ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΟΥΣ.

Ένα άγγιγμα στον ώμο διέκοψε την ρομαντική ονειροπόληση του Βιγιόν.

Στράφηκε ξαφνιασμένος και αντίκρυσε την σκοτεινή φιγούρα του βασιλιά, που τον κοίταζε με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπο.

-Καλημέρα Μεγάλε Αυλάρχη, είπε ο Λουδοβίκος και καθώς ο Βιγιόν γονάτιζε με σεβασμό, τον ρώτησε:

-Είναι καλή η γεύση της εξουσίας;

-Ευγενικέ άρχοντα, γονατιστός ευχαριστώ την Μεγαλειώτητά σας, αποκρίθηκε ο Βιγιόν.

-Ανοησίες αγαπητέ μου, απλώς διασκεδάζω τον εαυτό μου. Άλλωστε με μεγαλοπρέπεια το είπες χτες μόνος σου: «Αν ο Φρανσουά ήτανε της Γαλλίας βασιλιάς».

Ο Βιγιόν σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει με απολογητική φωνή.

-Ελπίζω η Μεγαλειώτητά σας να καταλαβαίνει...

Ο Λουδοβίκος σταμάτησε τον Βιγιόν με μιά ευγενική χειρονομία.

-Μα, στα αλήθεια με σαγηνεύσατε καλέ μου φίλε. Με τέτοια λάμψη στα μάτια, με τέτοιο ακτινοβόλο πρόσωπο, με την θέρμη που εξαπέλυσες τους καυστικούς στίχους σου εναντίον μου. «Να», είπα στον εαυτό μου, «ένας πραγματικός άντρας, ένας άντρας με όραμα, ένας άντρας που ίσως μπορεί να βοηθήσει την Γαλλία».

-Μεγαλειώτατε, αυτή είναι η ολόψυχή μου επιθυμία.

Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και του απάντησε:

-Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα να σε κάνω βασιλιά –και δεν θα σε έκανα ακόμα και αν μπορούσα, διότι αυτό το προνόμιο το κρατώ γιά τον εαυτό μου. Όμως, σου κανόνισα την αμέσως επόμενη επιλογή – αφού μονάχος σου ζήτησες να παίξεις έναν τέτοιο ρόλο. «Αυτός ο φτωχοδιάβολος» είπα στον εαυτό μου, «θα γευτεί την δύναμη της εξουσίας. Θα τον κάνω Μεγάλο Αυλάρχη...».

Ο ενθουσιασμός του Βιγιόν ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δεν άφησε τον βασιλιά να τελειώσει την πρότασή του, παρά τον διέκοψε με ενθουσιώδεις υποσχέσεις.

-Μεγαλειώτατε θα σας υπηρετήσω καλύτερα από οποιονδήποτε.

Ο βασιλιάς συνέχισε την πρότασή του και η ουδέτερη χροιά της φωνής του πάγωσε τον φλογερό ενθουσιασμό του ποιητή.

-Θα τον κάνω Μεγάλο Αυλάρχη της Γαλλίας γιά μιά βδομάδα.

Εάν ο Λουδοβίκος είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στα πλευρά του Βιγιόν, θα τον είχε πληγώσει λιγότερο απ’όσο η τελευταία φράση που ξεστόμισαν τα βασιλικά του χείλη.

-Γιά μιά βδομάδα Μεγαλειώτατε; ψέλισε ο ποιητής, αδυνατώντας σχεδόν να καταλάβει τα λόγια του βασιλιά.

Ο Λουδοβίκος στράφηκε προς το μέρος του και γρύλισε:

-Μήπως η ματαιοδοξία σου σε κάνει να ελπίζεις σε έναν μόνιμο διορισμό; Έλα τώρα φίλε μου, σοβαρέψου. Θα τραβούσε πολύ μακριά το αστείο.

