετική όσον αφορά στα ήθη και στους κοινωνικούς κανόνες από τα ταραγμένα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Σίγουρα κάποιοι θα προτιμούσαν ο καλός Πατέρας Γρηγόριος να είχε αφήσει κατά μέρος αυτούς τους φιλοσοφικούς στοχασμούς και να μας είχε διηγηθεί τι απέγινε ο Φρανσουά Βιγιόν και η Κατερίνα της Βωσέλ μετά τον ένθερμο εναγκαλισμό τους σε εκείνο το ξέφωτο του Παρισιού, κάτω από το βλέμμα του Λουδοβίκου, ανάμεσα στις ζητωκραυγές του πλήθους και τους άνθρώπους του Τριστάν που ξέστηναν βιαστικά την άχρηστη κρεμάλα.

Μα σε αυτό το σημείο, ο Πατέρας Γρηγόριος σωπαίνει. Η καταστροφή των περγαμηνών ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γιά αυτή την σιωπή. Ίσως η έλλειψη ενδιαφέροντος γιά τον έγγαμο βίο -που απορρέει απ’το εκκλησιαστικό του αξίωμα- να είναι ένας ακόμα παράγοντας γιά αυτή του την σιωπή. Μπορούμε μόνο να συγκεντρώσουμε κάποιες αόριστες πληροφορίες από διάφορες άλλες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες ο ποιητής και η αγαπημένη του εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό αγροτόσπιτο στην κομητεία του Ποϊτού, έζησαν μιά ήσυχη, αγροτική ζωή μέχρι τα βαθειά τους γεράματα και είχαν έναν ήσυχο, αγροτικό θάνατο. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι βρήκαν την ευτυχία, διότι εκείνος ήταν ένας συνεπής ερωτευμένος και εκείνη μιά αξιολάτρευτη και τίμια γυναίκα.




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ: ΜΙΛΑΩ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ.

Τα εφιαλτικά λόγια του κήρυκα ακούστηκαν αυτήν την φορά σε έναν καινούριο ακροατή· στα γέρικα αυτιά μιάς ρακένδυτης, σκυφτής γυναίκας, που με δυσκολία άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Είχε μόλις φτάσει στην πλατεία, όταν άκουσε με τρόμο τα λόγια του Μοντζογιέ.

Ψάχνοντας ανήσυχα γύρω της, αντίκρυσε την σιδεροντυμένη φιγούρα του Βιγιόν ανάμεσα στους οπλισμένους άντρες της βασιλικής φρουράς και χωρίς να χάσει χρόνο, πλησίασε την εξέδρα των επισήμων και έπεσε στα γόνατα, ικετεύοντας τον βασιλιά.

-Μεγαλειώτατε, θα πεθάνω εγώ στην θέση του!

Η καρδιά του Βιγιόν κόντεψε να σπάσει.

-Μανούλα μου, καλή μου μητέρα, φύγε από εδώ, σε παρακαλώ, φώναξε και προσπάθησε μάταια να την πλησιάσει –μα οι φρουροί του έκλεισαν τον δρόμο με τις λόγχες τους. Την ίδια στιγμή, η Κατερίνα της Βωσέλ βγήκε απ’την εκκλησία και στάθηκε στο πλατύσκαλο, υπακούοντας στην βασιλική επιθυμία που της είχε μεταφέρει ο αυλικός του Λουδοβίκου. Κοίταξε με έκπληξη το πλήθος, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.

-Ποιά είναι αυτή η γυναίκα; ρώτησε ο Λουδοβίκος, κοιτάζοντας την ρακένδυτη ηλικιωμένη γυναίκα, που είχε προσπέσει στα πόδια του με απελπισία.

Ο Ολίβιε του απάντησε στο αυτί:

-Η μητέρα του, μεγαλειώτατε.

Μιά υποψία καλοσύνης φάνηκε στα μάτια του βασιλιά και της απάντησε με μαλακή φωνή:

-Κυρούλα, αυτό δεν θα το δεχτώ. Με την θέληση του Θεού τον έφερες μιά φορά στην ζωή και αυτό είναι αρκετό. Αυτή είναι η δική μου θέληση.

-Σας εκλιπαρώ μεγαλειώτατε, ικέτευσε εκείνη, μα ο βασιλιάς δεν άλλαξε γνώμη.

-Πάρτε την από εδώ με σεβασμό, διέταξε.

Ο Νόελ λε Ζολύ έσπευσε να υπακούσει τον βασιλιά, μα η γερόντισα στάθηκε στα πόδια της και τον απώθησε άγρια.

-Όχι, ούρλιαξε, δεν θα εγκαταλειψω το παιδί μου!, και αγκάλιασε τον σιδεροντυμένο κατάδικο με τα ισχνά της μπράτσα.

Ο Λουδοβίκος έδωσε εντολή στον Μοντζογιέ να κάνει μιά τελευταία ανακοίνωση. Οι σάλπιγγες παιάνισαν ξανά και η ψυχρή φωνή του κήρυκα επανέλαβε την μακάβρια προσφορά του βασιλιά.

Μιά γλυκειά, καθαρή γυναικεία φωνή έσπασε την σιωπή που ακολούθησε.

-Θα πεθάνω εγώ, είπε η Κατερίνα της Βωσέλ απ’το πλατύσκαλο της εκκλησίας και αμέσως τα μάτια όλων στράφηκαν σε εκείνη. Στεκόταν αλύγιστη, με το κεφάλι ψηλά και τα χέρια κολημένα στα πλευρά της -και το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν κρίνος. Μέσα σε νεκρική σιωπή κατέβηκε αργά τα σκαλιά της εκκλησίας και στάθηκε μπροστά στον βασιλιά.

-Θα πάρω εγώ την θέση του μεγαλειώτατε, επανέλαβε με σταθερή φωνή.

-Κατερίνα, φώναξε ο Βιγιόν και τα ωχρά μάγουλα του Λουδοβίκου κοκκίνησαν από ικανοποίηση.

-Κυρία μου, μιλάω στους άντρες, της είπε.

Ο Τριστάν σταύρωσε τα μεγάλα του χέρια και μουρμούρησε γκρινιάρικα:

-Μα τον Άγιο Διονύσιο, οι γυναίκες μας φαίνεται ότι είναι σήμερα πιό άντρες απ’τους άντρες.

Η Κατερίνα στεκόταν περήφανα μπροστά στον βασιλιά. Η μαμά-Βιγιόν, έκπληκτη από αυτήν την ουράνια παρουσία που υπερασπιζόταν τον γιό της, τον άφησε απ’την αγκαλιά της –και εκείνος έπεσε στα πόδια της αγαπημένης του.

Η Κατερίνα μίλησε με απαλή, αποφασιστική φωνή.

-Μεγαλειώτατε, αγαπώ αυτόν τον άντρα και θα ήμουν περήφανη να πεθάνω στην θέση του. Μπορεί να επιθυμείς ολόψυχα να τον σκοτώσεις, μα δεν μπορείς να αρνηθείς την προσφορά μου. Έχεις δώσει τον λόγο της τιμής σου και ένας βασιλιάς πρέπει να κρατάει τον λόγο του.

Ο Λουδοβίκος επανέλαβε, με μία οργισμένη χειρονομία:

-Απευθύνομαι στους άντρες!

Ο Βιγιόν αρπάχτηκε απ’τα λόγια του βασιλιά.

-Και εγώ απευθύνομαι σε μιά γυναίκα, φώναξε και κοιτάζοντας με λατρεία την αγαπημένη του της είπε:

-Κατερίνα, όμορφή μου Κατερίνα, ο θάνατος δεν μπορεί πιά να με αγγίξει. Γιατί η αγάπη είναι αθάνατη και εσύ μου χάρισες κάτι καλύτερο απ’την ζωή.

Με σταθερή φωνή και αναλοίωτη έκφραση στο πρόσωπό της, η Κατερίνα ξαναείπε:

-Μεγαλειώτατε, βασίζομαι στον λόγο σου.

Ο Λουδοβίκος αρνήθηκε ξανά.

-Απευθύνομαι στους άντρες. Τριστάν, κάνε το καθήκον σου.

Σε μιά στιγμή, η κατάσταση άλλαξε. Ο Βιγιόν ξέφυγε απ’την φύλαξη των φρουρών του –των οποίων η προσοχή είχε χαλαρώσει καθώς παρακολουθούσαν αποροφημένοι τα τεκταινόμενα- και στάθηκε μπροστά στην Κατερίνα. Αυτή του η ενέργεια γέμισε ενθουσιασμό τις καρδιές των υποστηρικτών του, που αμέσως περικύκλωσαν το ζευγάρι προστατευτικά· ένα αποφασισμένο πλήθος με τα σπαθιά στα χέρια -που απώθησε τους στρατιώτες της επίλεκτης φρουράς. Ο Βιγιόν άρπαξε το σπαθί απ’το χέρι του Μοντινύ και το ύψωσε στον αέρα, φωνάζοντας:

-Μα τον σταυρό του Κυρίου, το κερί της ζωής μου δεν έχει ακόμα σβήσει. Πολίτες του Παρισιού, δεν είναι δίκαιο να μιλήσω στην αγαπημένη μου πριν να πεθάνω;

Η πλατεία γέμισε από οργισμένες, απειλητικές φώνες. Οι φρουροί του βασιλιά δεν τόλμησαν να συλάβουν τον κατάδικο που τους είχε ξεφύγει, μα κράτησαν τις θέσεις τους μπροστά απ’την βασιλική εξέδρα, καθώς ο Βιγιόν στεκόταν στο πλάϊ της Κατερίνας με υψωμένο το σπαθί του· ένας αρχάγγελος της εξέγερσης, έτοιμος να οδηγήσει το οπλισμένο πλήθος ενάντια στους αντιπάλους του. Ωστόσο, ο βασιλιάς παρακολουθούσε τα δρώμενα ανέκφραστος, σαν να έβλεπε κουκλοθέατρο. Με την λεπτή φωνή του διέταξε:

-Μπορείς να της μιλήσεις, όσο ακόμα το κερί καίει. Ούτε λεπτό παραπάνω.

Συμφωνώντας, οι υποστηρικτές του Βιγιόν τραβήχτηκαν πίσω και άφησαν τον ποιητή και την Κατερίνα μόνους, στην μέση της πλατείας.

-Φρανσουά, δεν θα δεχτείς την ζωή απ’τα χέρια μου; του είπε σιγά η Κατερίνα.

Ο Βιγιόν της απάντησε τρυφερά:

-Αγαπημένη μου, αν αυτός ο εστεμμένος Ιούδας κρατήσει τον λόγο του και σε κρεμάσει στην θέση μου, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω έστω και γιά ένα δευτερόλεπτο;

Τον κοίταξε στα μάτια σταθερά.

-Είσαι αποφασισμένος;

Της χαμογέλασε γλυκά.

-Είμαι πεισματάρης σαν μουλάρι και τίποτα δεν θα με κάνει να αλλάξω την απόφασή μου.

Κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της με ανατριχίλα.

-Αγαπημένε μου, η φλόγα τρεμοπαίζει στον αέρα. Στην ζώνη σου έχεις ένα μαχαίρι. Ας πεθάνουμε μαζί.

-Το εννοείς;, την ρώτησε και εκείνη του απάντησε με σιγουριά:

-Στο όνομα της μητέρας του Θεού.

Μιά υπέροχη ιδέα γενήθηκε ξαφνικά στο μυαλό του Βιγιόν. Είχε κερδίσει την αγαπημένη του, μα δεν είχε καμμιά ελπίδα να κερδίσει την ζωή του –όμως μπορούσε να πεθάνει σαν στρατιώτης και όχι σαν ληστής. Της ψιθύρησε βιαστικά:

-Ακόμα και τώρα, μπορούμε να χαλάσουμε τα σχέδια του Λουδοβίκου. Καλή μου, θα με παντρευτείς εδώ, κάτω απ’τον ίσκιο της κρεμάλας;

-Με όλη μου την καρδιά.

Αμέσως στράφηκε στην μεριά του Λουδοβίκου.

-Βασιλιά, ζητάω γιά λίγο ακόμα την υπομονή σου. Θα πρέπει να καθυστερήσει η εκτέλεση της ποινής. Θέλω να παντρευτώ την κυρία.

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε μοχθηρά.

-Είναι πολύ αργά. Τελείωνε και ανέβα στην αγχόνη –γιατί η θηλειά πέφτει μεγάλη γιά δαχτυλίδι αραβώνων.

Ο Βιγιόν του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

-Μεγαλειώτατε, του είπε, είμαι Δάσκαλος των Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού –και με αυτή μου την ιδιότητα έχω το δικαίωμα να απαιτήσω οποιοδήποτε μυστήριο της εκκλησίας. Υπήρξα αμετανόητος εργένης, μα τώρα επιθυμώ να παντρευτώ. Φώναξε έναν ιερέα, βασιλιά Λουδοβίκε.

Ο Ολίβιε έσκυψε στο αυτί του βασιλιά.

-Έχει δίκιο μεγαλειώτατε. Μπορεί να επικαλεστεί αυτό το προνόμιο.

Ο Λουδοβίκος έσκυψε στο μέρος του ποιητή με περιέργεια.

-Τι ελπίζεις να κερδίσεις με αυτό; τον ρώτησε.

Ο Βιγιόν του απάντησε ήρεμα:

-Το δικαίωμα να πεθάνω από ξίφος σαν στρατιώτης και όχι στην αγχόνη σαν ληστής.

Ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας ακούστηκε απ’το πλήθος, μα έσβυσε αμέσως, καθώς η Κατερίνα προχώρησε μπροστά –λευκή σαν κρίνος- και στάθηκε ανάμεσα στον βασιλιά και τον Βιγιόν.

-Θα κερδίσεις πολύ περισότερα. Είμαι η Λαίδη Κατερίνα της Βωσέλ, ομοαίματη του βασιλικού οίκου, Κυρία των Εκατό Επαρχιών, Μεγάλη Οικονόμος της Γασκώνης, Φύλακας του Τάγματος του Ποϊτού. Είναι καθήκον μου να εφαρμόζω τον Ύψιστο Νόμο. Αυτός ο άντρας είναι από ταπεινή γενιά και μόλις τον παντρευτώ θα γίνει βασσάλος μου. Και πάνω στους υποτελείς μου, έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου.

Ο Βιγιόν έπεσε στα γόνατα μπροστά στην κυρά του.

Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα λεπτά του χέρια με ευχαρίστηση, σαν θεατής που απολαμβάνει μία κωμωδία.

-Είσαι τολμηρή γυναίκα και έχεις γρήγορη σκέψη. Όμως, αν παντρευτείς αυτόν τον κατάδικο θα εκπέσεις από τα αξιώματά σου. Θα σου αφαιρεθούν οι τίτλοι, η μεγάλη σου περιουσία θα περιέλθει στην κατοχή του Στέμματος και θα εξοριστείς μαζί του απ’το Παρίσι. Μία ζητιάνα στο πλάϊ ενός ζητιάνου.

Η Κατερίνα στράφηκε στον γονατισμένο Βιγιόν.

-Πολύ μικρό τίμημα γιά τον αγαπημένο μου.

Ο Βιγιόν κοίταξε τα όμορφά της μάτια και την ρώτησε:

-Νομίζεις ότι το αξίζω Κατερίνα; Είναι ακριβή πληρωμή γιά το άθλιο τομάρι μου.

Η Κατερίνα επανέλαβε τα λόγια της.

-Είναι πολύ μικρό τίμημα γιά την ζωή του αγαπημένου μου. Αμφισβητείς τα λόγια μου;

Ένας σιδεροντυμένος στρατιώτης άνοιξε απαρατήρητος δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, πλησίασε την εξέδρα των επισήμων και κάτι είπε στο αυτί του Νόελ λε Ζολύ, που το μετέφερε με την σειρά του στον Ολίβιε –ο οποίος χλώμιασε περισσότερο από ποτέ. Ο Βιγιόν έπιασε το χέρι της Κατερίνας.

-Όχι αγάπη μου, όχι! Ο κόσμος είναι μεγάλος, όπως και οι καρδιές μας. Γιατί ένα αστέρι έπεσε απ’τον ουρανό και γέμισε την γη με ευτυχία.

Τα λόγια του ακούστηκαν στα αυτιά του βασιλιά όπως χρησμός μαντείου. Σηκώθηκε σαν υπνωτισμένος και επανέλαβε με έκσταση τις μαγικές λέξεις:

-Ένα αστέρι έπεσε απ’τον ουρανό! Το όνειρό μου!

Ο Ολίβιε πλησίασε τον βασιλιά και του είπε με τρεμάμενα χείλη:

-Άρχοντά μου, τα νέα απλώθηκαν στην πόλη σαν χολέρα και από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει επανάσταση!

Ο Λουδοβίκος τον παραμέρισε.

-Τρίψε τα χλωμά σου μάγουλα, του είπε, γιατί όλα είναι εντάξει. Η Μοίρα έχει ήδη αποφασίσει.

Ύστερα, έσκυψε στην κουπαστή και μίλησε στο πλήθος.

-Πολίτες του Παρισού, ο άντρας αυτός δεν θα πεθάνει. Αυτή η γυναίκα μπορεί να παντρευτεί τον αγαπημένο της. Δοκίμασα την καρδιά αυτού του άντρα και είναι από ατόφιο χρυσάφι –και η ψυχή της ουράνιας αυτής γυναίκας, λευκή σαν τα φτερά ενός αγγέλου. Αγκαλιαστείτε!

Και το ζευγάρι υπάκουσε τον βασιλιά.






ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΛΑΣ.

Στην τελευταία λέξη του Βιγιόν, ακούστηκε το όργανο της εκκλησίας, που έπαιζε την υπέροχη μελωδία του Te Deum Laudamus. Οι σιδεροντυμένοι στρατιώτες φώναξαν όλοι μαζί με μιά φωνή:

-Ο Θεός σώζοι τον Μεγάλο Αυλάρχη!

Ο Ολίβιε έσκυψε πάνω απ’τον βασιλιά και του ψιθύρισε:

-Ακούς Μεγαλειώτατε; Τον ζητωκραυγάζουν.

Ο Λουδοβίκος τον παραμέρισε και είπε, γέρνοντας στην κουπαστή:

-Μεγάλε μου Αυλάρχη και εσείς γενναίοι μου στρατιώτες, ο Βασιλιάς της Γαλλίας σας ευχαριστεί γιά αυτό το δώρο. Η νίκη ήρθε ως επιβράβευση του δίκαιου σκοπού μας.
Λόρδε του Μονκορμπιέ, μπορείς να διαβεβαιώσεις αυτούς τους γενναίους άντρες, πως ο μονάρχης τους δεν θα τους ξεχάσει.

Αμέσως ο Βιγιόν στράφηκε στο πολύχρωμο πλήθος πίσω του.

-Στο όνομα του βασιλιά, ένα χρυσό νόμισμα γιά κάθε στρατιώτη που πολέμησε απόψε και μιά κούπα κρασί γιά κάθε άντρα, γυναίκα ή παιδί, που θέλει να πιεί στην υγειά του.

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε ξινά.

-Πολύ γεναιόδωρο εκ μέρους μου.

-Κάτι ακόμα μεγαλειώτατε, είπε ο Βιγιόν ειρωνικά –και ο Λουδοβίκος του απάντησε, και αυτός γεμάτος ειρωνία:

-Τι είναι πάλι;

-Το τελευταίο μου καθήκον, είπε και στράφηκε ξανά στο πλήθος.

-Στρατιώτες που ακολουθήσατε πιστά τις διαταγές μου, φίλοι που πολεμήσατε μαζί μου και εσείς, πολίτες της Γαλλίας που αγωνίστηκα σήμερα γιά χάρη σας, ακούστε το κύκνειο άσμα μου. Με ξέρετε ως Κόμη του Μονκορμπιέ, Μεγάλο Αυλάρχη της Γαλλίας. Μα εγώ, που με γνωρίζω καλύτερα από εσάς, ξέρω τον εαυτό μου ως Φρανσουά Βιγιόν, Δάσκαλο των Τεχνών, έμπορο στίχων, μεθύστακα και ταραξία. Είναι τώρα καθήκον μου, σαν Μεγάλου Αυλάρχη της Γαλλίας, να σας ανακοινώσω πως η τύχη του άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν έχει ήδη αποφασιστεί και η ποινή του είναι να κρεμαστεί αμέσως, σε αυτήν εδώ την αγχόνη.

