ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: ΕΝΑΣ ΑΔΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ.

Ο ψευτοβασιλιάς σηκώθηκε όρθιος με ένα γρήγορο σάλτο που δεν θύμιζε καθόλου τις νωθρές κινήσεις του Λουδοβίκου. Σκασμένος στα γέλια, τράβηξε την βελούδινη κουκούλα του και στάθηκε περιπαιχτικά μπροστά στον Τιμπώ. Εκείνος κοίταξε άναυδος τον Φρανσουά Βιγιόν, που τον είχε νικήσει γιά δεύτερη φορά.

-Λοιπόν καλέ μου φίλε, τι σου είπε ο αστρολόγος; τον ρώτησε ο Λουδοβίκος με μιά θανάσιμη ηρεμία στην φωνή.

-Πράματα και θάματα, Μεγαλειώτατε. Είχα καιρό να γελάσω τόσο πολύ, του απάντησε ο Βιγιόν, δείχνοντας τον σαστισμένο γίγαντα –όμως ο Τιμπώ συνήρθε γρήγορα απ’το σοκ. Είχε χάσει την μάχη, μα ήταν αποφασισμένος να πάρει την εκδίκησή του.

-Δεν θα γελάς γιά πολύ, ούρλιαξε και ξεχύθηκε προς το μέρος του Βιγιόν με το στιλέτο στο χέρι.

Η πρασινοντυμένη φιγούρα της Ουγέτ έσκισε σαν βέλος το σκοτάδι και αγκάλιασε τον ποιητή, βγάζοντας μιά δυνατή κραυγή. Το κοφτερό μαχαίρι του Τιμπώ χώθηκε βαθιά μες στα πλευρά της. Ο γίγαντας, ξέφυγε βλαστημώντας από τους στρατιώτες που πήγαν να τον σταματήσουν και εξαφανίστηκε πίσω απ’τα δέντρα. Ο Νόελ λε Ζολύ τον πήρε στο κατόπι με το σπαθί στο χέρι, ακολουθούμενος από μερικούς λογχοφόρους. Ο Βιγιόν έσκυψε πάνω απ’την κοπέλα και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα που έτρεχε ποτάμι πάνω στο πράσινο γιλέκο της – μα εκείνη τον σταμάτησε με μιά κίνηση του χεριού της.

-Άδικος κόπος Φρανσουά• έχω ξοφλήσει, ψέλισε αδύναμα.

Ο Ολιβιέ έσπευσε στο πλευρό της, εξετάζοντας το τραύμα με την επαγγελματική ματιά του βασιλικού θεραπευτή. Ο Βιγιόν τον κοίταξε ερωτηματικά. Εκείνος σήκωσε τους ώμους και κούνησε θλιμένα το κεφάλι. Ο Βιγιόν ήξερε ότι το τραύμα ήταν θανάσιμο και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Σήκωσε την Ουγέτ προσεκτικά και την απόθεσε στο μαρμάρινο παγκάκι, ενώ η κόκκινη κηλίδα στο γιλέκο της μεγάλωνε.

-Κουράγιο Ηγουμένη, της ψιθύρησε με την καρδιά γεμάτη πόνο και μονολόγησε:

-Τι άδικο, να πεθάνει αυτή γιά μένα!

Τα χέρια της κοπέλας σφίχτηκαν γύρω απ’τον λαιμό του και τα χλωμά της χείλη μισανοίξανε. Πλησίασε το πρόσωπό του πιό κοντά στο δικό της, γιά να ακούσει την αδύναμη φωνή της.

-Είναι παράξενο Φρανσουά. Πίστευα πάντα πως θα πεθάνω στο κρεβάτι. Να που τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Δως μου να πιώ.

-Λίγο νερό, είπε ο Βιγιόν στο Ολιβιέ, που στεκόταν παράμερα, με το λυπημένο ύφος του γιατρού που ξέρει ότι δεν μπορεί πιά να βοηθήσει.

-Όχι νερό, είπε η Ουγέτ. Κρασί. Το προτιμούσα σε όλη μου την ζωή και είναι λίγο αργά να αλλάξω γούστα.

Ο Ολίβιε γέμισε μιά κούπα και την πλησίασε στα χείλη της κοπέλας, μα εκείνη τον σταμάτησε με ένα αδύναμο νεύμα.

-Φρανσουά, δως μου εσύ να πιώ.

Ο Βιγιόν πήρε την κούπα από τα χέρια του κουρέα και την έφερε στα χείλια της ετοιμοθάνατης κοπέλας. Η δυνατή γεύση του κρασιού την συνέφερε γιά μιά στιγμή και στάθηκε στα πόδια της στηριγμένη στον ώμο του ποιητή.