Το φως του ήλιου χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια του Βιγιόν και τα ρόδα έχασαν το άρωμά τους. Έμεινε να κοιτάζει με άδειο βλέμμα τον βασιλιά μονολογώντας σαν χαμένος: «μιά βδομάδα». Ο Λουδοβίκος επιβεβαίωσε την προσφορά του με ευγενική φωνή.

-Ακόμα και έτσι, σου προσφέρω μία υπέροχη εβδομάδα, επτά ολόκληρες ονειρεικές μέρες.

Σταμάτησε γιά λίγο, καθώς υπολόγιζε με το μυαλό του.

-Εκατόν εξήντα οχτώ ώρες στον παράδεισο. Είναι η ευκαιρία της ζωής σου. Ολάκερος ο κόσμος φτιάχτηκε σε επτά ημέρες. Επτά ημέρες δύναμης, δόξας και έρωτα.

Ο Βιγιόν βόγγηξε με απελπισία, καθώς έβλεπε τις μεγάλες προσδοκίες του να καταρέουν.

-Και ύστερα, πάλι πίσω, στην άθλια σοφίτα και στο σκυλόσπιτο, στην Κουκουνάρα και στην Αδελφότητα.

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε με κακεντρέχεια. Πλησίασε τον ποιητή και ακούμπησε την παλάμη του στο στήθος του Βιγιόν. Η κατάσταση τον διασκέδαζε αφάνταστα.

-Όχι ακριβώς, μουρμούρησε ανέμελα. Δεν φαίνεται να έχεις πιάσει το αστείο ακόμα. Σε μιά βδομάδα θα μου ετοιμάσεις μία μεγάλη, όμορφη κρεμάλα στην πλατεία Ντε Γκρεβ-και η τελευταία σου διαταγή σαν Μεγάλος Αυλάρχης θα είναι ο απανγχονισμός του Φρανσουά Βιγιόν.

Αν ο κόσμος είχε φανεί μουντός και σκοτεινός στον Βιγιόν μετά την πρώτη αποκάλυψη των σχεδίων του βασιλιά, τώρα φάνταζε σαν ένας σωρός ερειπίων. Και αφού μόνος του άνοιξε τέτοιο κιτάπι με τον Λουδοβίκο στην ταβέρνα της Κουκουνάρας, αργά ή γρήγορα θα έφτανε η ώρα να πληρώσει τον λογαριασμό –με το ίδιο του το αίμα. Με τις σκέψεις αυτές να χορεύουν τρελά στο μυαλό του, έπεσε στα πόδια του βασιλιά με απλωμένα χέρια και μάτια γεμάτα αγωνία.

-Έλεος Μεγαλειώτατε ικέτευσε.

Ο Λουδοβίκος τον κοίταξε με περιφρόνηση.

-Τόσο πολύ λοιπόν αγαπάς την άθλια ζωή σου; Τόσο πολύ μετράει γιά εσένα το σκυλόσπιτο και η σοφίτα, η ταβέρνα και το σκυλολόι των Καρυδότσουφλων;

Ο Βιγιόν έσκυψε το κεφάλι.

-Ήμουν ευτυχισμένος εχτές.

Ο βασιλιάς κοίταξε την ζαρωμένη φιγούρα με αυξανόμενη απέχθεια.

-Και δεν είσαι σήμερα; Όπως επιθυμείς. Έχεις ακόμα μιά ευκαιρία. Μπορείς να γυρίσεις στην σοφίτα σου αυτή την στιγμή, αν το αποφασίσεις. Ζήτα το τώρα και οι υπηρέτες μου θα σου βγάλουν τα όμορφά σου ρούχα και θα σε πετάξουν στον δρόμο.

Ο Βιγιόν έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του.

-Λυπήσου με Μεγαλειώτατε, ικέτευσε.

Η χλεύη του Λουδοβίκου ξεχύθηκε, ξεσπώντας σαν άγρια θύελα σε γυμνά κλαδιά.