Τα λόγια του έπεσαν σαν κεραυνός στο συγκεντρωμένο πλήθος, που κρατούσε την ανάσα του. Γιά μερικές στιγμές που φάνηκαν αιώνες, απόλυτη σιωπή απλώθηκε πάνω απ’την πλατεία. Οι πέντε κοπέλες στην μπροστινή σειρά πιάσαν σφιχτά τα χέρια η μιά της άλλης και ξεφύσηξαν με έκπληξη. Ήταν πράγματι αυτός ο μεγαλοπρεπής άρχοντας, ο παλιός τους φίλος Φρανσουά Βιγιόν; Όσο γιά τους πέντε παράνομους που ήξεραν το μυστικό, είχαν αρχίσει να γελάν στα πρώτα λόγια του ποιητή, μα τώρα το γέλιο πάγωσε στα χείλη τους.

Ξαφνικά, η εξαίσια μελωδία του Te Deum σταμάτησε και στην θέση του ακούστηκε ένας θλιβερός ψαλμός. Ο Λουδοβίκος είχε δασκαλέψει καλά τον οργανίστα εκείνο το πρωί και τα πράγματα πήγαιναν σύμφωνα με το σατανικό του σχέδιο. Το πλήθος, επηρεασμένο από την υποβλητική μουσική, άρχισε να διαμαρτύρεται.

Ο Γκυ Ταμπαρύ τράβηξε το ματωμένο ξίφος του και προχώρησε μπροστά, λέγοντας:

-Τι αστείο είναι πάλι αυτό;

Ο Βιγιόν του απάντησε σοβαρά:

-Τέτοιο αστείο, που θα προτιμούσα να κλάψω αύριο, παρά να γελάσω απόψε. Γιατί η στάμνα έσπασε στο χείλος του πηγαδιού, σήμερα το πρωί. Άρχοντα Νόελ, σου παραδίδω το σπαθί μου. Θα ήθελα να πιστεύω ότι σήμερα έξυσε λίγες απ’τις αμαρτίες μου.

Έβγαλε το σπαθί απ’το θηκάρι του και το παρέδωσε στον Νόελ λε Ζολύ που είχε μείνει άναυδος μπροστά στην συγκλονιστική αυτή αποκάλυψη. Τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα, έχοντας αφήσει κατά μέρος το πρωτόκολο της Αυλής. Η θέα όμως του αιματοβαμμένου ξίφους του Βιγιόν τον επανέφερε στην πραγματικότητα και το πήρε από τα χέρια του καταδικασμένου άντρα με μιά θλιμένη σοβαρότητα, που δεν είχε καμμία σχέση με την τυπική επισημότητα που απαιτούσε το αξίωμά του. Ο Νόελ λε Ζολύ ήταν πρώτα απ’όλα στρατιώτης και με αυτόν τον τρόπο απέτειε φόρο τιμής σε έναν γενναίο άντρα.

Ο Βιγιόν απευθύνθηκε στον Τριστάν.

-Άρχοντα Τριστάν, κάνε το καθήκον σου απέναντι στον βασιλιά σου.

Ο Τριστάν κατευθύνθηκε πρόθυμα προς το μέρος του Βιγιόν, μα η κίνησή του προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία του πλήθους και των στρατιωτών που είχαν πολεμήσει κάτω απ’τις διαταγές του Μεγάλου Αυλάρχη. Ο Τριστάν ενστικτωδώς σταμάτησε μπροστά στην αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση. Ακούγονταν φωνές από παντού, που καλούσαν τον βασιλιά να δώσει χάρη στον καταδικασμένο ποιητή, προτρέποντας όσους τον αγαπούσαν να τον σώσουν.

-Βασιλιά, είναι δίκαιο αυτό; ρώτησε ο Ρενέ ντε Μοντινύ και τα λόγια του προκάλεσαν την οργισμένη διαμαρτυρία του πλήθους.

Το γρήγορο βλέμμα του βασιλιά μέτρησε την κατάσταση, χωρίς καμμία ένδειξη φόβου στο χαμογελαστό του πρόσωπο. Έγειρε στην κουπαστή σαν θεατρόφιλος θεατής μιάς κωμωδίας και απευθύνθηκε στον κόσμο:

-Καλοί πολίτες του Παρισού, ακούσατε τον Μεγάλο Αυλάρχη να ανακοινώνει την θανατική ποινή ενός εγκληματία. Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν, έχει κάτι να πει, να κάνει πιθανόν κάποια έκκληση, να ζητήσει χάρη, ώστε η ποινή να μην εκτελεστεί;

Ο Βιγιόν κούνησε το χέρι με περιφρόνηση.

-Δεν έχω τίποτα να πω μεγαλειώτατε. Ο Φρανσουά Βιγιόν πρέπει να πεθάνει. Κακοτυχία γιά αυτόν, μα υπάρχουν και χειρότερα• γιαυτό ας τελειώνουμε.

Προχώρησε προς την επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και δυό τοξότες τον πιάσαν απ’τα μπράτσα. Το θέαμα αυτό προκάλεσε την οργή του πλήθους, που άρχισε να επαναλαμβάνει ρυθμικά τα λόγια του Ρενέ. Άγριες φωνές που απαιτούσαν δικαιοσύνη έσκιζαν τον καλοκαιρινό αέρα. Κάποιοι πολίτες μπήκαν σε ένα κοντινό οπλοπωλείο και κραδαίνοντας τα κλεμένα όπλα απειλούσαν πως θα περάσουν απ’τα λόγια στην πράξη.

Γιά άλλη μιά φορά ο Ταμπαρύ ύψωσε την βροντερή φωνή του:

-Οι βασιλιάδες πρέπει να ακούνε τον λαό τους. Είναι δίκαιο ο άντρας που μας οδήγησε στην νίκη να πεθάνει στην κρεμάλα σαν ληστής;

Τα λόγια του προκάλεσαν ξανά την οργισμένη διαμαρτυρία του πλήθους. Πολίτες και στρατιώτες ενωμένοι, κινήθηκαν με φανερή διάθεση να αρπάξουν διά της βίας τον Βιγιόν απ’τα χέρια των εχθρών του. Η βασιλική φρουρά πύκνωσε την γραμμή μπροστά στην εξέδρα των επισήμων, με τα αρκεβούζια οπλισμένα. Κάθε αυλικός κρατούσε το σπαθί του στο χέρι. Μόνο ο βασιλιάς έδειχνε να απολαμβάνει ατάραχος την καταιγίδα που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Ξαναρώτησε χαμηλόφωνα:

-Μήπως ο Φρανσουά Βιγιόν ζητάει χάρη;

Ο Βιγιόν κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

-Όχι μεγαλαιώτατε. Ο Φρανσουά Βιγιόν έπαιξε και έχασε –και τώρα θα πληρώσει.

Το μεγάλο ανθρώπινο κύμα αναδεύτηκε, φωνάζοντας γιά χάρη –απαιτώντας δικαιοσύνη.
Ο Ολίβιε, κατακίτρινος, ψιθύρισε με αγωνία στον Λουδοβίκο:

-Μεγαλειώτατε, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Πρέπει να κερδίσουμε λίγο χρόνο, να το αναβάλουμε.

Ο Λουδοβίκος του απάντησε φλεγματικά:

-Ο φιλαράκος μας φαίνεται πως τους έχει κάνει μάγια. Ξέρω όμως έναν καλό τρόπο γιά να το βουλώσουν.

Με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε γιά πρώτη φορά από την θέση του – μιά εύθραυστη, ζαρωμένη, μαύρη φιγούρα που κρατούσε στα χέρια της την τύχη αυτής της εξαθλιωμένης ανθρώπινης μάζας- ενώ ο Ολίβιε με υψωμένο χέρι, φώναξε:

-Ησυχία! Ο βασιλιάς θα μιλήσει στους πολίτες.

Οι φωνές σταμάτησαν αμέσως, γιά να ακουστούν τα λόγια του βασιλιά.

-Καλοί πολίτες του Παρισιού, δεν είμαι τύρανος. Ένας βασιλιάς είναι ο πατέρας του λαού του και σαν πατέρας, πρέπει να ακούει τις επιθυμίες των παιδιών του. Αφού λοιπόν αγαπάτε όλοι τόσο πολύ αυτόν τον άντρα, ακούστε την απόφασή μου. Αυτός ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που είναι πρόθυμος να ανέβει στην κρεμάλα γιά χάρη του ας μιλήσει τώρα. Ποιός από εσάς θα πεθάνει στην θέση του;

Επικράτησε γιά λίγο σιωπή καθώς ο όχλος άρχισε να συνειδητοποιεί το νόημα των λέξεων που ακούστηκαν απ΄τα βασιλικά χείλη του Λουδοβίκου. Μετά, ξέσπασε σε οργισμένες διαμαρτυρίες.

-Τι θέλει να πει; Να πάρουμε την θέση του στην αγχόνη; Είναι κόλπο! Μας κοροϊδεύει!

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε μοχθηρά.

-Δεν είναι κόλπο φίλοι μου, μα μιά απλή ανταλαγή. Εδώ έχουμε έναν άντρα καταδικασμένο σε θάνατο και εκεί, μιά άδεια κρεμάλα. Αφού τον αγαπάτε τόσο πολύ, ας πάρει κάποιος από εσάς την θέση του. Μας το διδάσκει άλλωστε και ο σοφός απόστολος: ‘Κανείς δεν αγαπάει περισσότερο, παρά εκείνος που θυσιάζεται γιά χάρη των φίλων του’. Σας δίνω τον λόγο μου, πως, μόλις ο ηρωικός εθελοντής θα κρεμαστεί στην άκρη του σχοινιού, ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν θα είναι ελεύθερος. Ελάτε λοιπόν, ποιός θα περάσει στον λαιμό του την θηλειά γιά χάρη του ήρωά μας;

Ο Βιγιόν διαμαρτυρήθηκε με αγανάκτηση:

-Κανείς δεν θα πεθάνει στη θέση μου.

Μα η διαμαρτυρία του ήταν άκαιρη. Η οργή του όχλου υποχώρησε και την αντικατέστησαν μερικά αραιά κλαψουρίσματα.

-Αυτό δεν είναι σωστό. Ο βασιλιάς ζητάει πολλά.

Ένα αχνό, θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Λουδοβίκου, καθώς ρωτούσε:

-Λοιπόν φίλοι μου, ποιός θα υπερασπίσει το είδωλό σας; Ποιός θα πάρει την θέση αυτού του ήρωα που έσωσε την Γαλλία; Ποιός θα σηκώσει στους ώμους του τον βαρύ σταυρό του; Ποιός θα σταθεί γιά χάρη του στον ίσκιο της αγχόνης; Δεν είστε τόσο ζωηροί όσο δείχνατε πριν λίγα λεπτά. Έτσι γρήγορα ξεφούσκωσε η αγάπη σας; Μήπως χλευάζετε και αυτόν και εμένα;

Ο Βιγιόν τον κοίταξε με ένα μίγμα απέχθειας και θαυμασμού.

-Βασιλιά των φιδιών, μουρμούρησε, μα ο Λουδοβίκος τον άκουσε και χαμογέλασε ξανά.

-Τριστάν, διέταξε, πήγαινε στην εκκλησία και φέρε μου ένα κερί.

Ο Τριστάν υποκλίθηκε και κατευθύνθηκε στην εκκλήσία. Ο Λουδοβίκος τράβηξε ακόμα περισσότερο το σκοινί.

-Είμαι ευσπλαχνικός και υπομονετικός ηγεμόνας. Ελπίζω να με θυμούνται οι ερχόμενες γενιές σαν έναν καλό και δίκαιο βασιλιά. Δεν θα ήθελα λοιπόν να πει κανείς ότι αρνήθηκα την τελευταία ευκαιρία -ακόμα και σε έναν εγκληματία.

Σε αυτά τα λόγια εμφανίστηκε ο Τριστάν, κρατώντας ένα μεγάλο χρυσό κηροπήγιο με ένα αναμένο κερί. Το έδωσε σε έναν τοξότη της βασιλικής φρουράς, ο οποίος το κράτησε μπροστά του σταθερά, ακίνητος σαν άγαλμα. Η χλωμή φλόγα του κεριού ανέβαινε στον ουρανό, μέσα στον ζεστό αέρα.

Ο Λουδοβίκος έσκυψε και κάτι ψιθύρησε σε έναν αυλικό που στεκόταν πίσω του. Αμέσως εκείνος υποκλίθηκε και κατευθύνθηκε στην εκκλησία. Ο βασιλιάς απευθύνθηκε ξανά στο σιωπηλό πλήθος που τον κοιτούσε με απορία.

-Όσο αυτό το κερί καίει, ο Φρανσουά Βιγιόν θα μείνει ζωντανός. Όταν θα σβύσει η φλόγα ο άρχοντας Βιγιόν θα πάρει την θέση του στην αγχόνη –εκτός αν έχει βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Κήρυκα, ανακοίνωσε την απόφασή μου στον κόσμο.

Με ένα νεύμα του Μοντζογιέ, του βασιλικού κήρυκα, δυό δυνατά σαλπίσματα έσκισαν τον αέρα. Μετά, ο κήρυκας μίλησε:

-Η εξοχότητά του προθυμοποιείται να χαρίσει την ζωή και την ελευθερία στον Φρανσουά Βιγιόν εάν βρεθεί κάποιος από εσάς να πάρει την θέση του στην αγχόνη. Η διορία τελειώνει όταν η φλόγα αυτού του κεριού σβύσει.

Στα λόγια του κήρυκα, βαριά σιωπή απλώθηκε πάνω απ’το συγκεντρωμένο πλήθος• μιά σιωπή που έκανε τις καρδιές των ανθρώπων να παγώσουν• και ο ζεστός αέρας του Ιούνη έμοιαζε ξαφνικά σαν τον κρύο βορεινό άνεμο που έρχεται πέρα, από τους αιώνιους παγετώνες.

Ο βασιλιάς έσκυψε προς το μέρος του καταδικασμένου ποιητή και του είπε σιγά:

-Άρχοντα Βιγιόν, βλέπεις τώρα πόσο λίγο μετράει η αγάπη του όχλου και τα μεγάλα λόγια των πολλών;

Ο Βιγιόν απάντησε σκεπτικά:

-Δεν μου είναι ξένη η αγάπη των ανθρώπων γιά την γλυκειά συνήθεια της ζωής.

Ο Λουδοβίκος έκανε ξανά νόημα στον Μοντζογιέ.

-Διακήρυξέ το ξανά, είπε και γιά ακόμα μία φορά ακούστηκαν οι σάλπιγγες, και ο κήρυκας επανέλαβε την πρόταση του βασιλιά.




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΑ ΛΑΒΑΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΩΝ.

Μιά κίτρινη αυγή ξημέρωνε πάνω απ’την πόλη και φώτιζε τους έρημους δρόμους, που ήταν βυθισμένοι σε μιά απόκοσμη σιωπηρή αναμονή. Είχαν ξεμείνει μερικοί πολίτες, μα εκείνο το λαμπερό πρωϊνό του Ιούνη οι περισσότεροι ήταν στα μεγάλα εξωτερικά τείχη και παρακολουθούσαν την άγρια μάχη που είχε ξεκινήσει απ’το βράδυ, ανάμεσα στον στρατό του Λουδοβίκου, που τον διοικούσε ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας και στα στρατεύματα του Δούκα των Βουργουνδών και των συμμάχων του.

Το Παρίσι έμοιαζε με την παράξενη πόλη του ύπνου που περιέγραφε στις διηγήσεις του ο περιπλανώμενος τροβαδούρος των Αραβικών παραμυθιών, ή με εκείνο το σιωπηλό παλάτι που η ωραία κοιμωμένη με την ακολουθία της περίμενε πετρωμένη τον ερχομό του όμορφου πρίγκηπά της. Αν ο Ασμοδαίος ταξίδευε με τα φτερά του ανέμου πάνω απ’το Παρίσι και ξεσκέπαζε τις στέγες των σπιτιών, τα περισσότερα από αυτά θα ήταν άδεια, όπως και οι δρόμοι του.

Όμως, υπήρχε ένα μέρος στην πόλη –ένα ξέφωτο δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στην αρχαία πύλη και στην εκκλησία των Σελεστίνων- γεμάτο ζωντάνια και φασαρία. Εκεί, κάτω απ’το άδειο βλέμμα των παραθύρων των γύρω σπιτιών, δυό άντρες δούλευαν σκληρά γιά να τελειώσουν το μακάβριο έργο που τους είχε ανατεθεί. Κάρφωναν τις τελευταίες πρόκες στην ξύλινη πλατφόρμα της ψηλόλιγνης κρεμάλας που καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ της πύλης και της γκρίζας Γοτθικής εκκλησίας. Ο περίβολος της εκκλησίας με τα κατακόκινα τριαντάφυλα, τους βασιλικούς θυρεούς με τον κρίνο και τους ανδριάντες των ηρώων της Γαλλίας, δημιουργούσε μιά παράξενη αντίθεση με την απειλητική αυστηρότητα του ξύλινου ικριώματος–μιά τραγική ειρωνία.

Οι δυό άντρες τελείωσαν την δουλειά τους, στάθηκαν στο ξέφωτο κάτω απ’τον πρωϊνο ήλιο και τεντώθηκαν. Ο πρώτος ήταν ένας ψηλός, αδύνατος, σκυθρωπός άντρας με σκούρα ρούχα, που φορούσε στον λαιμό ένα μεγάλο κομποσχοίνι, το οποίο πασπάτευε τακτικά με κραυγαλέα υποκρισία. Ο δεύτερος ήταν τόσο διαφορετικός απ’τον σύντροφό του, που έλεγες πως κάποιος πλακατζής ζωγράφος τους έβαλε δίπλα-δίπλα γιά να διασκεδάσει. Ήταν ένας παχουλός, αεικίνητος ανθρωπάκος, ντυμένος με ζωηρά, έντονα χρώματα, που πηγαινοερχόταν κεφάτα απ’το ένα μέρος στο άλλο, σπάζοντας την θανάσιμη σοβαρότητα του συντρόφου του. Αν κάποιος πολίτης του Παρισιού είχε αργήσει να ξυπνήσει –πράγμα απίθανο- και έτρεχε βιαστικά στα τείχη της πόλης γιά να μάθει την έκβαση της μάχης, θα αναγνώριζε αμέσως στα πρόσωπα τους, δύο απ’τους πιό επικίνδυνους ανθρώπους της μυστικής φρουράς του Τριστάν του Ερημίτη· τους αρχιδήμιους Τρία Σκαλιά και Μικρό Ζαν. Όμως, παρά την κραυγαλέα διαφορά στο παρουσιαστικό τους, ο ψηλόλιγνος κιτρινιάρης Τρία Σκαλιά και ο κοντόχοντρος ροδομάγουλος Μικρός Ζαν έκαναν την ίδια δουλειά με την ίδια αποτελεσματικότητα –αν και όχι με την ίδια διάθεση.

Ο Μικρός Ζαν έβγαλε ένα φλασκί με κρασί κάτω απ’την ξύλινη εξέδρα, ήπιε μιά γερή γουλιά και το έδωσε κεφάτα στον συνάδελφό του.

-Πιές και χαμογέλα.

Ο Τρία Σκαλιά έκανε μιά κίνηση δυσφορίας με το κεφάλι, πήρε το φλασκί και τράβηξε με την σειρά του μιά γερή γουλιά, πριν το επιστρέψει σκυθρωπός στον χαρούμενο σύντροφό του.

-Θα πιώ, αλλά δεν έχω τα κέφια μου, είπε γκρινιάρικα. Γιά ποιόν λόγο να στήνουμε μιά τόσο όμορφη κρεμάλα, αν δεν μας βλέπει κανείς;

Ο Μικρός Ζαν γέλασε ζωηρά.

-Όλο το Παρίσι είναι στα τείχη και παρακολουθεί την μάχη. Τυχεροί Παριζιάνοι!

Ο Τρία Σκαλιά χαμογέλασε στυφά.

-Όχι και τόσο, αν δεν κερδίσουμε.

Ο Μικρός Ζαν τον καθησύχασε:

-Όποιος και να κερδίσει, θα μας χρειαστεί γιά να κρεμάσουμε τους χαμένους. Δες την καλή πλευρά αδερφέ.

Ο Τρία Σκαλιά πασπάτεψε το κομποσκοίνι του.

-Δεν είμαι καθόλου καλά, σου λέω. Έχω μιά βδομάδα να κρεμάσω κάποιον.

Ενώ ο Τρία Σκαλιά ήταν βυθισμένος στις μελαγχολικές του σκέψεις, η πόρτα ένος παλιού κτιρίου κοντά στην εκκλησία άνοιξε και βγήκε από μέσα μιά ηλικιωμένη γυναίκα, που περπατούσε αργά στηριγμένη σε ένα δεκανίκι. Ο Μικρός Ζαν την γνώριζε καλά, γιατί έμενε στο ίδιο κτίριο με εκείνη, σε μία από τις διπλανές σοφίτες του εβδόμου ορόφου. Ήξερε ότι ήταν η μητέρα του πιό διάσημου καθάρματος του Παρισιού, κάποιου Φρανσουά Βιγιόν, που είχε εξαφανιστεί πριν μιά εβδομάδα απ’την πόλη χωρίς να αφήσει ίχνη, βυθίζοντας την φτωχή γυναίκα στην απελπισία. Την χαιρέτησε καλόκαρδα.