-Στην υγειά σου Φρανσουά, είπε και πήρε το ποτήρι. Είναι πολλές οι αμαρτίες μου υποθέτω. Τι λες, θα με λυπηθεί ο Θεός;

Ο Βιγιόν έπνιξε έναν βαθύ αναστεναγμό αμφιβολίας, που συνόψιζε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και προσπάθησε να την παρηγορήσει με λόγια που ήχησαν πειστικά ακόμα και στα ίδια του τα αυτιά.

-Ο Θεός είναι πανάγαθος, Ουγέτ και συγχωρεί.

Το κεφάλι της έγειρε βαρύ στους ώμους του.

-Πάντα ήσουν αισιόδοξος, του είπε πικρά. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του ψιθύρησε:

-Έχω δώσει σε πολλούς άντρες το κορμί μου, μα η καρδιά μου ανήκει σε εσένα. Φίλησέ με στα χείλη.

Ο Βιγιόν την κοίταξε σαστισμένος. Είχε ορκιστεί να περιμένει το φιλί της αγαπημένης του, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί την επιθυμία της ετοιμοθάνατης κοπέλας που τον είχε τόσο αγαπήσει και την είχε αγαπήσει και αυτός με τον δικό του, παράξενο τρόπο. Έσκυψε να την φιλήσει, μα εκείνη ξέφυγε απ’την αγκαλιά του και άρχισε να τραγουδάει λυπημένα τους στίχους που της είχε αφιερώσει.

-Κόρες του πόθου, μία και όλες...

Ύστερα, έκλεισε τα μάτια με έναν στεναγμό και τραγούδησε τον τελευταίο στίχο.

-Δώσε μου ένα τελευταίο φιλί, προτού η αγάπη φύγει μακριά.

Έγειρε το κεφάλι με ένα δυνατό γέλιο. Ύστερα, με έναν αναστεναγμό, σωριάστηκε στο χώμα. Ο Βιγιόν κοίταξε το όμορφο πρόσωπό της και κατάλαβε πως είχε πιά πεθάνει –και μαζί της είχαν πεθάνει οι καλύτερες στιγμές της προηγούμενης ζωής του.

Ο Ολίβιε, υπακούωντας στο νεύμα του βασιλιά, σήκωσε το άψυχο σώμα της κοπέλας, το σκέπασε με τον μανδύα του και το ακούμπησε μαλακά πάνω σε δύο σταυρωμένες λόγχες. Σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίστηκε ο Νόελ λε Ζολύ με το σπαθί του βουτηγμένο στο αίμα.

-Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ είναι νεκρός Μεγαλειώτατε, είπε. Τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια.

Ύστερά, η ματιά του έπεσε στο νεκρό σώμα της κοπέλας και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Βιγιόν πήγε κοντά του και τον ακούμπησε στον ώμο.

-Την αφήνω στα χέρια σου, του είπε. Νομίζω ότι είχε μιά θέση στην καρδιά σου όσο ζούσε. Φρόντισε να έχει μιά χριστιανική κηδεία.

Ο Νόελ έσκυψε το κεφάλι και ακολούθησε σιωπηλός τους στρατιώτες που μετέφεραν το σώμα της κοπέλας. Στον κήπο έμειναν ο Λουδοβίκος, ο Βιγιόν, ο Τριστάν, ο Ολίβιε και οι πέντε αιχμάλωτοι ληστές, κάτω απ’το άγρυπνο βλέμμα των στρατιωτών, που τους φρουρούσαν με τις λόγχες στα χέρια. Είχαν βγάλει τα ράσα και κοιτάζαν έντρομοι τον Λουδοβίκο και τον Μεγάλο Αυλάρχη του. Ο Βιγιόν κοίταξε σιωπηλός την νεκρική πομπή που απομακρυνόταν. Μέσα στο μυαλό του γινόταν ένας άγριος πόλεμος. Παράξενες αναμνήσεις βασάνιζαν αλύπητα τον νου του και άρχισε να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Ψέλισε τρέμοντας το όνομα της Κατερινάς, σαν προσευχή.


ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΠΙΣΤΟΣ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ;

Ο κήπος ήταν έρημος και σιωπηλός σαν περίβολος εκκλησίας. Ακουγόταν μόνο το θρόϊσμα των φύλων στον απαλό αέρα και οι αραιές κραυγές από τις κουκουβάγιες. Μέσα στην σιγαλιά της νύχτας έξι μυστηριώδεις ρασοφορεμένες φιγούρες ξεπρόβαλαν απ’τις σκιές και συγκεντρώθηκαν μπροστά στο άγαλμα του Πάνα. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμένα με κουκούλες και φορούσαν από ένα κοχύλι στο στήθος. Πρώτος μίλησε ένας γεροδεμένος, γιγαντόσωμος άντρας που έμοιαζε να είναι ο αρχηγός τους και η φωνή του ήταν η φωνή του Τιμπώ ντε Ωσινύ.

-Είμαστε όλοι εδώ; ρώτησε.