-Έδωσες στον Λουδοβίκο της Γαλλίας ένα μάθημα και τώρα σου επιστρέφει την οφειλή. Χτες βράδυ έλαμπες σαν χρυσάφι, μα τώρα φαίνεται πως είσαι σκέτος τσίγκος. Εσύ μόνος σου είπες πως περιμένεις μιά ευκαιρία να δείξεις τι αξίζεις. Να λοιπόν η ευκαιρία σου. Άρπαξέ την ή άστην να περάσει. Μα θυμήσου, δεν θα αλλάξω την απόφασή μου. Μπορείς να ζήσεις την ουράνια εβδομάδα σου αν θελήσεις, μα αφού το κάνεις, στον λόγο της τιμής μου, θα κρεμαστείς γιαυτό.

Ο Βιγιόν σηκώθηκε στα πόδια του και τέντωσε τον λαιμό του, σαν να φορούσε ήδη την θηλειά. Κοίταξε τον βασιλιά στα μάτια, ξεροκατάπιε και του είπε:

-Γιά όνομα του Θεού Μεγαλειώτατε, τι έχω κάνει και με βασανίζεις με αυτόν τον τρόπο;

Ο Λουδοβίκος του απάντησε ξερά:

-Περιέπεξες έναν βασιλιά και τραυμάτισες έναν ανώτατο άρχοντα. Δεν μπορείς να μείνεις ατιμώρητος.

Οι μπερδεμένες σκέψεις του Βιγιόν έγιναν λέξεις. Μιλούσε, όχι τόσο στον βασιλιά, όσο στον ίδιο του τον εαυτό, σε μιά απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφασίσει τι να κάνει.

-Λυπήσου με Ουρανέ! Από την μία η ζωή, ελεεινή, μίζερη, τρισάθλια -αλλά πάντως ζωή- με την γωνιά της ταβέρνας και τις χυδαίες απολαύσεις –το φαγητό, το πιοτό- και ο βαθύς ύπνος, τα απαλά χέρια που με αγγίζουν και τα δροσερά γέλια που ηχούν στα αυτιά μου- και απ’την άλλη, μιά βδομάδα δύναμης, δόξας και έρωτα –και ύστερα, ένας ατιμωτικός θάνατος.

Σωριάστηκε στο μαρμάρινο παγκάκι, με ρίγη να διαπερνάν την σπονδυλική του στήλη.

Ο Λουδοβίκος τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

-Προσευχήσου φίλε μου, παρακάλεσε τον Κύριο να σε βοηθήσει στην επιλογή σου.

Είχε βγάλει το μαύρο, βελούδινο καπέλο του και κοίταζε σκεφτικός την συστοιχία των αγίων που το στόλιζαν, σαν να αναρωτιώταν ποιόν απ’όλους έπρεπε να επικαλεσθεί ο Μεγάλος Αυλάρχης του γιά να τον συμβουλέψει σωστά. Εντωμεταξύ, ο Ολίβιε λε Ντέην διέσχισε τον κήπο και τον πλησίασε.

-Μεγαλειώτατε, του είπε, μόλις ήρθε ο αγγελιοφόρος των Βουργουνδών, ο Τουαζόν Ντ’Ορ, με ένα μήνυμα γιά εσάς.

Ο Λουδοβίκος στράφηκε προς το μέρος του.

-Θα τον δεχτούμε εδώ καλέ μου Ολιβιέ, σε ετούτη την πράσινη αίθουσα ακροάσεων. Σε κάθε συνομιλία με τους Βουργουνδούς χρειάζεται πάντα καθαρός αέρας.