-Καλή σου μέρα κυρούλα, ο Θεός να σε ευλογεί. Βρήκες το χαμένο σου πρόβατο;

Η Μαμά Βιγιόν κούνησε με νοσταλγία το κεφάλι.

-Είπαν ότι είναι εξορία, μα μου έστειλε χρήματα, καλή του ώρα. Δεν τα άγγιξα, γιατί είμαι βέβαιη ότι είναι κλεμένα.

Ο Τρία Σκαλιά σταμάτησε να παίζει με το κομποσκοίνι και άπλωσε το χέρι προς το μέρος της, με την παλάμη του ανοιχτή.

-Δώστα μου, να τα χαρίσω στην εκκλησία, είπε υποκριτικά.

- Δώστα σε εμένα και θα πιώ ένα ποτήρι στην υγειά σου, αντιπρότεινε χαρωπά ο Μικρός Ζαν.

Η ηλικιωμένη γυναίκα αγνόησε τις προτάσεις τους. Η κουρασμένη ματιά της έπεσε πάνω στην ζοφερή ξύλινη κατασκευή που είχε προστεθεί στο γνώριμο τοπίο. Την παρατήρησε γιά λίγο και έπειτα ρώτησε:

-Γιά ποιόν έχει στηθεί αυτή η κρεμάλα;

Ο σκυθρωπός δήμιος απάντησε μελαγχολικά:

-Παραδόξως, δεν ξέρουμε τίποτα. ‘Στήστε μιά κρεμάλα εδώ, στο ξέφωτο’, μας είπε ο Αυλάρχης, ‘και μιά εξέδρα γιά τον βασιλιά και την αυλή του’.

Η γυναίκα, έχοντας ικανοποιήσει την περιέργειά της, χαιρέτησε τους δύο άντρες και ανέβηκε αργά τα σκαλιά της εκκλησίας.

Ο Μικρός Ζαν τεντώθηκε ξανά και είπε γελώντας:

-Θα δω στα όνειρά μου ότι κρεμάω έναν βασιλιά.

Ο Τρία Σκαλιά έφερε το δάχτυλο στα χείλη.

-Αν σε ακούσει ο Τριστάν θα κρεμάσει εσένα γιά προδοσία.

Τα μάτια του Μικρού Ζαν έλαμψαν παράξενα.

-Τότε έναν αρχιεπίσκοπο.

Ο Τρία Σκαλιά φάνηκε να συμφωνεί.

-Ένας αρχιεπίσκοπος θα ήταν ότι πρέπει.

Σκέφτηκε με ευχαρίστηση την υπέροχη προοπτική. Ένας τόσο υψηλόβαθμος ιερέας της εκκλησίας με όλα του τα άμφια, στα περιποιητικά, επιδέξια χέρια του, κάτω απ’τις ζητωκραυγές του θεοσεβούμενου ποιμνίου του.

Οι δύο δήμιοι ανέβηκαν στην πλατφόρμα του ξύλινου ικριώματος, διάλεξαν μιά γωνιά ο καθένας και ξάπλωσαν με απάθεια κάτω απ’την ψηλόλιγνη κρεμάλα. Σε μερικά λεπτά είχαν αποκοιμηθεί και ροχάλιζαν ξένοιαστα, σαν να είχαν μόλις κρεμάσει τον τελευταίο άνθρωπο στην γη και να μην είχαν τίποτα άλλο πιά να κάνουν στην ζωή τους παρά να περάσουν ήσυχα τα χρόνια που τους μένουν.

Ήταν τόσο κουρασμένοι απ’την σκληρή δουλειά και ζαλισμένοι απ’το κρασί που δεν ξυπνήσαν απ’τον ήχο των βημάτων, αν και αυτά τα βήματα αντήχησαν παράξενα δυνατά στην έρημη αλάνα –γοργά, ανήσυχα γυναικεία βήματα που τα ακολουθούσαν αντρικά πόδια. Στο ηλιόλουστο ξέφωτο μπήκαν μιά γυναίκα και ένας άντρας· η Κατερίνα της Βωσέλ και ο Νόελ λε Ζολύ.

Η Κατερίνα σταμάτησε λίγο πριν την είσοδο της εκκλησίας και κοίταξε τον σιωπηλό συνοδό της.

-Γιατί με ακολουθείς;, ρώτησε τον Νόελ λε Ζολύ, που την είχε ακολουθήσει απ’το παλάτι και εκείνος απάντησε:

-Δεν πρέπει να κυκλοφορείς ασυνόδευτη. Θα γίνω η σκιά σου.

Η Κατερίνα τον αποπήρε:

-Υποδύεσαι καλά την σκιά μου γιατί δεν έχεις δική σου! Οι δρόμοι είναι άδειοι. Προτιμώ την μοναξιά μου απ’την δική σου παρέα. Άφησέ με τώρα να μπω στην εκκλησία.

Ο Νόελ στεκόταν αποφασιστικά μπροστά στην πόρτα του ναού, φράζοντάς της το πέρασμα.

-Θα προσευχηθείς γιά τον εραστή σου; την ρώτησε.

Η Κατερίνα άστραψε και βρόντησε.

-Είσαι πολύ αδιάκριτος, μα θα σου απαντήσω. Θα προσευχηθώ γιά έναν γενναίο άντρα που δεν θα ξαναδώ ποτέ.

Σε αυτά τα λόγια η καρδιά της χτύπησε δυνατά και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Είχε περάσει ξάγρυπνη την νύχτα, πασχίζοντας να δει ή να ακούσει απ’το παράθυρο του πύργου κάποιο σημάδι, κάποιο νέο γιά την έκβαση της μάχης στην οποία έπαιζε την ζωή του ο αγαπημένος της. Γιατί το ήξερε πιά· το είχε καταλάβει περιμένοντας ατελείωτες ώρες με αγωνία στο σκοτάδι, πως, αυτός που νόμιζε ότι μισούσε, ήταν στην πραγματικότητα ο άρχοντας της καρδιάς της –παρά το άσχημο παιγχνίδι που της είχε παίξει. Τον αγαπούσε. Δεν αγαπούσε τον γεναίο άρχοντα που πάσχιζε να σώσει την Γαλλία απ’τους Βουργουνδούς, ούτε τον κουρελή ποιητή που της προσέφερε το μπράτσο και το σπαθί του στο πανδοχείο της Κουκουνάρας. Αγαπούσε αυτόν τον άντρα με τα πολλά ονόματα και τις παράξενες ζωές, που τα χέρια του κρατούσαν την καρδιά της στις παλάμες απαλά. Ήταν σαν να είχε πεθάνει η παλιά Κατερίνα, σαν να είχε χαθεί μέσα σε μιά μεγάλη νεκρική πυρά που την τάϊζαν φλογερές σκέψεις και αγωνίες, αυλικές αβρότητες, κολακείες και ανόητοι ηθικοί περιορισμοί. Η παλιά Κατερίνα είχε ξεκινήσει το τελευταίο της ταξίδι, σαν Νορβηγή βασίλισσα πάνω στο φλεγόμενο καράβι της· και στην θέση της ήταν τώρα μιά άλλη Κατερίνα, μιά Κατερίνα που με καθαρά μάτια έβλεπε γιά πρώτη φορά τον πραγματικό κόσμο και αντιλαμβανόταν πιά την αλήθεια μιάς γενναίας καρδιάς.

Ο Νόελ την κοίταζε, χαμένη στις σκέψεις της –σκέψεις που ο ίδιος δεν καταλάβαινε- και έκανε μιά προσπάθεια να της αποσπάσει την προσοχή.

-Εγώ είμαι ο γενναίος σου άντρας, της είπε, χτυπώντας επιδοκιμαστικά το στήθος του. Σκότωσα τον Τιμπώ ντε Ωσινύ και ξανακέρδισα την εύνοια του βασιλιά. Αν και συμπεριφέρθηκα σαν βλάκας χθές, μπορώ να γίνω πιό σοφός αύριο. Έπεσα στην παγίδα σαν μπούφος, αυτό είναι αλήθεια, μα σε καμμία περίπτωση δεν θέλησα να βλάψω τον βασιλιά· και γιαυτό με συγχώρεσε. Δεν μπορείς να κάνεις και εσύ το ίδιο;

Η Κατερίνα διέκοψε τους συλογισμούς της και του είπε περιφρονητικά:

-Όχι, γιατί ζηλεύεις έναν γενναίο άντρα και η ζήλια σου σε οδηγεί σε πράξεις ποταπές.

Ο Νόελ διαμαρτυρήθηκε έντονα:

-Δεν είναι κανένας άγγελος! Φτιάχτηκε και αυτός απ’τον πηλό του Αδάμ, όπως όλοι μας.

Ο νους της Κατερίνας έτρεχε μακριά από τον απρόσκλητο συνοδό της. Με τα μάτια της ψυχής της μπορούσε να δει τα λάβαρα που ανέμιζαν στην πεδιάδα, τις λόγχες που τρυπούσαν τα κορμιά των πολεμιστών, τις λάμψεις απ’τις γυαλιστερές πανοπλίες και τα ατσάλινα σπαθιά που συγκρούονταν με δύναμη το ένα πάνω στο άλλο. Μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, έβλεπε καθαρά μιά λαμπερή φιγούρα με ατσάλινη πανοπλία που έμοιαζε στα ερωτευμένα της μάτια σαν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ πάνω στο άλογό του, έτοιμο να μπει στη φωτιά της μάχης με ένα θλιμένο χαμόγελο στα χείλη και μιά άσπρη κορδέλα κάτω απ’τον ατσάλινο θώρακα, στο μέρος της καρδιάς.

Απάντησε, όχι τόσο στον Νόελ, όσο στον ίδιο της τον εαυτό.

-Η περηφάνια μου δικαίως τον μισεί, μα είναι ακόμα ο άντρας της καρδιάς μου.

Ο Νόελ πήγε να διαμαρτυρηθεί, μα ξαφνικά σώπασε, έσκυψε με σεβασμό το κεφάλι και έβγαλε το καπέλο. Στην σκάλα της εκκλησίας στεκόταν η σκοτεινή, σκυφτή φιγούρα του βασιλιά, που γύριζε απ’τον όρθρο. Τον ακολουθούσαν οι σκιές του –ο Τριστάν και ο Ολίβιε.

Η Κατερίνα, που πρόσεξε το σάστισμα του Νόελ, γύρισε και χαιρέτησε τον Λουδοβίκο, που κατέβαινε αργά τις σκάλες, κοιτάζοντας με σαρδόνιο ύφος το ζευγάρι.

-Καλημέρα φίλοι μου, είπε.

Μετά στράφηκε στον Νόελ.

-Τρέξε γρήγορα στην πύλη του Αγίου Αντωνίου και φέρε μας τα τελευταία νέα.

Ο Νόελ υποκλίθηκε και τσακίστηκε να εκτελέσει την εντολή του βασιλιά.

-Μπορώ και εγώ να αποχωρήσω; ρώτησε τον Λουδοβίκο η Κατερίνα.

Ο Τριστάν και ο Ολίβιε απομακρύνθηκαν διακριτικά προς το μέρος της ξύλινης κρεμάλας, της ανθρώπινης εφεύρεσης που στα μάτια τους φάνταζε πιό σημαντική –ίσως- και απ’τον τροχό.

Ο βασιλιάς πλησίασε την χλωμή κοπέλα και ψιθύρησε:

-Είσαι τόσο αφοσιωμένη στους ουράνιους συλογισμούς σου, ώστε δεν καταδέχεσαι να μου πεις δυό κουβέντες; Είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου, για την μικρή μου φάρσα;

Τα χλωμά μάγουλα της Κατερίνας κοκίνησαν ελαφρά, καθώς του απαντούσε:

-Είναι χαμένος κόπος να θυμώνει κανείς με έναν βασιλιά.

Ο Λουδοβίκος της χάρισε ένα μοχθηρό χαμόγελο.

-Η απάντησή σου είναι τόσο ξεκάθαρη, όσο η εξομολόγηση ενός ιερέα. Θα μου δώσεις την καρδιά σου, αν στο ζητήσω γονατιστός;

Η Κατερίνα έπνιξε έναν στεναγμό.

-Έχασα την καρδιά μου χτες το βράδυ. Δεν την έχω ξαναβρεί ακόμα.

Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και της απάντησε με σαρκασμό:

-Ο φιλαράκος μας ήταν χαζός, που αποκαλύφθηκε τόσο γρήγορα. Εγώ στην θέση του, θα είχα τραβήξει περισσότερο το αστείο. Μα εκείνος, στάθηκε μπροστά σου και στα ξεφούρνισε όλα. Δεν ήθελε βλέπεις να σε κερδίσει λέγοντάς σου ψέματα.

Η καρδιά της κοπέλας χτύπησε δυνατά.

-Χαίρομαι που είναι άντρας με τιμή, είπε και η φιγούρα με την λαμπερή πανοπλία της φάνηκε περισσότερο από ποτέ αγγελική.

Ο Λουδοβίκος την άκουγε προσεκτικά, κρατώντας με το χέρι το πηγούνι του.

-Αν περιμένεις τον γυρισμό του εδώ, θα μάθεις πως τελειώνει το αστείο, είπε.

Η Κατερίνα έκανε μιά βαθιά υπόκλιση και μπήκε αργά στην εκκλησία. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα στη σκέψη της χαμένης της αγάπης. Βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν πρόσεξε την σκυφτή, ηλικιωμένη γυναίκα που παραμέρισε με σεβασμό, γιά να αφήσει την αρχόντισα να περάσει. Η μαμά-Βιγιόν βγήκε από την εκκλησία, κουτσαίνοντας πάνω στο δεκανίκι της. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στις δυό γυναίκες που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο ο Βιγιόν.

Έξω απ’την εκκλησία, ο Λουδοβίκος έγνεψε στους δύο ακολούθους του και εκείνοι έσπευσαν κοντά του.

-Φίλοι μου, αυτή η γυναίκα δεν είναι μόνο πανέμορφη, μα επίσης γενναία και τίμια. Ταξιδεύει με ολάνοιχτα πανιά στα παράξενα πλάτη της σοφίας και της λύπης και της αξίζει να βρει τη γη της ευτυχίας. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο γιά τον Φρανσουά Βιγιόν, αντί να τον κρεμάσουμε;

Ο Ολίβιε διαμαρτυρήθηκε:

-Αυτός ο Βιγιόν είναι τόσο μεγάλος απατεώνας, που έχει καταφέρει την πλέμπα να τον αγαπάει περισσότερο από εσένα.

Ο βασιλιάς συνοφρυόθηκε.

-Αυτό είναι αρκετό γιά να τον κρεμάσω. Παρόλα αυτά, έχω ένα αίσθημα συμπάθειας για αυτόν τον κατεργάρη. Με προβληματίζει και εκείνο το παράξενο όνειρο –με το αστέρι που πέφτει απ’τον ουρανό.

Ο Τριστάν σχολίασε κοφτά:

-Κρέμασε το τσακάλι όσο ακόμα μπορείς, και ευχαρίστησε τον Θεό που τον ξεφορτώθηκες.

Καθώς μιλούσε, το μέρος γέμισε ξαφνικά με φωνές και φασαρία. Απ’την κεντρική πύλη και τα εξωτερικά τείχη, ερχόταν ένα μεγάλο κύμα από φωνές, ουρλιαχτα και ποδοβολητά. Απ’την άλλη μεριά, απ’τον δρόμο που οδηγούσε στο Λούβρο, αντήχησε ο συντονισμένος βηματισμός στρατιωτικού αγήματος.

-Ο κόσμος έρχεται απ’τα τείχη, είπε ο Ολίβιε.

-Η βασίλισσα Μεγαλειώτατε, ανακοίνωσε με έξαψη ο Τριστάν.

Από το στενό δρομάκι που οδηγούσε στην αλέα, εμφανίστηκε μιά γραμμή στρατιωτών, που κουβαλούσαν τα χρυσοστόλιστα φορεία της βασίλισσας και της ακολουθίας της. Ο Λουδοβίκος πλησίασε το πρώτο, πρόσφερε το χέρι του στην βασίλισσα, την βοήθησε ευγενικά να κατέβει και την οδήγησε με αβρότητα στην ξύλινη εξέδρα των επισήμων, απέναντι απ’την αγχόνη. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα καθίσαν σε δύο μικρούς θρόνους που είχαν στηθεί ειδικά γιά αυτούς. Ενώ οι κυρίες και οι άρχοντες της Αυλής πήραν τις θέσεις τους πίσω απ’το βασιλικό ζεύγος, η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά παρατάχθηκε μπροστά τους, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο ανθρώπινο τείχος.

Από τους δρόμους που οδηγούσαν στην αλέα, ένα μεγάλο πλήθος άρχισε να έρχεται τρέχοντας και φωνάζοντας με ενθουσιασμό. Ακόμα και οι δύο δήμιοι ξύπνησαν απ’τον βαθύ τους ύπνο, μέσα σε αυτήν την φασαρία. Σηκώθηκαν, έτριψαν τα νυσταγμένα μάτια τους και έσκυψαν πάνω απ’την κουπαστή του ικριώματος με ενδιαφέρον.

Ο Νόελ λε Ζολύ άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και πλησίασε τον βασιλιά.

-Μεγαλειώτατε, του είπε, φέρνω τα τελευταία νέα από την μάχη. Η νίκη είναι δική μας. Ο Μεγάλος Αυλάρχης έρχεται. Μπορείτε να ακούσετε τις σάλπιγγες.

-Θαυμάσια, απάντησε ο βασιλιάς με βαριά φωνή.

Το πλήθος είχε κατακλύσει τους δρόμους και γέμιζε την πλατεία μπροστά στην βασιλική εξέδρα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, καλωσόριζαν τα χαρμόσυνα νέα με ευτιχισμένα γέλια και τραγούδια. Ο ήχος απ’τις σάλπιγγες και ο στρατιωτικός βηματισμός των νικητών όλο και δυνάμωνε.

Στην μπροστινή σειρά, απέναντι ακριβώς απ’τους βασιλικούς θρόνους, πέντε γυναίκες χειροκροτούσαν, φώναζαν και ζητοκραύγαζαν, μαζί με όλον τον κόσμο. Ήταν οι πρόσχαρες κυρίες της Κουκουνάρας, η Ιζαμπώ, η Ζανετώ, η Ντενίζ και η Μπλανς, μαζί με την Ζιλεμέ, την στρουμπουλή κόρη του Ρομπίν Ταργκίς. Ήταν σε μεγάλη ανησυχία, γιατί οι εραστές τους δεν είχαν φανεί όλο το βράδυ και η Ηγουμένη είχε εξαφανιστεί σαν φάντασμα –και δεν είχαν κανένα νέο από οποιονδήποτε. Ένιωθαν έναν αόριστο φόβο γιά τους αγαπημένους τους, γιατί τα αξιότιμα μέλη της Αδελφότητας των Κοχυλιών είχαν ένα πολύ ιδιαίτερο ταλέντο να μπλέκουν σε μπελάδες, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν απ’το άγρυπνο μάτι και το μακρύ χέρι του νόμου. Όσο γιά την Ηγουμένη, δεν τις πείραζε και τόσο να απαλαγούν γιά λίγο από την καταλυτική επιροή της αυτοδιορισμένης αρχηγού τους και τιτίβιζαν σαν καρδερίνες που μόλις το είχαν σκάσει απ’το κλουβί τους.

Εντωμεταξύ, η πομπή των στρατιωτών έφτασε στην πλατεία και σχημάτισε μία γραμμή μπροστά από τους συγκεντρωμένους, δημιουργώντας έναν άδειο χώρο ανάμεσα στο πλήθος και στον βασιλιά Οι πολεμικοί παιάνες και τα ποδοβολητά των αλόγων δυνάμωσαν και από τα παράθυρα των γύρω σπιτιών βγήκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, που κουνούσαν τα μαντήλια τους, ζητωκραύγαζαν και έραιναν με λουλούδια τους νικητές. Όταν κόπασε κάπως η φασαρία και σταμάτησε η βροχή των λουλουδιών, μπήκε στην πλατεία ο Βιγιόν, καβάλα στο πολεμικό του άλογο.