Ένας προσκυνητής με την φωνή του Ρενέ ντε Μοντινύ του απάντησε:

-Ναι, και είμαστε έτοιμοι να κόψουμε το βασιλικό ρόδο.

Ένας θόρυβος ακούστηκε από το μάνταλο της πόρτας του πύργου και ο Τιμπώ τραβήχτηκε αμέσως στην σκιά.

-Προσοχή, είπε στους συντρόφους του και οι τέσερεις από αυτούς κρύφτηκαν στο σκοτάδι. Παρέμειναν μόνο ο Τιμπώ και ο Ρενέ, που φόρεσαν τις μάσκες και κάρφωσαν το βλέμμα τους στην πόρτα του πύργου. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Νόελ λε Ζολύ, συνοδευόμενος από μιά σκυφτή φιγούρα, ντυμένη με μαύρη βελουδένια κάπα. Τα μάτια των συνομωτών άστραψαν με αδημονία.

-Είναι εκεί ο αστρολόγος; ρώτησε ο Νοέλ.

Ο Ρενέ απάντησε με ενθουσιασμό, όπως πραγματευτής που διαλαλεί το εμπόρευμά του:

-Μάλιστα κύριε. Είναι ο καλύτερος του κόσμου. Διαβάζει τα άστρα σαν τις παλάμες των χεριών του. Ξέρει τα μυστικά των μάγων της Βοημίας, κατέχει την αρχαία γνώση των Αιγυπτίων και την σοφία των Αράβων.

Σε αυτά τα λόγια του Ρενέ, η μαυροντυμένη φιγούρα με μιά μεγαλόπρεπη χειρονομία αποδέσμευσε τον Νόελ, που υποκλίθηκε με σεβασμό και επέστρεψε στον πύργο. Ο βασιλιάς έγνεψε στον γιγαντόσωμο προσκυνητή και ο Τιμπώ τον πλησίασε αθόρυβα. Όταν έφτασε δίπλα του τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’τον λαιμό, ενώ με το άλλο τράβηξε απ’το ράσο του ένα στιλέτο. Εκείνος πάλεψε γιά λίγο να ξεφύγει, έκαν μιά προσπάθεια να φωνάξει, μα η λαβή ήταν τόσο δυνατή που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

-Μεγαλειώτατε, του γρύλισε στο αυτί ο Τιμπώ, κρατάω στα χέρια μου την ζωή σου. Μην βγάλεις άχνα γιατί θα πεθάνεις.

Πίεσε την μύτη του στιλέτου στον λαιμό του βασιλιά και του χαμογέλασε απειλητικά.

-Είμαι ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, που με είχες γιά πεθαμένο –μα εγώ γύρισα γιά να σε εκδικηθώ.

Με αυτές τις λέξεις, οι σύντροφοι του Τιμπώ βγήκαν απ’τις κρυψώνες τους και κύκλωσαν τους δύο άντρες.

-Πιάστηκες στην φάκα σαν ποντίκι, συνέχισε ο Τιμπώ. Γιαυτό σώπα, όσο είσαι ακόμα ζωντανός. Μιά μόνο λέξη και θα βρεθείς στα θυμαράκια. Από αυτή την στιγμή είσαι αιχμάλωτος των Βουργουνδών.

Ο βασιλιάς ανατρίχιασε σαν να είχε δεχτεί καμτσικιές στην πλάτη. Τα χέρια του μάταια πάλευαν να λύσουν την τρομερή λαβή του Τιμπώ, μέχρι που εκείνος τον έσπρωξε μακριά γεμάτος περιφρόνηση. Ο βασιλιάς σωριάστηκε στο χώμα, σαν άδειο σακί.

-Μα πως μπορεί ένας βασιλιάς να είναι τόσο δειλός; Δεν θα σε πειράξω αν κάνεις ότι σου πω.

Η μαυροντυμένη φιγούρα διπλώθηκε στα δύο με λυγμούς. Ο Τιμπώ βρυχήθηκε άγρια, γεμάτος αηδία:

-Σταμάτα να κλαψουρίζεις.

Ο Ρενέ, που παρακολουθούσε προσεκτικά τις κινήσεις του αιχμαλώτου, τον διέκοψε:

-Τιμπώ, αυτός μοιάζει σαν να γελάει.

Ο Τιμπώ έβγαλε μιά κραυγή έκπληξης και έσκυψε πάνω από τον διπλωμένο άντρα, ο οποίος άρχισε πράγματι να γελάει με την καρδιά του. Τότε η πόρτα του πύργου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τριστάν.

-Ο βασιλιάς, φώναξε με βροντερή φωνή.

Σε μιά στιγμή ο κήπος γέμισε με στρατιώτες της βασιλικής φρουράς που ακινητοποίησαν τους συνομώτες με τις λόγχες τους, ένω μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους εμφανίστηκε ο βασιλιάς Λουδοβίκος στο άνοιγμα της πόρτας, με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του.






ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