Καθώς ο κουρέας απομακρυνόταν, συνέβη κάτι φαινομενικά ασήμαντο –που ήταν όμως πολύ σημαντικό γιά τέσσερεις απ’τους ήρωές της ιστορίας μας. Η Κατερίνα εμφανίστηκε στην βεράντα συνοδευόμενη από τον Νοέλ λε Ζολύ. Κρατούσε στα χέρια της ένα λαούτο και άγγιζε απαλά τις χορδές, φλυαρώντας με τον επίδοξο μνηστήρα της. Ο Λουδοβίκος την είδε, όχι όμως και ο Βιγιόν που ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, κουλουριασμένος στην άκρη του μαρμάρινου καθίσματος, με το πρόσωπο του κρυμένο στα χέρια. Στο μυαλό του βασιλιά γενήθηκε μιά καινούρια διαβολική ιδέα.

«Είναι δυνατόν», σκέφτηκε, « η εκθαμβωτική παρθένα που με αρνήθηκε, να ξελογιαστεί από αυτόν τον ζητιάνο;». πλησίασε τον Βιγιόν και τον ακούμπησε στον ώμο. Εκείνος γύρισε προς το μέρος του, με πρόσωπο λευκό από την αγωνία.

-Θα σου δώσω μιά επιπλέον ευκαιρία φίλε μου, είπε ο Λουδοβίκος. Αν ο Κόμης του Μονκορμπιέ κερδίσει την καρδιά της Κατερίνας της Βωσέλ σε αυτή την βδομάδα, θα γλυτώσει απ’την κρεμάλα και θα πάρει την αγαπημένη του όπου επιθυμεί.

-Στον λόγο της τιμής σου Μεγαλειώτατε;

-Ο λόγος μου είναι η τιμή μου, άρχοντα Φρανσουά.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή η Κατερίνα, καθισμένη στην βεράντα, μπροστά στον μαγεμένο Νοέλ λε Ζολύ, άρχισε να τραγουδάει με την συνοδεία του λαούτου της. Ένας αλόκοτος μα τρυφερός θρήνος σαν αρχαίο νανούρισμα αντήχησε στον κήπο. Οι στίχοι ήταν τα λόγια του βασανισμένου ποιητή και καθώς τους άκουσε από τα χείλη της, μιά νέα ελπίδα γενήθηκε στην καρδιά του.

«Παντοτινή η αγάπη- γοργά περνά ο καιρός,
φορά χρυσό ο γενναίος, κουρέλια ο δειλός,
το φως και το σκοτάδι –σκιές μες’στις σκιές,
θρηνούνε το φεγγάρι ήρωες και εραστές».

-Λοιπόν, είπε ο βασιλιάς, αφού θρηνείς γιά το φεγγάρι, θα στο δώσω.

-Και εγώ θα το πάρω, είπε περήφανα ο Βιγιόν. Δώσε μου την βδομάδα των θαυμάτων μου και ας πεθάνω σαν σκυλί στο τέλος της. Θα δείξω σε εκείνη και στην Γαλλία από τι υλικό είναι φτιαγμένη η καρδιά ετούτου του φτωχού ριμαδόρου.

Ο Λουδοβίκος επιδοκίμασε τα λόγια του ποιητή, χτυπώντας τα λεπτά του χέρια.

-Τώρα μιλάς αντρίκεια! Μα να θυμάσαι, η συμφωνία είναι συμφωνία. Εάν αποτύχεις να κερδίσεις την καρδιά της Κατερίνας, οφείλεις να ανεβείς ακέραιος στην κρεμάλα. Όχι αυτοκτονίες, όχι μονομαχίες και μαχαιρώματα στα καπηλειά. Θα σου δώσω το φεγγάρι μα θέλω το αντίτιμό μου.

Ο Βιγιόν ένοιωσε ξανά το αίμα στις φλέβες του ζεστό και απάντησε περήφανα:

-Θα κρατήσω την συμφωνία Μεγαλειώτατε. Δώσμου την βδομάδα των θαυμάτων μου και, αν δεν τα καταφέρω, θα αξίζω τον θάνατο που μου επιφυλάσεις.