Με ένα του νεύμα οι σάλπιγγες σταμάτησαν. Κατέβηκε απ’το άλογο και στάθηκε περήφανα μπροστά στον βασιλιά, με την αστραφτερή πανοπλία του να λάμπει στο πρωϊνό φως. Αν το βλέμμα του έπεσε γιά μιά στιγμή στο ψηλόλιγνο ικρίωμα, το περήφανο πρόσωπό του δεν έκανε την παραμικρή σύσπαση.

Πίσω του στέκονταν οι πέντε παράνομοι φίλοι του, με δεμένα χέρια και μπανταρισμένα κεφάλια, τραυματισμένοι σε διάφορα σημεία απ’τα χτυπήματα των εχθρών του βασιλείου. Μα οι επίδεσμοί και οι κεφαλόδεσμοί τους ήταν από πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα, κεντημένα με χρυσή κλωστή που τους έκαναν να μοιάζουν περισσότερο με σκιάχτρα παρά με στρατιώτες του βασιλιά.

Καθώς ο Βιγιόν και η αλόκοτη συνοδεία του πλησίαζαν προς το μέρος των επισήμων, ο Νόελ λε Ζολύ έβαλε προστατευτικά το σώμα του μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και φώναξε οργισμένος στον Βιγιόν:

-Γιά το όνομα του Θεού κύριε, ποιά είναι αυτά τα σκιάχτρα που επιδεικνύουν χωρίς ντροπή τα κουρέλια τους μπροστά στον βασιλιά της Γαλλίας;

Ο Λουδοβίκος χάϊδεψε το πηγούνι του και χαμογέλασε, καθώς ο Βιγιόν απαντούσε:

-Αυτά τα σκιάχτρα είναι πέντε καθάρματα που πολέμησαν σήμερα σαν ευγενείς -και τα κουρέλια τους είναι τα λάβαρα των Βουργουνδών.

Με αυτά τα λόγια, οι πέντε παράνομοι έβγαλαν από πάνω τους τα μεταξωτά υφάσματα αποκαλύπτοντας τις πολεμικές τους πανοπλίες και τα πέταξαν περήφανα στο χώμα, μπροστά στην εξέδρα του βασιλιά.

-Καλή απάντηση, είπε μεγαλόπρεπα ο Λουδοβίκος και αμέσως δύο αυλικοί του έσπευσαν να μαζέψουν με προσοχή τα μεταξωτά λάβαρα. Τα ακούμπησαν με σεβασμό στην κουπαστή της εξέδρας μπροστά στην βασίλισσα, η οποία τα εξέτασε με θαυμασμό.

Σε στάση προσοχής, ο Βιγιόν απευθύνθηκε με επισημότητα στον βασιλιά:

-Λουδοβίκε της Γαλλίας, σου φέραμε αυτό το μετάξι γιά το χαλί σου. Λίγες ώρες πριν, κυμάτιζε περήφανα στα κοντάρια των Βουργουνδών. Δεν θα κομπάσω με αλαζονεία γιά αυτήν την νίκη. Οι Βουργουνδοί πολέμησαν καλά, μα οι στρατιώτες της Γαλλίας καλύτερα και αυτά είναι τα λάφυρα της νίκης. Γιά έναν έμπορο δεν είναι παρά μερικά μέτρα σκισμένο μετάξι. Γιά έναν στρατιώτη, το πιό ένδοξο σάβανο, η μεγαλύτερη τιμή στο φέρετρό του. Γιά έναν βασιλιά, σπάνια δόξα, χρυσή ανεξίτηλη γραφή μέσα στον Χρόνο. Όταν εμείς -που βαριανασαίνουμε ακόμα απ’την μάχη- και εσείς -που στέκεστε εδώ με θαυμασμό- θα έχουμε γίνει σκόνη, όταν το όνομα του βασιλιά δεν θα είναι παρά μιά χρονική αναφορά στις κίτρινες σελίδες των βιβλίων, τα λάβαρα αυτά θα κρέμονται στην κεντρική αψίδα του καθεδρικού ναού του Παρισιού και τα δισέγγονά σας, με υψωμένα μπράτσα, θα κοιτάν μέσα από την ομίχλή των αιώνων τα ξεθωριασμένα χρώματά τους και θα ψιθυρίζουν με σεβασμό την ιστορία της αποψινής μάχης.









ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΝΤΕ ΕΦΙΠΠΩΝ ΛΗΣΤΩΝ.

Ανάμεσα στα σιωπηλά σοκάκια του Παρισιού μία λεπτή γραμμή από ατσάλι κινείται σιγά, μιά κλωστή που έχει περασμένη στην άκρη μιά βελόνα –τον άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν, που σκοπεύει να ενώσει το βασίλειο της Γαλλίας. Ο Μεγάλος Αυλάρχης πηγαίνει μπροστά, μαζί με τους Λόρδους του Λω, του Ριβιέ και του Ναντουάλ και κάπου στο τέλος της γραμμής ακολουθούν οι πέντε απελεύθεροι παράνομοι, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Καθένας τους έχει περασμένο στο ζωνάρι ένα πλατύστομο σπαθί, φοράει ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, είναι γεμάτος πρωτόγνωρα συναισθήματα και παράξενες σκέψεις.

Ο Ρενέ ντε Μοντινί μίλησε πρώτος:

-Τι διαβολοδουλειά, να την πατήσουμε έτσι γιά μιά μορφονιά. Πηγαίνουμε στον θάνατο γιά τα ωραία της μάτια.

Ο Γκυ Ταμπαρύ χασκογέλασε.

-Την έχω πατήσει τόσες φορές γιά άσχημα πρόσωπα, που θα άκουγα καρτερικά την θανατική μου ποινή από αυτά τα χείλια. Είναι όμορφη σαν άγγελος.

Ο Ζαν λε Λουπ χαμογέλασε ξινά.

-Ας ήμουν στην θέση του Φρανσουά και θα σούλεγα εγώ. Θα της άργαζα το τομάρι με το ματσούκι. Τουλάχιστον θάχε έναν καλό λόγο να με καταριέται.

Ο Κασίν Κολέτ έγλυψε τα χείλη του.

-Θα την σκέφτομαι όταν θα ξαναβρεθώ με γυναίκα. Και με ένα ταπεινό αγριολούλουδο μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος όσο με μιά βασίλισσα. Όταν σβύσει το λυχνάρι κύριοι, όλες οι γυναίκες είναι ίδιες.

Ο Κόλε ντε Καγιέ χασμουρήθηκε.

-Που στον διάβολο πηγαίνουμε; Θα έμενα ευχαρίστως στον κήπο του βασιλιά να γεμίσω την κοιλιά μου, όπως την προηγούμενη βδομάδα, που εκείνος ο ευγενικός χρυσοντυμένος άρχοντας μας λυπήθηκε. Και να, που δεν ήταν άλλος απ’τον Φρανσουά Βιγιόν. Θα του κάρφωνα το στιλέτο μου στην πλάτη, γιά την κοροϊδία του.

-Το είχα καταλάβει απ’την αρχή, ξεκίνησε να λέει ο Ταμπαρύ, μα ο Ρενέ τον σταμάτησε με ένα ελαφρύ χτύπημα στο σβέρκο.

-Λες ψέματα χοντρέ, του ψιθύρισε. Πιστεύεις πως αφού δούλεψε τόσο καλά εμένα, θα μπορούσες εσύ με τα γουρουνήσια μάτια σου να δεις την απάτη; Όχι βέβαια. Μας δούλεψε όλους και μας δούλεψε καλά, αλλά μας υπερασπίστηκε μπροστά στον βασιλιά -και αυτό του το χρωστάμε.

-Είναι παράξενο, είπε στοχαστικά ο Κόλε, πως ένα καλό ξύρισμά και ένα ζεστό μπάνιο, ένα καθαρό πουκάμισο και ένα βελούδινο γιλέκο, μεταμορφώνουν έτσι τον άνθρωπο.

-Δεν έχεις δίκιο, είπε ο Ρενέ ντε Μοντινί. Είμαστε όλοι ίδιοι στο βάθος, πεινασμένοι, διψασμένοι και κυνηγημένοι, γενημένοι στην παρανομία. Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά.

-Ποιός λέει ψέματα τώρα!, γρύλισε ο Ταμπαρύ. Ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου δεν θα γινόσουν τόσο πονηρός όσο ο Φρανσουά. Σε καμία περίπτωση δεν θα τα είχες καταφέρει όπως αυτός, αν ο βασιλιάς σε μάζευε απ’τα σκουπίδια.

-Μπορεί ναι, μπορεί και όχι, σφύριξε μέσα απ’τα δόντια του ο Ρενέ. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, πριν του δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσει το κουράγιο του. Αα, ευκαιρία, χρυσή ευκαιρία! Αν ήμουνα ο Φρανσουά Βιγιόν θα σου έστηνα ένα χρυσό άγαλμα και θα προσευχόμουν στο όνομά σου.

-Αναρωτιέμαι τι θα πει η κυρία, είπε ειρωνικά ο Ταμπαρύ, αν ο Φρανσουά μας γυρίσει με τον Δούκα των Βουργουνδών στο τσεπάκι.

-Εγώ αναρωτιέμαι τι θα πει, γρύλισε ο Ζαν λε Λουπ, αν γυρίσει με καμιά τρύπα στο κορμί και με μισό κεφάλι.

-Οτιδήποτε και να συμβεί θα εκνευριστεί, είπε ο Κασίν Κολέτ. Έτσι είναι πάντα οι γυναίκες. Είναι στην φύση τους.

-Η φτωχή μας μικρούλα θα είναι μόνη της απόψε, είπε ο Κόλε ντε Καγιέ.

-Αμφιβάλω, απάντησε ξερά ο Μοντινύ και μετά αναστέναξε: Φουκαριάρα Ηγουμένη!

Ένα δάκρυ κύλησε στα χοντρά μάγουλα του Ταμπαρύ.

-Ήταν πάντα γενναία, μουρμούρησε. Στις καλές και στις κακές στιγμές ήταν πάντα πρόθυμη να μοιραστεί το φαγητό και την κουβέρτα της με έναν φίλο –και ας ήταν το πουγκί του στέρφο σαν το κορμί της Σάρας.

-Κρίμα που ερωτεύτηκε τόσο πολύ τον Φρανσουά, είπε ο Ρενέ. Δεν είναι παράξενο; Σαν να την πότισε κανένα φίλτρο. Ο Φρανσουά είναι ωραίος τύπος, δεν λέω όχι, μα έχει και διαβολεμένη τύχη. Υπάρχουν και άλλοι άντρες, το ίδιο ωραίοι.

Μ’αυτές τις κουβέντες η μεγάλη πύλη της πόλης άνοιξε αθόρυβα και οι αρματωμένοι άντρες χάθηκαν στο σκοτάδι.





ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ.

Το χέρι του βασιλιά έπεσε στον ώμο του βαριά και τον έβγαλε από το παραλήρημα.

-Είσαι, αλήθεια, τόσο βαθιά συντετριμένος από αυτόν τον ξαφνικό θάνατο; τον ρώτησε κοροϊδευτικά.

Ο Βιγιόν στράφηκε προς το μέρος του με μιά σιωπηλή οργή.

-Είχε κάτι από την χάρη του θεού, μεγαλειώτατε, είπε. Ύστερα, έπιασε με την παλάμη του το μέτωπό του, σαν να ήθελε να διώξει τις αναμνήσεις που τον βασάνιζαν και συνέχισε:

-Μου κόπηκαν τα πόδια γιά μιά στιγμή, μα τώρα είμαι έτοιμος. Είναι ώρα γιά πόλεμο.

Ο Λουδοβίκος σήκωσε τους ώμους επιδοκιμαστικά.

-Μου προσέφερες μεγάλη υπηρεσία φιλαράκο και μπορείς να μου ζητήσεις ότι θες –εκτός απ’την ζωή σου. Αυτή είναι στα χέρια της αγαπημένης σου.

Ο Βιγιόν κοίταξε τους παλιούς του συντρόφους που περίμεναν στωικά την μοίρα τους, περικυκλωμένοι απ’τους λογχοφόρους στρατιώτες.

-Μεγαλειώτατε, του είπε, σου ζητώ να χαρίσεις την ζωή σε αυτούς τους ληστές. Θα πολεμήσουν μαζί μου γιά την Γαλλία σήμερα. Είναι καλύτερα απ’το να κρεμαστούν στο δέντρο.

Ο βασιλιάς ψιθύρησε μερικές λέξεις στο αυτί του Τριστάν και εκείνος, με μεγάλη απροθυμία, έδωσε εντολή να ελευθερωθούν οι συνομώτες. Οι στρατιώτες τους έβγαλαν τις αλυσίδες και οι ληστές στάθηκαν παράμερα, περιμένοντας διαταγές, κάτω απ’το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Λουδοβίκος έπιασε με την άκρη του ματιού του μιά κίνηση στην βεράντα, έναν φευγαλέο πορφυρό ιριδισμό. Σήκωσε τα μάτια και αντίκρυσε την αρχοντική φιγούρα της Κατερίνας της Βωσέλ, που είχε έρθει να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της, μα βλέποντας τον βασιλιά σταμάτησε στο κεφαλόσκαλο. Ο Λουδοβίκος της έγνεψε φιλικά και εκείνη άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες. Ο βασιλιάς στράφηκε στον Βιγιόν και του ψιθύρησε στο αυτί:

-Έρχεται η αγαπημένη σου. Νομίζω πως το φρούτο σου ωρίμασε και δεν έχεις παρά να σταθείς στις μύτες των ποδιών και να το κόψεις.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε με μάτια που έκαιγαν.

-Μεγαλειώτατε, πιστεύω πως έχω κερδίσει το Ρόδο του Κόσμου.

Ο Λουδοβίκος χασκογέλασε μοχθηρά.

-Ο Κόμης του Μονκορμπιέ έχει περισσότερη τύχη από τον Φρανσουά Βιγιόν. Μα η κυρία έχει υψηλά ιδανικά και ευέξαπτο χαρακτήρα και δεν νομίζω ότι θα διασκεδάσει με την απάτη και θα συγχωρήσει το μικρό σου ψέμα.

Τα λόγια του βασιλιά χτύπησαν τον Βιγιόν σαν γροθιά στο στομάχι. Ήταν ζαλισμένος, όπως ένας τυφλός που βρίσκει ξαφνικά το φως του και στέκεται χαμένος στο ηλιόφως. Ο Λουδοβίκος είχε δίκιο. Δεν ήταν ο Κόμης του Μονκορμπιέ, ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας, αλλά ένας μασκαρεμένος ζητιάνος που είχε κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του παίζοντάς της μιά κωμωδία. Είχε θριαμβεύσει κάτω από μιά ψεύτικη σημαία. Σε όλη την διάρκεια αυτής της υπέροχης βδομάδας δεν είχε κάνει ποτέ ετούτη την απλή σκέψη. Είχε μπει τόσο βαθιά στον ρόλο που έπαιζε, ώστε πίστεψε πως αυτή η βδομάδα θα κρατούσε γιά πάντα. Τώρα όμως, έβλεπε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Η υπέροχη φάρσα είχε μετατραπεί σε μιά φριχτή τραγωδία. Γύρισε στον Λουδοβίκο με έναν βρυχηθμό.

-Το μικρό μου ψέμα, επανέλαβε. Μεγαλειώτατε τα λόγια σου με έβγαλαν απ’το τρελό μου όνειρο. Μπορείς να με κρεμάσεις εάν αποτύχω, μα θα βγάλω αυτή την μάσκα απ’το πρόσωπό μου με κάθε τίμημα.

-Κάνε ότι θες, του είπε ο Λουδοβίκος αδιάφορα. Κέρδισέ την ή ανέβα στην κρεμάλα. Με διασκεδάζουν αφάνταστα και τα δύο ενδεχόμενα.

Με αυτά τα λόγια στράφηκε προς το μέρος της κοπέλας που είχε κατέβει τις σκάλες και πλησίαζε τον αγαπημένο της -ο οποίος στεκόταν ακίνητος, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Η Κατερίνα κρατούσε στο χέρι της ένα πορφυρό μαντήλι με χρυσό κέντημα και του το φόρεσε απαλά στον λαιμό με αυτές τις λέξεις:

-Είναι κεντημένο με τις προσευχές μου. Μαζί με αυτό σου δίνω το χέρι μου και την καρδιά μου.

Ο Βιγιόν στάθηκε μπροστά της, χλωμός σαν πεθαμένος.

-Περίμενε, της είπε. Μην πεις τίποτε άλλο πριν με γνωρίσεις.

Τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα απ’την έκπληξη.

-Δεν σε γνωρίζω;

Ο Βιγιόν κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της.

-Κοίτα το πρόσωπό μου, της είπε. Κοίταξέ με καλά. Δεν σου θυμίζω τίποτα;

Η Κατερίνα χαμογέλασε ευτυχισμένα.

-Όμορφες στιγμές, εδώ, στον κήπο με τα ρόδα.

Ο Βιγιόν επέμεινε με ταραχή.

-Όχι, όχι αυτό. Θυμήσου, μιά σκοτεινή νύχτα, ένα καπηλειό, μιά γυναίκα τυλιγμένη με μανδύα, έναν μεθυσμένο αλήτη που κοιμόταν δίπλα στο τζάκι, μιά προσευχή, λόγια αγάπης και υποσχέσεις, μιά χούφτα παρανόμων, μιά μονομαχία με σπαθί και φανάρι στο σκοτάδι, μία κορδέλα που έπεσε απ’την σοφίτα...

Η Κατερίνα τινάχτηκε με έκπληξη και τα μάτια της γέμισαν τρόμο.

-Τι προσπαθείς να μου πεις; ρώτησε απότομα.

Ο Βιγιόν έπεσε στα γόνατά της με αναφιλητά.

-Να η κορδέλα που μου πέταξες στην ταβέρνα της Κουκουνάρας. Λυπήσου με! Είμαι ο Φρανσουά Βιγιόν!

Η Κατερίνα έπιασε με τα δυό της χέρια το κεφάλι.

-Ακούω τα λόγια σου, όμως δεν βγάζω νόημα, του είπε.

Ο Βιγιόν άρχισε να μιλάει με ένταση.

-Είμαι ο Φρανσουά Βιγιόν –όμως δεν είμαι πιά αυτός, γιατί ο παλιός εαυτός μου έχει πεθάνει. Είμαι ο Φρανσουά Βιγιόν, που σε υπηρετεί με το σπαθί του, που υμνεί την χάρη σου με την πένα του και που σε αγαπάει με όλη του την ψυχή.

Η κοπέλα έτρεμε από οργή, καθώς του απαντούσε:

-Δεν είναι αλήθεια! Μου λες ψέματα! Δεν σε πιστεύω!

Ο Βιγιόν σηκώθηκε στα πόδια του.

-Όποια και αν είναι η μοίρα μου, πρέπει να ξέρεις την αλήθεια, της είπε.

Στράφηκε προς το μέρος των παλιών συντρόφων του, που περίμεναν λίγο μακρύτερα.

-Γκυ. Ρενέ. Ελάτε εδώ. Όλοι σας! είπε επιτακτικά.

Έκπληκτοι που ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας γνώριζε τα ονόματά τους, οι τέσσερεις παράνομοι προχώρησαν δειλά προς το μέρος του υπακούοντας στην διαταγή του και μαζεύτηκαν γύρω του. Ο Βιγιόν τους πλησίασε και ρώτησε:

-Κοιτάξτε με προσεκτικά. Δεν αναγνωρίζετε τον Φρανσουά Βιγιόν κάτω από αυτή την βασιλική μεταμφίεση;

Ο Ρενέ ντε Μοντινύ έβγαλε μιά κραυγή έκπληξης.

-Δεν θα σε γνώριζα ποτέ. Έχεις αλλάξει τόσο πολύ!

-Και όμως, είναι ο παλιόφιλός μας, ο Φρανσουά!, συμπλήρωσε ο Ταμπαρύ.

Η Κατερίνα που παρακολουθούσε απελπισμένη την σκηνή, στράφηκε παρακλητικά στον βασιλιά.

-Μεγαλειώτατε, είναι αλήθεια;

Ο Λουδοβίκος, που διασκέδαζε απίστευτα με την τροπή της φάρσας του, της απάντησε με σαρκασμό:

-Απολύτως, όμορφή μου κυρία. Θα με μισήσεις ασφαλώς γιαυτό.

Με μάτια που άστραφταν και τρεμάμενα χέρια, η Κατερίνα κινήθηκε προς το μέρος του ποιητή.

-Άθλιε προδότη, γιατί μου έπαιξες αυτήν την κωμωδία;

Ο Βιγιόν απάντησε με απόγνωση:

-Γιατί σε αγάπησα.

Ο θυμός της Κατερίνας ξέσπασε άγρια.

-Δεν ντρέπεσαι να συνεχίζεις τα γλυκόλογα; Σε μισώ! Ποιός να το φανταζόταν, ότι ο άντρας που αγάπησα θα φορούσε μιά τόσο φτηνή μάσκα.

Καθώς ο Βιγιόν την είχε πλησιάσει ικετεύοντας την με απόγνωση, άρχισε να τον χτυπάει δυνατά στο στήθος, με σφιγμένες τις γροθιές της. Εκείνος, ζάρωσε σαν δαρμένο σκυλί μπροστά στον άγριο θυμό της.

-Άρπαξες την αγάπη μου σαν κλέφτης!, ούρλιαξε η κοπέλα. Μου κουρέλιασες την περηφάνια! Σε μισώ! Γύρνα πίσω μαζί με τα αποβράσματα που έχεις γιά παρέα, κρύψου στην άθλια ταβέρνα σου και ξέχνα αυτό που εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ –πως ένα κατακάθι σαν κι εσένα με πλησίασε τόσο πολύ!

Ο Λουδοβίκος βρέθηκε σε μιά στιγμή δίπλα της και της ψιθύρησε στο αυτί:

-Έτσι θα αποχαιρετήσεις τον αγαπημένο σου;

Γύρισε προς το μέρος του με περιφρόνηση.

-Μεγαλειώτατε, πήρατε σκληρή εκδίκηση από μιά δυστυχισμένη γυναίκα. Δεν θα κλάψω μπροστά σας, μα θα προσευχηθώ μονάχη μου με δάκρυα στα μάτια, γιά να καθαρίσω την ψυχή μου από αυτήν την φριχτή ανάμνηση.

Με τρεμάμενα χέρια και σφιγμένα χείλη, η Κατερίνα απομακρύνθηκε απ’τον Λουδοβίκο και στάθηκε παράμερα, κάτω απ’το φως του φεγγαριού. Ο βασιλιάς, πλησίασε την τσακισμένη φιγούρα του Βιγιόν και του είπε:

-Πολύ φοβάμαι ότι αύριο θα κρέμεσαι στην άκρη του σχοινιού, άρχοντα Βιγιόν.

Ο Βιγιόν τίναξε το κεφάλι πίσω και του απάντησε περήφανα:

-Θα χαρώ να χαιρετήσω αύριο την αγχόνη, μα έχω κάτι να τελειώσω πριν πεθάνω.

Σε αυτά τα λόγια, η μεγάλη καμπάνα του παλατιού σήμανε την έννατη ώρα. Ο Βιγιόν μάζεψε τα κομμάτια της καρδιάς του, την τσακισμένη του αξιοπρέπεια και πλησίασε την Κατερίνα.

-Ονειρεύτηκα πως η αγάπη που με ξαναγένησε, με ανύψωσε μέχρι το ύψος των χειλιών σου, της είπε. Τώρα το όνειρο τελείωσε. Μα σου έδωσα τον λόγο της τιμής μου, πως θα υπηρετήσω την Γαλλία. Σήμερα θα πολεμήσω γιά χάρη σου.

Καθώς μιλούσε, οι Λόρδοι του Λω, του Ναντουάλ και του Ριβιέ βγήκαν απ’το παλάτι και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του. Φορούσαν τις πολεμικές τους πανοπλίες και τους συνόδευαν οι αυλικοί τους. Ο κήπος γέμισε από οπλισμένους άντρες, που βιάζονταν να ακολουθήσουν τους διοικητές τους στην μάχη. Οι ιπποκόμοι του Βιγιόν τον έντυσαν με την πανοπλία του Μεγάλου Αυλάρχη. Όταν τελείωσαν, ο Βιγιόν στράφηκε και μίλησε στους συμπολεμιστές του:

-Σύντροφοι, ας θυμηθεί ο καθένας μας απόψε πως η τύχη της Γαλλίας θα κριθεί απ’την καρδιά, τα μπράτσα, το κουράγιο μας. Πολεμήστε γιά τις μητέρες σας, γιά τις γυναίκες σας, γιά τα παιδιά σας –γιά αυτούς που αγαπάτε και σας αγαπούν.

Γιά μιά στιγμή η φωνή του έσπασε και φοβήθηκε μην προδωθεί, μα αμέσως ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και φώναξε με καινούρια ορμή:

-Εμπρός, στο όνομα του Θεού και του Βασιλιά!

Και όλοι οι στρατιώτες επανέλαβαν με μιά φωνή:

-Στο όνομα του Θεού και του Βασιλιά!





ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: ΕΝΑΣ ΑΔΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ.

Ο ψευτοβασιλιάς σηκώθηκε όρθιος με ένα γρήγορο σάλτο που δεν θύμιζε καθόλου τις νωθρές κινήσεις του Λουδοβίκου. Σκασμένος στα γέλια, τράβηξε την βελούδινη κουκούλα του και στάθηκε περιπαιχτικά μπροστά στον Τιμπώ. Εκείνος κοίταξε άναυδος τον Φρανσουά Βιγιόν, που τον είχε νικήσει γιά δεύτερη φορά.

-Λοιπόν καλέ μου φίλε, τι σου είπε ο αστρολόγος; τον ρώτησε ο Λουδοβίκος με μιά θανάσιμη ηρεμία στην φωνή.

-Πράματα και θάματα, Μεγαλειώτατε. Είχα καιρό να γελάσω τόσο πολύ, του απάντησε ο Βιγιόν, δείχνοντας τον σαστισμένο γίγαντα –όμως ο Τιμπώ συνήρθε γρήγορα απ’το σοκ. Είχε χάσει την μάχη, μα ήταν αποφασισμένος να πάρει την εκδίκησή του.

-Δεν θα γελάς γιά πολύ, ούρλιαξε και ξεχύθηκε προς το μέρος του Βιγιόν με το στιλέτο στο χέρι.

Η πρασινοντυμένη φιγούρα της Ουγέτ έσκισε σαν βέλος το σκοτάδι και αγκάλιασε τον ποιητή, βγάζοντας μιά δυνατή κραυγή. Το κοφτερό μαχαίρι του Τιμπώ χώθηκε βαθιά μες στα πλευρά της. Ο γίγαντας, ξέφυγε βλαστημώντας από τους στρατιώτες που πήγαν να τον σταματήσουν και εξαφανίστηκε πίσω απ’τα δέντρα. Ο Νόελ λε Ζολύ τον πήρε στο κατόπι με το σπαθί στο χέρι, ακολουθούμενος από μερικούς λογχοφόρους. Ο Βιγιόν έσκυψε πάνω απ’την κοπέλα και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα που έτρεχε ποτάμι πάνω στο πράσινο γιλέκο της – μα εκείνη τον σταμάτησε με μιά κίνηση του χεριού της.

-Άδικος κόπος Φρανσουά• έχω ξοφλήσει, ψέλισε αδύναμα.

Ο Ολιβιέ έσπευσε στο πλευρό της, εξετάζοντας το τραύμα με την επαγγελματική ματιά του βασιλικού θεραπευτή. Ο Βιγιόν τον κοίταξε ερωτηματικά. Εκείνος σήκωσε τους ώμους και κούνησε θλιμένα το κεφάλι. Ο Βιγιόν ήξερε ότι το τραύμα ήταν θανάσιμο και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Σήκωσε την Ουγέτ προσεκτικά και την απόθεσε στο μαρμάρινο παγκάκι, ενώ η κόκκινη κηλίδα στο γιλέκο της μεγάλωνε.

-Κουράγιο Ηγουμένη, της ψιθύρησε με την καρδιά γεμάτη πόνο και μονολόγησε:

-Τι άδικο, να πεθάνει αυτή γιά μένα!

Τα χέρια της κοπέλας σφίχτηκαν γύρω απ’τον λαιμό του και τα χλωμά της χείλη μισανοίξανε. Πλησίασε το πρόσωπό του πιό κοντά στο δικό της, γιά να ακούσει την αδύναμη φωνή της.

-Είναι παράξενο Φρανσουά. Πίστευα πάντα πως θα πεθάνω στο κρεβάτι. Να που τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Δως μου να πιώ.

-Λίγο νερό, είπε ο Βιγιόν στο Ολιβιέ, που στεκόταν παράμερα, με το λυπημένο ύφος του γιατρού που ξέρει ότι δεν μπορεί πιά να βοηθήσει.

-Όχι νερό, είπε η Ουγέτ. Κρασί. Το προτιμούσα σε όλη μου την ζωή και είναι λίγο αργά να αλλάξω γούστα.

Ο Ολίβιε γέμισε μιά κούπα και την πλησίασε στα χείλη της κοπέλας, μα εκείνη τον σταμάτησε με ένα αδύναμο νεύμα.

-Φρανσουά, δως μου εσύ να πιώ.

Ο Βιγιόν πήρε την κούπα από τα χέρια του κουρέα και την έφερε στα χείλια της ετοιμοθάνατης κοπέλας. Η δυνατή γεύση του κρασιού την συνέφερε γιά μιά στιγμή και στάθηκε στα πόδια της στηριγμένη στον ώμο του ποιητή.

-Στην υγειά σου Φρανσουά, είπε και πήρε το ποτήρι. Είναι πολλές οι αμαρτίες μου υποθέτω. Τι λες, θα με λυπηθεί ο Θεός;

Ο Βιγιόν έπνιξε έναν βαθύ αναστεναγμό αμφιβολίας, που συνόψιζε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και προσπάθησε να την παρηγορήσει με λόγια που ήχησαν πειστικά ακόμα και στα ίδια του τα αυτιά.

-Ο Θεός είναι πανάγαθος, Ουγέτ και συγχωρεί.

Το κεφάλι της έγειρε βαρύ στους ώμους του.

-Πάντα ήσουν αισιόδοξος, του είπε πικρά. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του ψιθύρησε:

-Έχω δώσει σε πολλούς άντρες το κορμί μου, μα η καρδιά μου ανήκει σε εσένα. Φίλησέ με στα χείλη.

Ο Βιγιόν την κοίταξε σαστισμένος. Είχε ορκιστεί να περιμένει το φιλί της αγαπημένης του, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί την επιθυμία της ετοιμοθάνατης κοπέλας που τον είχε τόσο αγαπήσει και την είχε αγαπήσει και αυτός με τον δικό του, παράξενο τρόπο. Έσκυψε να την φιλήσει, μα εκείνη ξέφυγε απ’την αγκαλιά του και άρχισε να τραγουδάει λυπημένα τους στίχους που της είχε αφιερώσει.

-Κόρες του πόθου, μία και όλες...

Ύστερα, έκλεισε τα μάτια με έναν στεναγμό και τραγούδησε τον τελευταίο στίχο.

-Δώσε μου ένα τελευταίο φιλί, προτού η αγάπη φύγει μακριά.

Έγειρε το κεφάλι με ένα δυνατό γέλιο. Ύστερα, με έναν αναστεναγμό, σωριάστηκε στο χώμα. Ο Βιγιόν κοίταξε το όμορφο πρόσωπό της και κατάλαβε πως είχε πιά πεθάνει –και μαζί της είχαν πεθάνει οι καλύτερες στιγμές της προηγούμενης ζωής του.

Ο Ολίβιε, υπακούωντας στο νεύμα του βασιλιά, σήκωσε το άψυχο σώμα της κοπέλας, το σκέπασε με τον μανδύα του και το ακούμπησε μαλακά πάνω σε δύο σταυρωμένες λόγχες. Σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίστηκε ο Νόελ λε Ζολύ με το σπαθί του βουτηγμένο στο αίμα.

-Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ είναι νεκρός Μεγαλειώτατε, είπε. Τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια.

Ύστερά, η ματιά του έπεσε στο νεκρό σώμα της κοπέλας και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Βιγιόν πήγε κοντά του και τον ακούμπησε στον ώμο.

-Την αφήνω στα χέρια σου, του είπε. Νομίζω ότι είχε μιά θέση στην καρδιά σου όσο ζούσε. Φρόντισε να έχει μιά χριστιανική κηδεία.

Ο Νόελ έσκυψε το κεφάλι και ακολούθησε σιωπηλός τους στρατιώτες που μετέφεραν το σώμα της κοπέλας. Στον κήπο έμειναν ο Λουδοβίκος, ο Βιγιόν, ο Τριστάν, ο Ολίβιε και οι πέντε αιχμάλωτοι ληστές, κάτω απ’το άγρυπνο βλέμμα των στρατιωτών, που τους φρουρούσαν με τις λόγχες στα χέρια. Είχαν βγάλει τα ράσα και κοιτάζαν έντρομοι τον Λουδοβίκο και τον Μεγάλο Αυλάρχη του. Ο Βιγιόν κοίταξε σιωπηλός την νεκρική πομπή που απομακρυνόταν. Μέσα στο μυαλό του γινόταν ένας άγριος πόλεμος. Παράξενες αναμνήσεις βασάνιζαν αλύπητα τον νου του και άρχισε να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Ψέλισε τρέμοντας το όνομα της Κατερινάς, σαν προσευχή.


ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΠΙΣΤΟΣ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ;

Ο κήπος ήταν έρημος και σιωπηλός σαν περίβολος εκκλησίας. Ακουγόταν μόνο το θρόϊσμα των φύλων στον απαλό αέρα και οι αραιές κραυγές από τις κουκουβάγιες. Μέσα στην σιγαλιά της νύχτας έξι μυστηριώδεις ρασοφορεμένες φιγούρες ξεπρόβαλαν απ’τις σκιές και συγκεντρώθηκαν μπροστά στο άγαλμα του Πάνα. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμένα με κουκούλες και φορούσαν από ένα κοχύλι στο στήθος. Πρώτος μίλησε ένας γεροδεμένος, γιγαντόσωμος άντρας που έμοιαζε να είναι ο αρχηγός τους και η φωνή του ήταν η φωνή του Τιμπώ ντε Ωσινύ.

-Είμαστε όλοι εδώ; ρώτησε.

Ένας προσκυνητής με την φωνή του Ρενέ ντε Μοντινύ του απάντησε:

-Ναι, και είμαστε έτοιμοι να κόψουμε το βασιλικό ρόδο.

Ένας θόρυβος ακούστηκε από το μάνταλο της πόρτας του πύργου και ο Τιμπώ τραβήχτηκε αμέσως στην σκιά.

-Προσοχή, είπε στους συντρόφους του και οι τέσερεις από αυτούς κρύφτηκαν στο σκοτάδι. Παρέμειναν μόνο ο Τιμπώ και ο Ρενέ, που φόρεσαν τις μάσκες και κάρφωσαν το βλέμμα τους στην πόρτα του πύργου. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Νόελ λε Ζολύ, συνοδευόμενος από μιά σκυφτή φιγούρα, ντυμένη με μαύρη βελουδένια κάπα. Τα μάτια των συνομωτών άστραψαν με αδημονία.

-Είναι εκεί ο αστρολόγος; ρώτησε ο Νοέλ.

Ο Ρενέ απάντησε με ενθουσιασμό, όπως πραγματευτής που διαλαλεί το εμπόρευμά του:

-Μάλιστα κύριε. Είναι ο καλύτερος του κόσμου. Διαβάζει τα άστρα σαν τις παλάμες των χεριών του. Ξέρει τα μυστικά των μάγων της Βοημίας, κατέχει την αρχαία γνώση των Αιγυπτίων και την σοφία των Αράβων.

Σε αυτά τα λόγια του Ρενέ, η μαυροντυμένη φιγούρα με μιά μεγαλόπρεπη χειρονομία αποδέσμευσε τον Νόελ, που υποκλίθηκε με σεβασμό και επέστρεψε στον πύργο. Ο βασιλιάς έγνεψε στον γιγαντόσωμο προσκυνητή και ο Τιμπώ τον πλησίασε αθόρυβα. Όταν έφτασε δίπλα του τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’τον λαιμό, ενώ με το άλλο τράβηξε απ’το ράσο του ένα στιλέτο. Εκείνος πάλεψε γιά λίγο να ξεφύγει, έκαν μιά προσπάθεια να φωνάξει, μα η λαβή ήταν τόσο δυνατή που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

-Μεγαλειώτατε, του γρύλισε στο αυτί ο Τιμπώ, κρατάω στα χέρια μου την ζωή σου. Μην βγάλεις άχνα γιατί θα πεθάνεις.

Πίεσε την μύτη του στιλέτου στον λαιμό του βασιλιά και του χαμογέλασε απειλητικά.

-Είμαι ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, που με είχες γιά πεθαμένο –μα εγώ γύρισα γιά να σε εκδικηθώ.

Με αυτές τις λέξεις, οι σύντροφοι του Τιμπώ βγήκαν απ’τις κρυψώνες τους και κύκλωσαν τους δύο άντρες.

-Πιάστηκες στην φάκα σαν ποντίκι, συνέχισε ο Τιμπώ. Γιαυτό σώπα, όσο είσαι ακόμα ζωντανός. Μιά μόνο λέξη και θα βρεθείς στα θυμαράκια. Από αυτή την στιγμή είσαι αιχμάλωτος των Βουργουνδών.

Ο βασιλιάς ανατρίχιασε σαν να είχε δεχτεί καμτσικιές στην πλάτη. Τα χέρια του μάταια πάλευαν να λύσουν την τρομερή λαβή του Τιμπώ, μέχρι που εκείνος τον έσπρωξε μακριά γεμάτος περιφρόνηση. Ο βασιλιάς σωριάστηκε στο χώμα, σαν άδειο σακί.

-Μα πως μπορεί ένας βασιλιάς να είναι τόσο δειλός; Δεν θα σε πειράξω αν κάνεις ότι σου πω.

Η μαυροντυμένη φιγούρα διπλώθηκε στα δύο με λυγμούς. Ο Τιμπώ βρυχήθηκε άγρια, γεμάτος αηδία:

-Σταμάτα να κλαψουρίζεις.

Ο Ρενέ, που παρακολουθούσε προσεκτικά τις κινήσεις του αιχμαλώτου, τον διέκοψε:

-Τιμπώ, αυτός μοιάζει σαν να γελάει.

Ο Τιμπώ έβγαλε μιά κραυγή έκπληξης και έσκυψε πάνω από τον διπλωμένο άντρα, ο οποίος άρχισε πράγματι να γελάει με την καρδιά του. Τότε η πόρτα του πύργου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τριστάν.

-Ο βασιλιάς, φώναξε με βροντερή φωνή.

Σε μιά στιγμή ο κήπος γέμισε με στρατιώτες της βασιλικής φρουράς που ακινητοποίησαν τους συνομώτες με τις λόγχες τους, ένω μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους εμφανίστηκε ο βασιλιάς Λουδοβίκος στο άνοιγμα της πόρτας, με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του.






ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΑΤΟ: ΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΥΡΙΟ.

Την τελευταία μέρα της εβδομάδας των θαυμάτων του Βιγιόν, η δόξα του είχε φτάσει στο απόγειό της. Δεν είχε ξημερώσει πιό όμορφη μέρα σε αυτόν τον λαμπερό Ιούνη και πιό μεγαλόπρεπα στολισμένη στην θαυμαστή θητεία του καινούριου Μεγάλου Αυλάρχη.

Μιμικοί αγώνες, συντριβάνια με κρασί, δωρεάν χορηγίες τροφής, φαντασμαγορικές παρελάσεις, μασκαράτες και καρναβάλια, όλες οι υπέροχες διασκεδάσεις του 15ου αιώνα προσφέρονταν αφειδώς από τον Κόμη του Μοντκορμπιέ, με σκοπό την τέρψη των ευγενών, μα και των απλών κατοίκων του Παρισιού. Όμως το πετράδι στην κορώνα του θα ήταν η μεγάλη γιορτή που διοργάνωσε με την άδεια του Λουδοβίκου στον βασιλικό κήπο με τα ρόδα, ένας υπέροχος χορός μεταμφιεσμένων σε Ιταλικό στυλ, όπου ήταν προσκεκλημένη ολόκληρη η Αυλή του παλατιού. Αυτή η γιορτή που θα ξεκίνουσε το σούρουπο, είχε σκοπό να ξεπεράσει κάθε άλλη που είχε γίνει στο παλάτι, με την άψογη διοργάνωσή της, τον πλούτο και την αφθονία της και την επιδεικτική απλοχεριά του οικοδεσπότη.

Ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει, όταν ο Βιγιόν κλείστηκε μαζί με τον βασιλιά στο μικρό δωμάτιο του γκρίζου πύργου, απ’όπου ο Λουδοβίκος συνήθιζε να παρακολουθεί αθέατος την κίνηση στον κήπο. Στο τραπέζι που κάθονταν οι δύο άντρες, υπήρχε απλωμένος ένας μεγάλος χάρτης της περιοχής του Παρισιού και μπροστά από αυτό στέκονταν τρεις από τους πιό έμπιστους και ικανούς διοικητές του βασιλιά· ο Λόρδος ντε Λω, ο Λόρδος Πονσέ ντε Ριβιέ και ο Λόρδος του Ναντουάλ.