Σε αυτά τα λόγια, σάλπιγγες παιάνισαν και στον ήσυχο κήπο εισέβαλε ο Τριστάν ο Ερημίτης με μία ομάδα στρατιωτών που συνόδευαν έναν ψηλό, επιβλητικό άντρα, –που η αρχοντική του φορεσιά μαρτυρούσε την ταυτότητά του· ο Τουαζόν Ντ’Ορ, ο απεσταλμένος του Δούκα των Βουργουνδών. Η είδηση της άφιξής του είχε κάνει τον γύρο του παλατιού και ξαφνικά γέμισαν οι βεράντες από αυλικούς και κυρίες των τιμών, που περίμεναν με αδημονία να ακούσουν τις αξιώσεις των εχθρών και την απάντηση του βασιλιά. Ο Λουδοβίκος κάθησε δίπλα στο άγαλμα του Πάνα και προσκάλεσε τον Βιγιόν να καθήσει στο πλευρό του.

-Άκουσε καλά τα λόγια του μαντατοφόρου, Μεγάλε Αυλάρχη μου, του ψιθύρησε και ύστερα στράφηκε στην χρυσοντυμένη φιγούρα του Βουργουνδού.

-Σας ακούω κύριε, του είπε.

Ο Τουαζόν Ντ’Ορ πλησίασε τον βασιλιά και μίλησε με τραγουδιστή φωνή:

-Στο όνομα του Δούκα της Βουργουνδίας και των συμμάχων του, που βρίσκονται μπροστά στα τείχη του Παρισιού, σας καλώ, Λουδοβίκε της Γαλλίας να παραδώσετε χωρίς όρους την πόλη και να ζητήσετε ο ίδιος το έλεος του άρχοντά μου.

Ο βασιλιάς σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά του και έγειρε ελαφρά το κεφάλι.

-Και αν αρνηθούμε, μαντατοφόρε;

-Οι χειρότερες καταστροφές του πολέμου θα σας βρουν. Φωτιά και μαχαίρι, πείνα και αιματοχυσία, βαρύ χρηματικό αντίτιμο και κανένα έλεος γιά εσάς.

-Μεγάλα λόγια, γρύλισε ο βασιλιάς.

-Προάγγελοι μεγάλων πράξεων, απάντησε περήφανα ο μαντατοφόρος.

Ο Βιγιόν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα αδιάφορος, σαν να ζούσε μέσα σε όνειρο. Ανάμεσα στις κυρίες της Αυλής έστεκε απαστράπτουσα η Κατερίνα της Βωσέλ και κοιτάζοντάς την, τα μάτια του άστραψαν με λατρεία. Οι διενέξεις των αρχόντων και η τύχη της Γαλλίας του φάνηκαν γιά μιά στιγμή πράγματα ασήμαντα. Ξέχασε τις μεγάλες προσδοκίες του βασιλιά και την υψηλή αποστολή του και όλη του η προσοχή επικεντρώθηκε στο αντικείμενο του πόθου του –τόσο κοντά μα συνάμα τόσο μακρυά του. Η φωνή του βασιλιά τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του.

-Ο Κόμης του Μονκορμπιέ, ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας, είναι πλέον ο σύμβουλός μου. Τα λόγια του αντηχούν τις σκέψεις μου. Δώσε στον κήρυκα την απάντηση που περιμένει, καλέ μου φίλε.

Άγγιξε τον Βιγιόν στον ώμο και εκείνος γύρισε έκπληκτος προς το μέρος του.

-Να απαντήσω όπως επιθυμώ, Μεγαλειώτατε;

-Ασφαλώς, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό ο Λουδοβίκος. Θυμάσαι; «Αν ο Βιγιόν, παιδί της γειτονιάς, ήτανε της Γαλλίας βασιλιάς».