Ο Βιγιόν εξηγούσε στον βασιλιά και τους επιτελείς, ένα σχέδιο που κατέστρωνε όλη την προηγούμενη εβδομάδα· ένα σχέδιο που σκοπό είχε να παραπλανήσει τον εχθρό χρησιμοποιώντας το υπέροχο βραδυνό μπαλ-μασκέ σαν Δούρειο Ίππο. Έδειξε ένα σημείο στον χάρτη που αντιστοιχούσε σε ένα μέρος πολύ γνώριμο του, μία μικρή γούβα στην λοφώδη πεδιάδα που συνήθιζε να παίζει σαν παιδί, κρυμμένος στα αγριολούλουδα και στο ψηλό χορτάρι και να φαντάζεται πως είναι κάποιος φημισμένος ληστής, κάποιος σπουδαίος στρατηγός, ένας γενναίος πρίγκηπας – κάποιος από τους χιλιάδες φανταστικούς ρόλους που υποδύεται ένα παιδί στο παιγχνίδι.

-Ορίστε μεγαλειώτατε, είπε. Εάν καταφέρουμε να παρασύρουμε τους Βουργουνδούς σε αυτήν την τρύπα, η νίκη θα είναι δική μας. Πάνω, στην πλαγιά του λόφου μπορούν να κρυφτούν τουλάχιστον χίλιοι άντρες.

Ο Πονσέ ντε Ριβιέ πλησίασε και τον ρώτησε:

-Είσαι βέβαιος γιά την κλίση του εδάφους;

-Απολύτως. Έχω κρυφτεί εκεί χιλιάδες φορές, όταν δεν ήμουν πιό ψηλός απ’το σπαθί σου.

Ο Ναντουάλ μίλησε σαν άντρας που ζυγίζει τα λόγια του.

-Το σχέδιο φαινεται καλό, μεγαλειώτατε.

Ο Βιγιόν έριξε μιά γρήγορη ματιά στους παρεβρισκόμενους και πρόσθεσε εύθυμα.

-Μπορεί να με περνάτε γιά πρωτάρη, μα έχω εκπαιδευτεί στην στρατηγική σε όλη μου την ζωή.

Ο ντε Λω απάντησε επιδοκιμαστικά:

-Άρχοντά μου, η ανάλυσή σου μοιάζει με έμπειρου βετεράνου.

Ευχαριστημένος από τον έπαινο, ο Βιγιόν στράφηκε στον βασιλιά:

-Μεγαλειώτατε, έχω διαδώσει παντού ότι σήμερα έχουμε γιορτή. Ενώ ο Δούκας της Βουργουνδίας νομίζει πως ξεφαντώνουμε, εμείς θα κόψουμε δρόμο από την πύλη του Αγίου Αντωνίου. Τα πέταλα των αλόγων θα είναι καλυμένα με πανιά, τα σπιρούνια δεν θα κουδουνίζουν, ούτε θα ακούγονται τα χαλινάρια. Θα γλιστρήσουμε μες στο σκοτάδι σαν σκιές. Στο σταυροδρόμι, κάποιοι λίγοι από μας, θα χτυπήσουν την αριστερή πτέρυγα του εχθρού και ύστερα θα τραπούν σε φυγή. Θα τον δελαεάσουμε να πέσει στην παγίδα και αυτό θα είναι το τέλος του. Ραντεβού στις εννιά, άρχοντές μου. Τα σέβη μου.

Ύψωσε την γροθιά του σε χαιρετισμό. Οι τρεις διοικητές χαιρέτησαν με την σειρά τους τον Βασιλιά και τον Αυλάρχη και αποχώρησαν. Καθώς κατέβαιναν την στριφογυριστή σκάλα, ο ντε Λω είπε στους συντρόφους του:

-Δεν ξέρω γιά εσάς άρχοντές μου, μα εγώ αγαπώ αυτόν τον τυχοδιώκτη.

Ο Ναντουάλ απάντησε εγκάρδια:

-Ο Θεός ξέρει από που ήρθε και ο Θεός ξέρει που θα πάει, μα θα κάλπαζα στο πλάι του μέχρι το τέλος του κόσμου.

-Ο πατέρας μου, είπε ο Πονσέ ντε Ριβιέ, μου μιλούσε συχνά γιά την Παρθένα της Ορλεάνης και την τεράστια επιροή της στους σκληροτράχηλους πολεμιστές της Γαλλίας. Τούτος πρέπει να κρατάει απ’το δικό της σόϊ -γιατί με κέρδισε παρά την θέλησή μου.

Καθώς τα βήματά τους χάνονταν στα βάθη του πύργου, ο Βιγιόν στράφηκε στον βασιλιά.

-Αν ο Δούκας της Βουργουνδίας πέσει στην παγίδα μου, θα μείνω στην μνήμη των ανθρώπων σαν ένας σπουδαίος διοικητής. Κι όμως, δεν είναι παρά μιά ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Παράξενο, που το μέρος όπου έπαιζε ένα αλητάκι θα γίνει ο Γολγοθάς γιά χιλιάδες ανθρώπους· τόπος σπαρμένος με θάνατο και δόξα.

Ο βασιλιάς τον χτύπησε παιγχνιδιάρικα στον ώμο.

-Που έγινες τόσο σοφός;

-Στο σχολείο των μεγάλων προσδοκιών. Όταν πίστευα-δηλαδή τι πίστευα, ακόμα πιστεύω- πως μέσα σ’αυτό το άθλιο σαρκίο σιγοκαίει μιά φλόγα Ρωμαίου στρατηγού. Τα βράδια στο ξυλοκρέβατό μου, ονειρευόμουν όνειρα Ολυμπίων. Και να, που τα όνειρα γίναν πραγματικότητα.

-Είαι αξιοθαύμαστος άνθρωπος. Μέσα σε μιά βδομάδα με έκανες περισσότερο δημοφιλή απ’όσο κατάφερα μόνος μου να γίνω από την μέρα της στέψης μου. Στην Αυλή, στους στρατώνες, στα συμβούλια, όλοι σε αναφέρουν ως παράδειγμα.

-Είμαι άνθρωπος του λαού και ξέρω ο λαός τι θέλει. Μιά βδομάδα πριν, οι πολίτες του Παρισιού ήταν ελάχιστα αφοσιωμένοι στον Βασιλιά. Κατάργησα τους φόρους στο κρασί και σήμερα χειροκροτούν και φωνάζουν με πάθος: ‘ο Θεός σώζοι τον Βασιλιά Λουδοβίκο’. Μιά βδομάδα πριν οι στρατιώτες σου ήταν έτοιμοι να στασιάσουν γιατί ήταν κακοσιτισμένοι, με άθλιο ρουχισμό και απλήρωτοι. Τους τάϊσα μέχρι σκασμού, τους έντυσα ζεστά, τους πλήρωσα καλά και τώρα η μεγαλειώτητά σου έχει έναν στρατό που θα με ακολουθούσε στην Κόλαση, αν προπορευόμουν σφυρίζοντας έναν πολεμικό παιάνα.

-Όμως στο μεταξύ, οι κόκοι στην κλεψύδρα σου τελειώνουν. Δεν τρέμει η καρδιά σου; Δεν σβύνει ο σφυγμός σου;

-Καθόλου. Πέρασα με αξιοπρέπεια από το καπηλειό στο παλάτι και εάν τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή, θα πω –όπως ο ετοιμοθάνατος Καίσαρας- ‘χειροκροτήστε με’.

Ο βασιλιάς χαμογέλασε σαρδόνια.

-Θα πάρουν τα πράγματα άσχημη τροπή; ρώτησε, ξύνοντας την πληγή. Πως πάει η σχέση σου με την Λαίδη Κατερίνα;

Ο Βιγιόν χαμογέλασε και έκανε μιά μικρή παύση πριν απαντήσει:

-Μεγαλειώτατε, κανένας συνετός άντρας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι έχει στην καρδιά της μιά γυναίκα, μα, παρόλα αυτά, ελπίζω γιά το καλύτερο.

-Αν όμως αποτύχεις; ξαναρώτησε με επιμονή ο Λουδοβίκος.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε σκεφτικός. Ένιωθε μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά τα λόγια του ήταν διαλεγμένα με προσοχή.

-Τότε, καθώς η καλή κυρά-Σελήνη θα ανάβει την χλωμή φλόγα του τζακιού της στον ουρανό, θα σωπάσω γιά πάντα. Αλλά ακόμα και έτσι, μου έχεις δώσει μιά ηγεμονική εβδομάδα και έχω σχεδόν τελειώσει αυτά που είχα να κάνω. Έζησα χίλιες ζωές και γεύτηκα και το τελευταίο γλυκό κομμάτι από αυτήν την τούρτα, που είχε την γεύση της δύναμης των αρχόντων.

Ο Λουδοβίκος γέλασε.

-Μιλάς σαν να βασίλεψες γιά έναν αιώνα.

Η φιλοσοφική διάθεση του Βιγιόν αυξήθηκε.

-Μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει γιά χιλιάδες χρόνια και όμως στο τέλος να μην είναι παρά ένας φαγάς που απλώς έφαγε χιλιάδες ίδια πιάτα. Θα πρέπει να γευόμαστε όλη την γλύκα της στιγμής, να ρουφάμε όλο το μεθυστικό άρωμα της κάθε ώρας που περνά, να υπολογίζουμε όλες τις πιθανότητες στην άκρη της σκακιέρας, να ζούμε έντονα έστω και λίγο· ένα τέλος είναι πάντα ένα τέλος, είτε έρχεται πετώντας με τις φτερωτές φτέρνες μιάς βδομάδας, είτε έρχεται αργά, σέρνοντας το βαρύ μπαστούνι των αιώνων.

Ο Λουδοβίκος έγειρε πίσω και κοίταξε έκπληκτος τον σύντροφό του.

-Στον Ουρανό ευχήσου αυτή η φιλοσοφία σου τόσο καλή να σου φανεί τότε, όσο και τώρα· όταν αύριο ο σβέρκος σου θα φοράει τη θηλειά.

-Η εξοχότητά σας έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ.

Ο Λουδοβίκος άλλαξε θέμα με ευκολία, σαν να μην είχαν και τόσο μεγάλη σημασία θέματα όπως η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος.

-Ο κύριος Νοέλ μου έφερε έναν καινούριο αστρολόγο σήμερα. Οι ουρανοί φαίνεται να συνομωτούν, τα άστρα είναι θολά και μπερδεμένα. Το όνειρό μου με τον φλεγόμενο κομήτη είναι δύσκολο να ερμηνευτεί.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε με οίκτο.

-Δεν έχεις κουραστεί με αυτούς τους τσαρλατάνους; Ρώτησε.

Ο Λουδοβίκος κατσούφιασε, όπως έκανε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις δυσπιστίας γιά την μαντική δύναμη των άστρων.

-Μην κοροϊδεύεις κύριε ποιητή, μα βάλε τα δυνατά σου με την περήφανη Κατερίνα, γιατί αν αποτύχεις, αύριο θα κρεμαστείς. Άφησέ με τώρα, διότι πρέπει να δουλέψω όσο εσύ θα παίζεις, είπε και έσκυψε πάνω στον χάρτη με βαθιά προσήλωση.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε γιά λίγο και ύστερα βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον κήπο. Ο καλοκαιρινός ήλιος χανόταν στον ορίζοντα πίσω από τα τριαντάφυλα, μέσα σε μία πανδαισία χρωμάτων. Οι τελευταίες ακτίνες του έπεφταν στο άγαλμα του Πάνα, φωτίζοντας τα παράξενα χαρακτηριστικά του προσώπου του σε μία ειρωνική γκριμάτσα. Ο ζεστός αέρας μετέφερε το άρωμα χιλιάδων λουλουδιών μαζί με μακρινές, χαρούμενες φωνές. Είχε φτάσει η ώρα που οι πύλες του κήπου θα άνοιγαν γιά να υποδεχτούν τους καλεσμένους.

Ο Βιγιόν έκοψε ένα ρόδο και το κράτησε κοιτάζοντας την πορφυρή καρδιά του, σαν να ήθελε να διαβάσει εκεί το μυστικό που κρύβουν τα άνθη από τα διψασμένα μάτια των ποιητών. Ακούμπησε στο άγαλμα του Πάνα και μουρμούρησε συλογισμένος:

-Τα πέταλα των ημερών της δόξας μου πέφτουν στο χώμα ένα-ένα, γεμάτα χρώμα και ζωή, μέχρι το τέλος. Άραγε θα κερδίσω αυτήν την υπέροχη γυναίκα; Μήπως είμαι τρελός που έχω τόσες ελπίδες; Αν όμως χάσω, η αυριανή μέρα θα είναι μικρή και το υπέροχο όνειρο θα τελειώσει στην άκρη του σχοινιού.

Ανατρίχιασε στην σκέψη και πέταξε το ρόδο μακριά.

-Πόσο παγωμένος φαίνεται ο καλοκαιρινός αέρας -και το άρωμα των ρόδων μυρωδιά τάφου.

Σταμάτησε γιά λίγο και οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.

-Μα αν κερδίσω θα παντρευτώ την αγαπημένη μου, θα γεράσω σοβαρός και μετρημένος, θα ζήσω νανουρίζοντας παιδιά στην αγκαλιά μου –ένας μικρός Φρανσουά πιό τίμιος απ’τον πατέρα του, μιά μικρή Κατερίνα λιγότερο όμορφη απ’την μητέρα της.

Τίναξε το χέρι μπροστά απ’το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να διώξει αυτά τα φαντάσματα που γενούσε το μυαλό του.

-Τρέξτε μακριά, ονειρικά παιδιά μου, στα λιβάδια των σκιών όπου ανήκετε, γιατί ο πατέρας σας ίσως αύριο να κρέμεται στην άκρη του σχοινιού και πρέπει να πολεμήσει σήμερα γιά δόξα, έρωτα και ζωή.

Ένας διαπεραστικός, οξύς ήχος διέκοψε τους συλογισμούς του και ένας αυλικός με φανταχτερό κοστούμι έκανε την εμφάνισή του στην βεράντα παίζοντας την μπρούτζινη τρομπέτα του. Στο παράγγελμά του, ένα πολύχρωμο πλήθος ξεχύθηκε απ’το παλάτι και πλημύρισε τις βεράντες και τους κήπους με τα ρόδα σαν μεγάλο, λαμπερό κύμα.

Παράξενες φιγούρες, κλόουν και σάτυροι, διάβολοι, μάγισσες και ξωτικά με αναμένους δαυλούς, χτυπώντας κύμβαλα και φωνάζοντας με όλη τους την δύναμη, άρχισαν να στροβιλίζονται στον χώρο, δημιουργώντας μιά γκροτέσκ ατμόσφαιρα μυστηρίου και ίντρικας.

Ο Βιγιόν έβγαλε μιά μάσκα απ’την ζώνη του, την φόρεσε και άρχισε να περιφέρεται εδώ και εκεί, παρασυρμένος από το ενθουσιασμένο πλήθος. Η ζωηρή του φαντασία πήρε φωτιά από τις παράξενες φιγούρες και τους ήχους γύρω του. Η αίσθηση πως ζούσε ένα όνειρο -αίσθηση που δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε ένα λεπτό απ’την στιγμή της άφιξής του στο παλάτι- έκανε τις πολύχρωμες φιγούρες να μοιάζουν τόσο φανταστικές, όσο όνειρο ζεστού καλοκαιριάτικου μεσημεριού.

Ξαφνικά, τράβηξε την προσοχή του μιά φωνή που του φάνηκε γνώριμη. Ένας άντρας ντυμένος σαν προσκυνητής από τους Άγιους Τόπους, που φορούσε ένα γκρίζο ράσο με κουκούλα και είχε στο στήθος του ένα κοχύλι, συνομιλούσε με έναν άλλον άντρα, με αντίστοιχη μεταμφίεση. Οι δυό άντρες αντάλασαν χαιρετισμούς σε μιά διάλεκτο που ήταν απίθανο να γνωρίζει οποιοσδήποτε από τους παρευρισκομένους στον βασιλικό κήπο, μα που στα αυτιά του Βιγιόν ηχούσε γνώριμη σαν παιδικό τραγούδι -γιατί ήταν η Ζαργκόν, η διαβόητη διάλεκτος που μεταχειρίζονταν τα μέλη της αξιοσέβαστης Αδελφότητας των Κοχυλιών γιά να συνενοούνται μεταξύ τους.

Ο πρώτος προσκυνητής ρώτησε τον δεύτερο:

-Τι κουβαλάς στο στήθος;

Και ο δεύτερος απάντησε:

-Ένα κοχύλι.

Ο πρώτος ξαναρώτησε:

-Και τι κρατάς στο χέρι;

Και ο δεύτερος αποκρίθηκε:

-Ένα ποδάρι ατσάλι.

-Θα πιείς εις την υγεία του βασιλιά; ρώτησε γιά ακόμα μιά φορά ο πρώτος προσκυνητής.

Και ο δεύτερος είπε αποφασιστικά:

-Από μιά Βουργουνδέζικη καράφα.

Και με τα λόγια αυτά απομακρύνθηκαν ο ένας απ’τον άλλο και χάθηκαν ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος.

Ο Βιγιόν αναρωτήθηκε έκπληκτος:

-Πως, στο όνομα του Ουρανού, οι άνθρωποι αυτοί, που μιλάν την διάλεκτο της Αυλής των Θαυμάτων, βρέθηκαν στην γιορτή του Βασιλιά, εδώ, στον Κήπο με τα Ρόδα;

Σκέφτηκε να ακολουθήσει κάποιον από τους μυστηριώδεις προσκυνητές, μα είχε χάσει και τους δύο από το οπτικό πεδίο του. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του περπάτησε μέχρι τον ανοιχτό περίβολο κάτω από την βεράντα, που τον έκρυβε το άγαλμα του Πάνα. Το μέρος ήταν έρημο. Οι μασκαράδες είχαν μεταφέρει την γιορτή κάπου αλλού. Ένα λαούτο ήταν παρατημένο στο μαρμάρινο παγκάκι. Ο Βιγιόν κάθισε και πήρε αφηρημένα το όργανο στα χέρια του. Ξαφνικά άκουσε ένα ανάλαφρο περπάτημα. Στα αυτιά του ήχησε η πιό γλυκειά φωνή του κόσμου και βρέθηκε περικυκλωμένος από την Κατερίνα της Βωσέλ και την συνοδεία της· μιά ομάδα αποτελούμενη από Κυρίες της Βασιλικής Αυλής.

-Έχω μιά παράκληση γιά εσάς, απ’τις κυρίες, του είπε η Κατερίνα με ένα λαμπερό χαμόγελο στα όμορφα χείλη της.

Ο Βιγιόν υποκλίθηκε με σεβασμό.

-Έχετε όλη μου την προσοχή, της αποκρίθηκε, και την υποταγή μου.

-Είστε ποιητής, άρχοντά μου και αυτή είναι μιά βραδιά που θα ευχαριστούσε έναν ποιητή. Συνθέστε γιά εμάς ένα ποιήμα που να ταιριάζει σε μιά τόσο όμορφη βραδιά.

-Κυρία, κανένας στίχος δεν αξίζει τόσο όσο μιά αχτίδα του ήλιου –ή της Σελήνης· ωστόσο έζησα πολύ καιρό στην Προβένς, όπου όλοι τραγουδάνε σαν αηδόνια και έτσι απέκτησα το πάθος του αυτοσχεδιασμού. Γιά ποιό θέμα θέλετε να τραγουδήσω;

Η Κατερίνα γέλασε και έδειξε την παρέα της.

Το ακροατήριό σας είναι γυναίκες· άρα θα ταίριαζε να μας μιλήσετε γιά αγάπη.

-Το άχθος του κόσμου, είπε ο Βιγιόν. Κλάψε λαούτο μου, κλάψε.

Τα δάχτυλά του χάϊδεψαν τις χορδές και μιά θλιμένη συγχορδία αντήχησε μες στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα. Άρχισε να απαγγέλει, δίνοντας έμφαση στους στίχους με το λαούτο.

-Σε ποιό νησί της λησμονιάς
του Φοίβου η λύρα ηχεί απαλά;
Και σε ποιό δάσος η Άρτεμις
στήνει γιά τον Ενδυμίωνα θηλειά;
Που είναι η χάρη της Ανάτ;
Τους πήρε ο αέρας μακριά·
Και ο Πάνας παίζει τον αυλό
μέσα στο φως, μόνος, γυμνός·
Που είναι οι αλοτινοί θεοί;

Που είναι η τρανή Σεμίραμις;
Ρόδα θανάτου την φυλούν.
Ποιά μυστική κρύπτη κρατά
του Καίσαρα του θεϊκού
την τέφρα; Και ποια
της Κλεοπάτρας τα χρυσά μαλλιά;
Που είναι ο μέγας στρατηγός
ο Μακεδόνας, του Φιλίπου ο γιός;
Τους πήρε ο αέρας μακριά·
Και η σιδερένια φορεσιά
του κοκκινόμαλου θεού;
Που είναι τα όνειρα του χθες;

Των Πέπλων η εβραία Κυρά;
Της Φρύνης η γυμνή ομορφιά;
Μες σε ποιά θάλασσα βαθιά
κολύμπησε η Τομιρίς
και που η Κασάνδρα και η Διδώ
της Περσεφόνης τον καημό
θρηνούν;
Τις πήρε ο αέρας μακριά.
Και γιά ποιό φάντασμα φτωχό
η Ελένη κλαίει γοερά;
Που πήγαν οι Κυρίες του χθες;

Δυστυχισμένοι εραστές! Δυό δυό
τους παίρνει ο άνεμος μακριά.
Αθώοι, νέοι και τρυφεροί
Που είναι τα χιόνια τα παλιά;

Νεκρική σιγή απλώθηκε στον χώρο. Ο ποιητής και το ακροατήριό του φαίνονταν απομονωμένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις, κάτω απ’το χλωμό φως της Σελήνης.

Η Κατερίνα μουρμούρησε συλογισμένη:

- Που είναι τα χιόνια τα παλιά;

Τα μάτια της έλαμπαν σαν πρωινά άστρα, τα υγρά της χείλη είχαν το χρώμα ώριμου ροδιού, ο νους της έτρεχε πέρα, στα μακρινά μέρη της λησμονιάς και στα πράσινα λιβάδια των Μακάρων, που γιά αυτά είχε τραγουδήσει ο Βιγιόν. Και ύστερα, μίλησε ο ποιητής, σπάζοντας την βαριά ατμόσφαιρα.

-Ευγενικές κυρίες, το τραγούδι μου είναι θλιμένο. Όμως, ας μην γεμίσει λύπη τις καρδιές σας, γιατί, πιστέψτε με, θα χιονίσει ξανά και το κατάλευκο χιόνι θα απλωθεί πάνω στους τάφους των εραστών. Το χθες έχει πεθάνει πιά και το το αύριο ποτέ δεν θα έρθει.

Πλησίασε την Κατερίνα και της ψιθύρισε στο αυτί τις τελευταίες λέξεις:

-Γιαυτό ας ζήσουμε και ας αγαπήσουμε σήμερα.

Η Κατερίνα τινάχτηκε ξαφνιασμένη σαν να είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο και τον κοίταξε. Ύστερα, στράφηκε στην ακολουθία της:

-Κυρίες μου, τι λέτε, πηγαίνουμε στην μεγάλη αίθουσα, να χορέψουμε με τους μασκαράδες;


Οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω απ’τον Βιγιόν, τον ευχαρίστησαν γιά το τραγούδι του και ανέβηκαν την σκάλα της βεράντας, σαν πολύχρωμα εξωτικά πουλιά. Εκείνη την στιγμή, μιά φιγούρα ντυμένη με ράσο προσκυνητή έκανε την εμφάνισή της στην άκρη της αλέας, σταμάτησε γιά λίγο διστακτικά και ύστερα διέσχισε το φεγγαρόλουστο μονοπάτι.

Η Κατερίνα δεν είχε αντιληφθεί την παράξενη φιγούρα που ήταν κρυμένη στο σκοτάδι, μέχρι που σχεδόν την ακούμπησε. Ο προσκυνητής την κοίταξε γιά μιά στιγμή και έπειτα εξαφανίστηκε βιαστικά μες στο σκοτάδι. Η Κατερίνα έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα και έτρεξε προς τον Βιγιόν που την περίμενε στην βάση της σκάλας.

-Κύριέ μου, φώναξε και εκείνος αποκρίθηκε αμέσως:

-Κυρία μου.

-Η φαντασία μου παίζει παράξενα παιγχνίδια. Μου φάνηκε ότι είδα τον Τιμπώ ντε Ωσινύ να με κοιτάει, ντυμένος με στολή προσκυνητή.

Ο Βιγιόν συνοφρυώθηκε.

-Μιά φριχτή παραίσθηση. Γιατί τα τελευταία νέα είναι πως βρίσκεται νεκρός στο στρατόπεδο των Βουργουνδών.

Η Κατερίνα ανατρίχιασε.

-Πάντα μισούσα αυτόν τον άνθρωπο. Ελπίζω να μην με καταδιώκει το φάντασμά του. Όμως, συγχώρεσε με. Μιλάω παράξενα απόψε.

-Ας σκεφτούμε πιό ευχάριστα πράγματα, απάντησε ο Βιγιόν. Θα δεις τους μασκαράδες;

-Όχι, προτιμώ το φεγγαρόφωτο από το φως των κεριών.

Ο Βιγιόν την κοίταξε σιωπηλός γιά μερικές στιγμές που του φάνηκαν ώρες.

-Να σου κάνω μιά ερώτηση; της είπε και η κοπέλα απάντησε:

-Βεβαίως.

-Είσαι ευχαριστημένη από μένα;

-Έχεις κάνει αρκετά.

-Και έχω ακόμα περισσότερα να κάνω. Εδώ και μιά βδομάδα δουλεύω αδιάκοπα. Κατάφερα να κάνω τον βασιλιά λαοφιλή, τον λαό του Παρισιού πιστό στους νόμους, το στράτευμα αφοσιωμένο...

-Τότε λοιπόν, τι κάθεσαι εδώ, στις γιορτές της Αυλής και στους χορούς των γυναικών;

Η φωνή του Βιγιόν αντήχησε περήφανη:

-Θέλω να πιστέψει ο Δούκας των Βουργουνδών, πως ο ευνοούμενος του βασιλιά δεν είναι παρά ένας φαντασμένος δανδής, ένας αυλοκόλακας που επιδίδεται σε διασκεδάσεις και ασωτείες, ενώ η τιμή του βασιλιά του λιώνει σαν μαργαριτάρι μέσα σε ξύδι –μα τα σπαθιά μας βάφονται μες στο κρασί και ακονίζονται στους ήχους του λαούτου· και απόψε ήρθε η στιγμή.

-Θα ήθελα να ήμουν άντρας, γιά να σε ακολουθήσω, αναστέναξε η κοπέλα.

Ο Βιγιόν την πλησίασε και την κοίταξε στα μάτια.

-Απόψε θα πολεμήσω γιά σένα. Οι Ουρανοί στάθηκαν καλοί μαζί μου και θα υπηρετήσω την Γαλλία υπηρετώντας σε. Ίσως γιά τελευταία φορά.

-Γιά τελευταία φορά; επανέλαβε εκείνη.

-Ναι, γλυκειά ηχώ μου. Αυτά τα μακρινά φανάρια μου λένε πως μπορεί αύριο να μην ζω. Κάποιοι από εμάς θα ονειρευτούν γιά τελευταία φορά απόψε. Μπορεί και εγώ να είμαι ανάμεσά τους.

-Ίσως να πεθάνεις πολεμώντας γιά την Γαλλία –μα εγώ θα μείνω πίσω και θα κρατώ στα χέρια την καρδιά μου.

-Γιά ποιόν;

-Αυτό θα στο πω αύριο.

Ο Βιγιόν της άγγιξε το χέρι απαλά και έδειξε με το δάχτυλο τον ανεμοδαρμένο πύργο, που στον γκρίζο τοίχο του φαινόταν καθαρά το παράξενο ρολόϊ με το παλιό Λατινικό ρητό:

"Dum Spectas, Fugit Hora, Carpe Diem."*

-Δεν υπάρχει άλλη στιγμή, παρά αυτή που ζούμε. Αυτό εκεί το ρολόϊ είναι πιό σοφό από τον σοφότερο άντρα, είπε και αμέσως μετέτρεψε την αρχαία ρήση σε ένα ομοιοκατάληκτο τετράστιχο:

-Δες πόσο γρήγορα περνά ο καιρός
ζήσε κάθε ώρα-όσο μπορείς,
στο γέλιο κάθε νέας αυγής
βαδίζει ο Χρόνος σκυθρωπός.

Η Κατερίνα χαμογέλασε βεβιασμένα.

-Αυτή η σοφία είναι τόσο παλιά, όσο και η Κιβωτός του Νώε, είπε και τραβήχτηκε μακριά του. Ο Βιγιόν την ακολούθησε.

-Λοιπόν, άσε να δούμε το αύριο τι θα φέρει. Σήμερα αισθάνομαι σαν παιδί στην χώρα των παραμυθιών. Σήμερα είμαστε αθάνατοι, εγώ και εσύ, εδώ, σ’αυτόν τον κήπο με τα ρόδα, κοιτάζοντας γιά πάντα τα πανάρχαια αστέρια και συζητώντας γιά τα μυστικά του κόσμου.

-Μπορείς να μου πεις ότι θέλεις αύριο, είπε εκείνη, μα ο Βιγιόν διαφώνησε.

-Αλίμονο, όχι! Αύριο θα είμαι θανάσιμα νηφάλιος. Σήμερα είμαι μεθυσμένος με το θεϊκό κρασί των άστρων, της ποίησης και των ρόδων. Τα αστέρια καίνε το μυαλό μου, τα ρόδα μου τρυπάν την σάρκα και οι στίχοι μου γλυκαίνουν την ψυχή. Απόψε σου μιλώ απ’την καρδιά μου.

Η κοπέλα μίλησε και η φωνή της ήταν τόσο σιγανή που μόλις έφτασε στα αυτιά του ερωτευμένου ποιητή.

-Μίλησέ μου λοιπόν απόψε.

Ο Βιγιόν ακούμπησε το χέρι του στο στήθος –στο μέρος της καρδιάς.

-Αν ήταν να πεθάνω αύριο, θα σου έλεγα απόψε μόνο αυτό: σ’αγαπώ. Ξέρω, είναι εύκολη και τετριμένη λέξη, μα η καρδιά μου σπαρταρά καθώς τα χείλη μου την ξεστομίζουν. Κλείνει μέσα της όλα όσα νοιώθω γιά σένα και ηχεί στα αυτιά μου σαν τις καμπάνες της Κόλασης. Οι άνθρωποι είναι τόσο ανόητοι ώστε δεν έχουν παρά μία μόνο λέξη γιά να περιγράψουν χιλιάδες πράγματα, χιλιάδες συναισθήματα -και την χρησιμοποιούν κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, ή οργώνοντας τα χωράφια. Μα εγώ, με ευλάβεια θα την κρατήσω γιά να περιγράψω την άγια φλόγα που ανάβει πότε-πότε ο Ουρανός σε μιά καρδιά γιά κάποια άλλη. Δεν ήξερα η λέξη τι σημαίνει, μέχρι εκείνο το Μαγιάτικο πρωινό που αντίκρυσα το ουράνιο πρόσωπο σου και η σύνεση με εγκατέλειψε σαν άδειο ρούχο, αφήνοντας την καρδιά μου γυμνή. Και τότε, η θεία φλόγα θέριεψε στα στήθη μου και ξεχύθηκε να χαιρετήσει την φλόγα των ματιών σου. Σ’αγαπώ! Αυτό θα σου έλεγα, αν ήταν να πεθάνω αύριο.

Την είχε πλησιάσει πολύ και την κοίταζε με μιά παράφορη λάμψη στα μάτια. Εκείνη του απάντησε χωρίς δισταγμό:

-Αν ήταν να πεθάνεις αύριο, θα σου έλεγα σήμερα αυτό: μιά γυναίκα αγαπάει έναν άντρα γιατί είναι γενναίος, ή όμορφος, ή σόφος, ή ευγενής –γιά χιλιάδες λόγους. Όμως, ο καλύτερος απ’όλους είναι ότι απλά τον αγαπάει, έτσι, χωρίς ποιήματα και χωρίς κανέναν λόγο -γιατί έτσι το θέλησαν οι ουρανοί, γιατί έτσι πρόσταξε η Μάνα-Γη· γιατί τα χέρια του έχουν φτιαχτεί έτσι ώστε να κρατάν σωστά την καρδιά της στις παλάμες.

Τα χέρια των εραστών ήταν πιασμένα σφιχτά το ένα μέσα στο άλλο, τα χείλη τους είχαν σχεδόν συναντηθεί. Μα το άγαλμα του Πάνα χαμογελούσε μέσα στο σκοτάδι με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι κάποιες φορές, τα χείλη των εραστών που πλησιάζουν τόσο πολύ κοντά το ένα στο άλλο, δεν θα συναντηθούν ποτέ.

-Κατερίνα, ψιθύρισε ο Βιγιόν και την τράβηξε κοντά του τρυφερά. Η μεθυστική ευτυχία του έρωτα, κυλούσε σαν αίμα κόκκινο και ζεστό στις φλέβες του ποιητή και τον ξανάφερνε στον κόσμο των ζωντανών.

Μέσα στην μακάρια ευδαιμονία τους, οι δυό ερωτευμένοι δεν πρόσεξαν τα ελαφριά βήματα στην βεράντα -ώσπου μιά φωνή ακούστηκε σαν ατσάλινη λεπίδα μες στην νύχτα· και ήταν η φωνή του Νοέλ ντε Ζολύ.

-Που είναι οι εραστές του χθες; είπε κοροϊδευτικά, καθώς διέσχιζε με βήμα αργό την σκάλα, προς το μέρος του ζευγαριού.

Άγριος θυμός άναψε μες στα στήθη του Βιγιόν, μα τον συγκράτησε.

-Η παρφουμαρισμένη πεταλούδα σου, είπε στην Κατερίνα και στράφηκε περιφρονητικά στον παρείσακτο:

-Πέτα πεταλουδίτσα μακριά, πήγαινε στη φωλιά σου.

Το απαλό πρόσωπο του Νοέλ κοκκίνησε και το λευκό του χέρι ακούμπησε την λαβή του ξίφους του. Έκρυβε μπόλικο κουράγιο κάτω απ’το λιμοκοντόρικο παρουσιαστικό του και φαινόταν να επιζητά μιά τέτοια μονομαχία.

-Άρχοντά μου, θα αναμετρηθώ μαζί σου με τα λόγια ή το ξίφος όποτε και όπου επιθυμείς, μα τώρα θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία.

Ο Βιγιόν γέλασε απειλητικά.

-Όσο έχω σοβαρότερες δουλειές θα γνωρίσεις μονάχα το ραβδί μου. Γιαυτό να το σκεφτείς διπλά πριν ξαναπαίξεις το λιοντάρι μπροστά σε μιά κυρία.

Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν γιά λίγο με μίσος, έτοιμοι να κόψουν ο ένας τον λαιμό του άλλου, όμως η Κατερίνα ακούμπησε μαλακά τον ώμο του Βιγιόν, συγκρατώντας τον.

-Άρχοντά μου, του έχω υποσχεθεί μία συνάντηση, ψιθύρησε στο αυτί του ποιητή. Θα σε δω αργότερα, προτού να φύγεις.

-Θα ξεκινήσουμε στις εννιά, θυμήσου, της είπε σιγανά ο Βιγιόν και συνέχισε σε υψηλότερο τόνο: Μέχρι τότε θα γράψω την διαθήκη μου, κληροδοτώντας χιλιάδες τίποτα σε χιλάδες τιποτένιους, γιά να μπερδέψω τις επόμενες γενιές. Άρχοντα Νόελ, δεχτείτε τα σέβη μου, είπε ειρωνικά και άρχισε να απαγγέλει με χλευασμό:

-Άρχοντα Νόελ, το βόδι λεν·
σαν φίλος, του κληροδοτώ,
καράβι δίχως τα πανιά,
χωράφι δίχως σπιτικό,
βιβλίο λευκό, ρολόϊ λειψό,
ένα θηκάρι αδειανό,
κρεβάτι ξύλινο, μονό,
ένα δαφνόφυλο ξερό,
ένα άδειο πιάτο γιά φαί,
ένα βουβό καμπαναριό,
πριόνι που δεν κόβει πιά·
να βρει στο τίποτα γιατρειά.

Ο Νόελ σήκωσε τους ώμους αδιάφορα και γύρισε την πλάτη στον Βιγιόν. Είχε θυμώσει πολύ, μα ήταν αποφασισμένος να παραμείνει απαθής.

-Τα ίδια θα αφήσεις και σε εμένα; ρώτησε τον ποιητή η Κατερίνα και εκείνος της απάντησε:

-Σε εσένα αφήνω την καρδιά μου –τώρα και γιά πάντα.

Έκανε μεταβολή και χάθηκε μες στο πυκνό σκοτάδι, ευτυχισμένος.

Η Κατερίνα στράφηκε ψυχρά στον Νόελ.

-Λοιπόν; του είπε.

-Σε αναζητώ παντού, εδώ και ώρα, διαμαρτυρήθηκε εκείνος.

Η Κατερίνα τίναξε το κεφάλι και τα μαλλιά της λαμπύρισαν στο φεγγαρόφωτο.

-Ο κόσμος δεν άλλαξε τόσο πολύ, ώστε οι γυναίκες να αναζητούν τους άντρες.

-Έχασα την εύνοιά σου, παραπονέθηκε ο Νόελ, απ’την στιγμή που ένας άγνωστος ήρθε απ’το πουθενά και κάνει τον παλιάτσο στην Αυλή.

Η Κατερίνα του έριξε ένα άγριο βλέμμα.

-Δεν σε μισώ που τον κακολογείς, μα δεν με βοηθάς να σε αγαπώ με αυτόν τον τρόπο.

Ο Νόελ πιάστηκε απ’την λέξη.

-Όμως, με αγαπούσες κάποτε, υποστήριξε.

Τον κοίταξε λυπημένα.

-Παίξαμε με μεγάλα λόγια, όπως παίζουν παιδιά με πολύχρωμες μπάλες. Είναι εύκολο να λες σε κάποιον ‘σ’αγαπώ’ και συχνά πολύ γλυκό –όμως, παρόλα αυτά, οι μπάλες κυλούν στην γωνία και τα παιδιά τις ξεχνούν σαν μεγαλώνουν.

Μία έκφραση λύπης απλώθηκε στο όμορφο πρόσωπο του Νόελ.

-Με έχεις ξεχάσει πιά; την ρώτησε.

Η Κατερίνα τραβήχτηκε μακριά του και οι αχτίδες του φεγγαριού μπήκαν ανάμεσά τους.

-Η καρδιά μου ήταν μπουμπούκι μιά εβδομάδα πριν –και τώρα άνθισε.

Ο Νόελ τίναξε τα χέρια του με απελπισία.

-Έλεος, Θεέ μου! Τι έχει εκείνος περισσότερο, γιά να με αρνηθείς; Ιππεύει ένα άλογο καλύτερα; Ή κυνηγάει καλύτερα με το γεράκι; Μονομαχεί καλύτερα; Παίζει καλύτερα λαούτο; Είναι καλύτερος χορευτής, ή πότης, ή στρατιώτης; Σε καμμία περίπτωση! Και αρχίζω να πιστεύω ότι δεν σε αγαπάει όσο εγώ!

Η Κατερίνα, κουρασμένη απ’την λογομαχία, άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της βεράντας. Στο κεφαλόσκαλο, στάθηκε και του είπε:

-Όταν ένας άντρας έρχεται στην Αυλή, είναι ευτυχία να είσαι γυναίκα. Θα το μάθεις κάποτε αυτό άρχοντα Νόελ –όταν γίνεις άντρας.

Ο Νόελ της απάντησε:

-Δεν είναι δα πολύ αντρείκιο να είσαι ο ευνοούμενος του βασιλιά. Εκείνοι που μεγάλα λόγια λένε, λίγο συνήθως αξίζουν. Η παλιά αγάπη διαρκεί περισσότερο απ’τους ενθουσιασμούς.

Η Κατερίνα τον κοίταξε βλοσυρή.

-Μιλάς σαν την Σφίγγα, μα εγώ είμαι άμαθη στα αινίγματα. Έχε γειά, είπε και μπήκε στο παλάτι.

Ο Νόελ την ακολούθησε με το βλέμμα, μέχρι που χάθηκε.

-Γιατί αρέσουν στις γυναίκες τα ρεμάλια; αναρωτήθηκε με παράπονο. Ας είναι, συμπλήρωσε μονολογώντας. Υπάρχουν και άλλες γυναίκες στο παλάτι και ένας συνετός άντρας θα έκανε διαφορετική επιλογή.

Στο μαρμάρινο τραπέζι ήταν ακουμπισμένη μιά κανάτα με κρασί και μερικά ποτήρια. Ο Νόελ ήπιε μία κούπα, προσπαθώντας να παρηγορηθεί. Ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον καλούσε το καθήκον, μα παρέτεινε γιά λίγο την παραμονή του στον κήπο.