Ο Βιγιόν σηκώθηκε και κοίταξε περήφανα τον μαντατοφόρο. Άγρια φωτιά πλημύρισε τις φλέβες του και τα μάτια του απέκτησαν την γνώριμη παράξενή τους λάμψη. Αιστάνθηκε κυρίαρχος του κόσμου –σαν να κρατούσε στα χέρια του τις τύχες των εθνών. Πάντα ονειρευόταν μεγάλα ανδραγαθήματα και τώρα είχε την ευκαιρία τουλάχιστον να προσπαθήσει. Κοίταξε το ανέκφραστο πρόσωπο του απεσταλμένου των Βουργουνδών, μα η καρδιά του φτερούγισε στο μπαλκόνι που έστεκε η Κατερίνα, καθώς του απαντούσε:

-Πρέσβη των Βουργουνδών, σε παρακαλώ, στο όνομα του θεού και του Βασιλιά της Γαλλίας, να πας στον αφέντη σου και να του πεις τούτο: Οι βασιλιάδες φαίνονται τρανοί στα μάτια των λαών τους, μα οι λαοί είναι τρανοί στα μάτια του Θεού –και είναι ο λαός της Γαλλίας που σου απαντά με το δικό μου στόμα. Οι πολίτες του Παρισιού δεν είναι τόσο δειλοί ώστε να τους πιάνει τρέμουλο κάθε φορά που κρώζουν τα Βουργουνδέζικα κοράκια. Είμαστε καλά αρματωμένοι και εκπαιδευμένοι. Είμαστε βολεμένοι ζεστά πίσω απ’τα γερά μας τείχη και γελάμε με την Συμμαχία σας. Αλλά ακόμα και αν πεινάσουν οι χορτάτοι, ακόμα και αν αδειάσουν οι κανάτες μας, ακόμα και αν ξυλιάσουνε τα τζάκια μας και στο τραπέζι δεν απομείνει ούτε ψίχουλο, ακόμα και αν η τελευταία σπίθα απ’το λυχνάρι σβήσει, η απάντησή μας στους προδότες Βουργουνδούς, που στασιάζουν κατά του βασιλιά τους, θα είναι η ίδια: μας χτυπάτε την πόρτα, μα προσέξτε, γιατί θα μας βρείτε πάνοπλους και έτοιμους μπροστά στην πύλη της πόλης και τότε θα δούμε πόσο αληθινές είναι οι φοβέρες και οι απειλές που τώρα –χωρίς να το καλοσκεφτείτε-εκτοξεύετε ενάντια στον μονάρχη της Γαλλίας και στον λαό του Παρισιού. Αυτή είναι η απάντησή μας-αυτή και τα γυμνά μας ξίφη. Δόξα και τιμή στον Βασιλιά της Γαλλίας!

Καθώς μιλούσε τράβηξε το σπαθί του, που άστραψε στο φως του ήλιου. Η αντίδραση των παρευρισκόμενων στον φλεγόμενο λόγο του ήταν άμεση και όλοι τράβηξαν τα ξίφη απ’τα θηκάρια και τα ύψωσαν στον ουρανό επαναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την τελευταία φράση του Βιγιόν.

Όταν ο Τουαζόν Ντ’Ορ αποχώρησε, η Κατερίνα κατέβηκε τις σκάλες και γονάτισε μπροστά στον ποιητή.

-Άρχοντά μου, του είπε, εκπροσωπώντας όλες τις γυναίκες της Γαλλίας, σε ευχαριστώ γιά τα γενναία σου λόγια.

Ο Λουδοβίκος την πλησίασε, χαμογελώντας σαρδόνια.

-Κυρία, είπε, τι σημαίνει αυτό;

Η κοπέλα σηκώθηκε στα πόδια της, κοιτάζοντας το πρόσωπο του ποιητή με θαυμασμό και απάντησε:

-Αυτό σημαίνει Μεγαλειώτατε, πως επιτέλους ήρθε ένας άντρας στην Αυλή.







ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