-Θα εκδικηθώ, μονολόγησε. Αν ο αστρολόγος μου παίξει καλά τον ρόλο του και πείσει τον ανόητο βασιλιά γιά την κακή μαγεία του Κόμη του Μοντκορμπιέ, όλα θα αλλάξουν.

Έκανε μιά αναδρομή στα γεγονότα της τελευταίας βδομάδας. Αν και η Κατερίνα τον είχε αρνηθεί, η Ουγέτ είχε σταθεί καλή μαζί του και το Χρυσό Κουπί είχε βρει έναν τακτικό πελάτη στο πρόσωπο του ντελικάτου αυλικού. Ήταν η Ουγέτ εκείνη που, ακούγοντας τα παράπονά του γιά τον Μεγάλο Αυλάρχη, είχε καταστρώσει αυτό το έξυπνο σχέδιο, το βασισμένο στις προλήψεις του βασιλιά, συστήνοντάς του έναν καινούριο αστρολόγο, που θα έλεγε στον Λουδοβίκο ότι ακριβώς ήθελε ο άρχοντας Νόελ. Το σχέδιο φάνηκε τέλειο στον Νόελ, που εμπιστεύτηκε στην Ουγέτ το σύνθημα γιά να βάλει τον αστρολόγο στο παλάτι το ίδιο βράδυ.

Καθώς ήταν βυθισμένος στους συλογισμούς του, μιά φιγούρα με ράσο προσκυνητή τον πλησίασε αθόρυβα και στάθηκε γιά λίγο, παρατηρώντας τον. Μόνο ο Πάνας μπορούσε να δει το πρόσωπο κάτω απ’την κουκούλα –ένα γυναικείο πρόσωπο με λαμπερά μάτια, πλαισιωμένα από έναν χείμαρο χρυσών μαλλιών. Όταν η κοπέλα είδε τον Νόελ, φόρεσε στο πρόσωπό της μία μάσκα, τον πλησίασε αθόρυβα και τον άγγιξε στον ώμο.

Ο Νόελ γύρισε ξαφνιασμένος και άντίκρυσε –όπως πίστευε- έναν μασκαρά προσκυνητή.

-Μπορώ να σας προσφέρω ένα κομποσχοίνι; τον ρώτησε η Ουγέτ, με βαριά, αγνώριστη φωνή.

Ο Νόελ της απάντησε ενοχλημένος:

-Τράβα τον δρόμο σου προσκυνητή. Δεν έχω διάθεση γιά χωρατά.

Σηκώθηκε να φύγει, μα ο επίμονος προσκυνητής τον ακολούθησε.

-Έχετε μήπως όρεξη γιά γυναικεία παρέα;

Ο Νόελ σταμάτησε απότομα.

-Θα μου την ικανοποιήσεις εσύ, προσκυνητή; Περιμένω μιά γυναίκα.

Η επιμονή του προσκυνητή δεν καμφθηκε.

-Είναι ψηλή ή κοντή, νέα ή γριά, ξανθιά ή μελαχροινή, γλυκιά ή ξινή;

Ο Νόελ απάντησε παιγχνιδιάρικα:

-Έχει τα χρώματα του χαμαιλέοντα, την ηλικία του αρχαίου κόσμου, το ύψος της καρδιάς κάθε άντρα και είναι γλυκόπικρη σαν το κυδώνι.

Η κοπέλα έβγαλε την μάσκα και τράβηξε πίσω την κουκούλα.

-Έχει το ύψος, την χάρη, τα χρόνια και την γεύση μου;

Ο Νόελ έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς.

-Καλωσήρθες μάγισσα, φώναξε, γιατί μαζί σου φέρνεις την πιό όμορφη αγάπη του κόσμου.

Άνοιξε την αγκαλιά του να την υποδεχθεί, μα εκείνη αρνήθηκε ευγενικά.

-Σώπα! Δεν είμαι τώρα μιά πιστή της Αφροδίτης, μα ένας συνομότης σκοτεινός. Γυρίζει ο κόσμος σαν τροχός κεραμοποιού, δίνοντας σχήμα στον πηλό των σκοτεινών σχεδίων μας. Ο μάγος ήρθε γιά τον βασιλιά. Ο Λουδοβίκος θάρθει;

Ο Νόελ αποκρίθηκε με σιγουριά:

-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Διψάει γιά την σοφία των άστρων. Ο μάγος σου ξέρει το μάθημά του;

-Είναι άψογος μαθητής. Όταν είσαι έτοιμος, κράξε σαν κουκουβάγια τρεις φορές και ένας φίλος θα στον φέρει. Θα συκοφαντήσει τον Μεγάλο Αυλάρχη, θα παινέψει τον Τριστάν και τον Ολίβιε και θα εξυμνήσει την χάρη του Νοέλ λε Ζολύ.

Ο Νόελ χαμογέλασε μοχθηρά.

-Τότε θα γίνω ο άρχοντας του κάστρου και εσύ θα πάρεις δώρο ένα ολόχρυσο περιδέραιο, με μαργαριτάρια τόσο μεγάλα, όσο τα δάκρυα παρθένας.

Ο Νόελ δεν αντιλήφθηκε τον χλευασμό στα λόγια της Ουγέτ, καθώς του απαντούσε με υποκριτική ευγένεια:

-Ξέρεις πως να κερδίζεις μιά γυναίκα.

-Δόξα τον Θεό, δεν είμαι ένας φτηνός έμπορος στίχων, είπε ο Νόελ. Πληρώνω τους λογαριασμούς μου.

Πήρε την Ουγέτ στην αγκαλιά του και προσπάθησε να την φιλήσει, όμως εκείνη τον απέφυγε με μαεστρία.

-Θα σε φιλήσω μόλις τελειώσουμε, του είπε.

Ο Νόελ θα είχε επιμείνει, μα εκείνη ακριβώς την στιγμή το μεγάλο ρολόϊ του πύργου χτύπησε το μισάωρο και του θύμισε πως τον περίμενε ο βασιλιάς.

-Είσαι γενημένη πολιτικός, της είπε σιγά. Με περιμένει ο βασιλιάς.

Άνοιξε την πόρτα του πύργου και στάθηκε γιά λίγο, κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη την κοπέλα, που του χαμογελούσε σκανδαλιάρικα. Ύστερα, μπήκε στο παλάτι, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Αμέσως η έκφραση της Ουγέτ άλλαξε. Το πρόσωπό της γέμισε περιφρόνηση γιά τον αριστοκράτη εραστή της.

-Φουκαριάρικο, χαζό, φαντασμένο παγώνι, βρυχήθηκε. Ύστερα η οργή της εξατμίστηκε, καθώς η σκέψη ενός άλλου άντρα ήρθε στο μυαλό της και το όνομά του φλόγισε τα χείλη της.

-Ο κόσμος είναι ξινός σαν σάπιο πορτοκάλι από τότε που έφυγε ο Φρανσουά, ψιθύρησε με λύπη.

Ξαναφόρεσε την μάσκα και η ματιά της έπεσε στο λαούτο που είχε αφήσει ο Βιγιόν στο μαρμάρινο κάθισμα. Το πήρε και άρχισε να παίζει έναν μελαγχολικό σκοπό, σιγομουρμουρίζοντας τους στίχους του ποιητή:

-Κόρες του πόθου, μία και όλες, με ωραία πρόσωπα απαλά...

Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Βιγιόν ζαλισμένος από τις απογευματινές εξελίξεις, μπήκε στον κήπο και αντίκρυσε την ρασοφορεμένη φιγούρα να κάθεται στο μαρμάρινο παγκάκι. Αμέσως το μυαλό του πήγε στους δυό προσκυνητές που αντάλασαν χαιρετισμούς στην παράξενη διάλεκτο της Αδελφότητας των Κοχυλιών.

-Να ένας ακόμα προσκυνητής, σκέφτηκε αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο. Διέσχισε γρήγορα τον κήπο και χαιρέτησε τον ρασοφόρο.

-Γειά σου μικρέ αδερφέ.

Η Ουγέτ σηκώθηκε και του απάντησε πειραχτικά:

-Γειά σου και σένα μικρή αδερφή.

-Γιατί με λες μικρή αδερφή; την ρώτησε έκπληκτος ο Βιγιόν.

Ο μασκοφορεμένος προσκυνητής απάντησε ζωηρά:

-Αν εγώ είμαι αδερφός σου, τότε εσύ πρέπει να είσαι η αδερφή μου. Όμως, είσαι μακριά απ’το εκκλησίασμα.

-Θα σε πείραζε να μου δώσεις μερικές απαντήσεις;

-Θα σου πω μονάχα καληνύχτα, του είπε και γύρισε να φύγει, μα εκείνος την άρπαξε απ’το μπράτσο.

-Δεν θα μου γυρίσεις την πλάτη πριν δω το πρόσωπό σου, της απάντησε αποφασιστικά.

Πριν η κοπέλα προλάβει να αντισταθεί της τράβηξε την μάσκα. Έκπληκτος, αντίκρυσε το όμορφο γνώριμο πρόσωπο της Ουγέτ και ασυναίσθητα φώναξε το όνομά της. Η κοπέλα εμείνε ακίνητη γιά μιά στιγμή και έπειτα πλησίασε κοντά του.

-Ποιός είσαι; τον ρώτησε απότομα.

Αντί γιά απάντηση, ο Βιγιόν έβγαλε με την σειρά του την μάσκα.

Η Ουγέτ τον κοίταξε προσεκτικά χωρίς στην αρχή να τον αναγνωρίζει, μα σε μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια της φωτίστηκαν και τον άρπαξε στην αγκαλιά της με μία χαρούμενη κραυγή.

-Φρανσουά, κατεργαράκο, που ήσουν αυτόν όλο τον καιρό; Έλεγαν πως είσαι εξορία. Πόσο γεναίος είσαι! Από που έκλεψες τόση μεγαλοπρέπεια; Σουφρώνεις πορτοφόλια; Ξεπουπουλιάζεις τα κορόϊδα;

Ο Βιγιόν αγνόησε τις ερωτήσεις της.

-Τι κάνεις εδώ Ηγουμένη;

-Ο αφελής δανδής Νόελ λε Ζολύ μου χάρισε την εύνοιά του αυτήν την εβδομάδα και του έχω ετοιμάσει ένα κάζο που θα κάνει χρόνια να ξεχάσει. Φίλησέ με, τον παρότρυνε φέρνοντας το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό του. Όμως ο Βιγιόν τραβήχτηκε πίσω.

-Θα έπρεπε να κρατάς τα φιλιά σου γιά τον ευγενικό Νόελ.

Η Ουγέτ τον έσπρωξε οργισμένη.

-Όταν τριβόσουν πάνω μου σαν γάτος και πετάριζες γύρω μου σαν σπουργίτι, δεν ήσουν τόσο σοβαρός. Σε μάγεψε καμμιά αριστοκράτισσα; Σκεπάζεσαι μονάχα με μετάξι και ντύνεσαι μες στα βελούδα; Ε, βέβαια, αν το κοχύλι είναι γλυκό, το όστρακο τι να το κάνεις; Γιατί, αλοίμονο, να σε αγαπήσει μιά γυναίκα;

Ο Βιγιόν δεν έδωσε σημασία στο ξέσπασμά της, μα επανέλαβε την ερώτησή του απτόητος:

-Ουγέτ, τι δουλειά έχεις εδώ;

Ο θυμός της κοπέλας ήταν σύντομος, σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Ήρθε ξανά κοντά του και τον αγκάλιασε.

-Η καρδιά μου δεν μπορεί να σου αρνηθεί καμμία χάρη. Ο Ρενέ ντε Μοντινύ σκάρωσε ένα θαυμάσιο παιγχνίδι και εσύ δεν ήσουν εκεί να πάρεις μέρος.

-Τι παιγχνίδι; ξαναρώτησε ο Βιγιόν.

-Αυτός ο βλάκας ο Νοέλ δασκαλεμένος από εμένα έπεισε τον βασιλιά να δει έναν καινούριο αστρολόγο σήμερα το βράδυ, εδώ, στον κήπο με τα ρόδα. Ο Νόελ πιστεύει ότι ο αστρολόγος θα συμβουλέψει τον βασιλιά να διώξει απ’το παλάτι τον Αυλάρχη και να διορίσει στη θέση του την αφεντιά του, μα οι σύντροφοι της Αδελφότητας έχουν άλλα σχέδια. Μόλις ο βασιλιάς πέσει στα νύχια μας, θα τον βγάλουμε κρυφά απ’το Παρίσι και θα τον πουλήσουμε στους Βουργουνδούς.

Ο Βιγιόν κράτησε την ανάσα του.

-Σπουδαίο σχέδιο, είπε, αλλά ποιός θα υποδυθεί τον αστρολόγο;

-Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, απάντησε η κοπέλα, που παριστάνει τον νεκρό, αλλά περιμένει μιά ευκαιρία γιά να εκδικηθεί.

Ο Βιγιόν αναπήδησε στο άκουσμα του νέου αυτού και μετά θυμήθηκε τα λόγια της Κατερίνας.

-Άρα ήταν πράγματι αυτός! μονολόγησε.

Η Ουγέτ συνέχισε την ιστορία της.

-Ο Νόελ θα μας δώσει σήμα με ένα τριπλό κρώξιμο κουκουβάγιας.

Ο Βιγιόν σκεφτόταν τόσο γρήγορα, που, μετά βίας την άκουγε.

-Αυτή η ιστορία με τον αστρολόγο μπορεί να με ωφελήσει πολύ. Πραγματικά απίθανη εξέλιξη –μία στο εκατομμύριο, μονολόγησε, βηματίζοντας νευρικά στο γρασίδι. Αν κλείσω τα μάτια και βουλώσω τα αυτιά, ο καλός Τιμπώ θα πάει απόψε τον Λουδοβίκο στον Βουργουνδό και έτσι δεν θα με κρεμάσει αύριο.

Η κοπέλα τον ακολούθησε τραβώντας του το μανίκι.

-Τι μουρμουρίζεις εκεί;

Ο Βιγιόν συνέχισε να βηματίζει μονολογώντας:

-Αν στο μεταξύ οι Βουργουνδοί κόψουν τον λαιμό του μπάρμπα-Λουδοβίκου, η Γαλλία θα έχει γλυτώσει από έναν ανίκανο και βλάκα βασιλιά και εγώ θα είμαι ελεύθερος να παντρευτώ την Κατερίνα, να κρατήσω το Παρίσι, να γίνω ηγεμόνας της Γαλλίας...

-Φρανσουά, μίλησέ μου, είπε η Ουγέτ, μα εκείνος δεν την άκουσε.

-Θα είμαι τρελός αν αφήσω τέτοια ευκαιρία να γλιστρήσει μέσα απ’τα χέρια μου. Από την άλλη όμως, έχω δώσει όρκους πίστης, τιμής και αξιοπρέπειας στην δέσποινά μου.

Η Ουγέτ στάθηκε μπροστά του σταματώντας τον αδιάκοπο βηματισμό.

-Φρανσουά! Φρανσουά!

-Ναι, μικρή μου;

-Τι σε νοιάζει εσένα τι θα κάνουν τον χαζοβασιλιά;

-Ηγουμένη, θέλω κομμάτι απ’την πίτα. Γιά χάρη του παλιού καιρού, θα κρατήσεις ένα μυστικό;

Η κοπέλα τον κοίταξε με λατρεία.

-Η επιθυμία σου είναι διαταγή.

-Θα λάβω μέρος σε αυτήν την επιχείρηση. Είμαι ο Βασιλιάς των Κοχυλιών και επιστρέφω στο πόστο μου. Δώσε μου το ράσο και θυμήσου, ούτε λέξη στην Αδελφότητα. Θέλω να κάνω έκπληξη στον Τιμπώ.

Της έβγαλε το ράσο και μπροστά του εμφανίστηκε η παλιά Ουγέτ, με την γνώριμη πράσινη φορεσιά της.

-Κρύψου πίσω απ’τα ρόδα μέχρι να αρχίσουν τα παιγχνίδια, της είπε.

-Αγαπημένε μου Φρανσουά, απάντησε η κοπέλα λιγωμένα και εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.

Ο Βιγιόν την κοίταξε να απομακρύνεται και μονολόγησε:

-Αυτή η κοπέλα είναι γρήγορη σαν λαγός και βλάκας με πατέντα.

Ύστερα την έβγαλε απ’το μυαλό του και καταπιάστηκε με τον μεγάλο γρίφο.

-Πως θα κουμαντάρω τα πράγματα; Από την μιά μεριά της ζυγαριάς, δόξα μεγάλου βασιλιά· από την άλλη, η τιμή ενός φτωχού ποιητή. Βασιλιάς, ζητιάνος, ζητιάνος, βασιλιάς...

Σώπασε γιά λίγο ζυγίζοντας τις πιθανότητες. Στο κάτω-κάτω δεν χρωστούσε καμία χάρη στον Λουδοβίκο. Τον είχε χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτα σε αυτό το ξεδιάντροπο παιγχνίδι. Τον βασάνιζε με ένα άπιαστο όνειρο. Και, εάν δεν κατάφερνε να κερδίσει την καρδιά της Κατερίνας, το επόμενο απόγευμα θα ήταν κρεμασμένος στην πλατεία του Παρισιού με την γλώσσα έξω και τα κοράκια θα του έτρωγαν τα μάτια. Δεν είχε παρά να αφήσει τον Τιμπώ να κάνει την δουλειά του και θα έμενε αυτός, μόνος και αδιαφιλονίκητος άρχοντας του Παρισιού, χωρίς τον φόβο κάποιας τιμωρίας και, βασιζόμενος στην αγάπη του λαού στο πρόσωπό του, θα προσπαθούσε να οικοδομήσει ένα βασίλειο χωρίς βασιλιά –μιά δημοκρατία στα πρότυπα της Ρωμαϊκής. Τεράστια προοπτική.

-Γιατί όχι; αναρωτήθηκε, μα αμέσως μετά άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε ότι έδωσε τον λόγο του, ότι είχε ορκιστεί αφοσίωση σε αυτόν τον αλόκοτο βασιλιά που έπαιζε μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι, μα που του είχε δώσει ωστόσο την δυνατότητα να διεκδικήσει την εκλεκτή της καρδιάς του κατά την διάρκεια αυτής της ονειρικής εβδομάδας. Είχε δώσει τον λόγο του. Αυτό ίσως να μην σήμαινε τίποτα γιά αυτόν οχτώ μέρες πριν, όταν ζούσε με το στιλέτο στο χέρι στην Αυλή των Θαυμάτων, όπου ήταν προσόν να είναι κάποιος καλός ψεύτης όσο και επιδέξιος πορτοφολάς και ένα καλό ψέμα ήταν σχεδόν ισάξιο με μιά πετυχημένη κλοπή. Μα τις τελευταίες εφτά μέρες, η ζωή του είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό νόημα, μιά άλλη προοπτική μέσα απ’τα μάτια της Κατερίνας και αυτό που ήταν μέχρι χτες φυσιολογικό, τώρα του φαίνοταν αδιανόητο. Επαναλάμβανε συνεχώς το όνομά της σαν προσευχή ενάντια στον πειρασμό και η καρδιά του δυνάμωνε από το ξόρκι.

Πλησίασε την πόρτα του πύργου, όταν εκείνη άνοιξε απότομα και ο Βιγιόν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Νόελ λε Ζολύ, που πάγωσε στην θέα του αντιπάλου του –όμως ο Βιγιόν τον έπιασε απ’τον ώμο. Ο φτωχός λιμοκοντόρος ήταν αρκετά γενναίος ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν δόλωμα γιά τον Τιμπώ ντε Ωσινύ.

-Άρχοντα Νόελ, είπε, έχω μερικά πράγματα να σου πω στο αυτί. Τον τράβηξε μέσα στον πύργο και άρχισε να του μιλάει βιαστικά. Ο Νόελ λε Ζολύ πάγωσε στο άκουσμα των λέξεων του Βιγιόν και χιλιάδες σκέψεις πέρασαν μονομιάς απ’το μυαλό του. Ύστερα τον άφησε στο σκοτάδι του πύργου και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δωμάτιο του βασιλιά. Ο Νόελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον κήπο, έκπληκτος απ’τα παράξενα νέα που του είχε μεταφέρει ο ποιητής. Έβαλε τα χέρια του στο στόμα και έκραξε τρεις φορές σαν κουκουβάγια, αφήνοντας μικρές παύσεις ανάμεσα στις κραυγές. Μετά ανέβηκε τρέχοντας την στενή σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του βασιλιά με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.







ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ





*Όσο κοιτάς η ώρα περνά, άδραξε την μέρα.