ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΑΤΟ: ΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΥΡΙΟ.

Την τελευταία μέρα της εβδομάδας των θαυμάτων του Βιγιόν, η δόξα του είχε φτάσει στο απόγειό της. Δεν είχε ξημερώσει πιό όμορφη μέρα σε αυτόν τον λαμπερό Ιούνη και πιό μεγαλόπρεπα στολισμένη στην θαυμαστή θητεία του καινούριου Μεγάλου Αυλάρχη.

Μιμικοί αγώνες, συντριβάνια με κρασί, δωρεάν χορηγίες τροφής, φαντασμαγορικές παρελάσεις, μασκαράτες και καρναβάλια, όλες οι υπέροχες διασκεδάσεις του 15ου αιώνα προσφέρονταν αφειδώς από τον Κόμη του Μοντκορμπιέ, με σκοπό την τέρψη των ευγενών, μα και των απλών κατοίκων του Παρισιού. Όμως το πετράδι στην κορώνα του θα ήταν η μεγάλη γιορτή που διοργάνωσε με την άδεια του Λουδοβίκου στον βασιλικό κήπο με τα ρόδα, ένας υπέροχος χορός μεταμφιεσμένων σε Ιταλικό στυλ, όπου ήταν προσκεκλημένη ολόκληρη η Αυλή του παλατιού. Αυτή η γιορτή που θα ξεκίνουσε το σούρουπο, είχε σκοπό να ξεπεράσει κάθε άλλη που είχε γίνει στο παλάτι, με την άψογη διοργάνωσή της, τον πλούτο και την αφθονία της και την επιδεικτική απλοχεριά του οικοδεσπότη.

Ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει, όταν ο Βιγιόν κλείστηκε μαζί με τον βασιλιά στο μικρό δωμάτιο του γκρίζου πύργου, απ’όπου ο Λουδοβίκος συνήθιζε να παρακολουθεί αθέατος την κίνηση στον κήπο. Στο τραπέζι που κάθονταν οι δύο άντρες, υπήρχε απλωμένος ένας μεγάλος χάρτης της περιοχής του Παρισιού και μπροστά από αυτό στέκονταν τρεις από τους πιό έμπιστους και ικανούς διοικητές του βασιλιά· ο Λόρδος ντε Λω, ο Λόρδος Πονσέ ντε Ριβιέ και ο Λόρδος του Ναντουάλ.

Ο Βιγιόν εξηγούσε στον βασιλιά και τους επιτελείς, ένα σχέδιο που κατέστρωνε όλη την προηγούμενη εβδομάδα· ένα σχέδιο που σκοπό είχε να παραπλανήσει τον εχθρό χρησιμοποιώντας το υπέροχο βραδυνό μπαλ-μασκέ σαν Δούρειο Ίππο. Έδειξε ένα σημείο στον χάρτη που αντιστοιχούσε σε ένα μέρος πολύ γνώριμο του, μία μικρή γούβα στην λοφώδη πεδιάδα που συνήθιζε να παίζει σαν παιδί, κρυμμένος στα αγριολούλουδα και στο ψηλό χορτάρι και να φαντάζεται πως είναι κάποιος φημισμένος ληστής, κάποιος σπουδαίος στρατηγός, ένας γενναίος πρίγκηπας – κάποιος από τους χιλιάδες φανταστικούς ρόλους που υποδύεται ένα παιδί στο παιγχνίδι.

-Ορίστε μεγαλειώτατε, είπε. Εάν καταφέρουμε να παρασύρουμε τους Βουργουνδούς σε αυτήν την τρύπα, η νίκη θα είναι δική μας. Πάνω, στην πλαγιά του λόφου μπορούν να κρυφτούν τουλάχιστον χίλιοι άντρες.

Ο Πονσέ ντε Ριβιέ πλησίασε και τον ρώτησε:

-Είσαι βέβαιος γιά την κλίση του εδάφους;

-Απολύτως. Έχω κρυφτεί εκεί χιλιάδες φορές, όταν δεν ήμουν πιό ψηλός απ’το σπαθί σου.

Ο Ναντουάλ μίλησε σαν άντρας που ζυγίζει τα λόγια του.

-Το σχέδιο φαινεται καλό, μεγαλειώτατε.

Ο Βιγιόν έριξε μιά γρήγορη ματιά στους παρεβρισκόμενους και πρόσθεσε εύθυμα.

-Μπορεί να με περνάτε γιά πρωτάρη, μα έχω εκπαιδευτεί στην στρατηγική σε όλη μου την ζωή.

Ο ντε Λω απάντησε επιδοκιμαστικά:

-Άρχοντά μου, η ανάλυσή σου μοιάζει με έμπειρου βετεράνου.

Ευχαριστημένος από τον έπαινο, ο Βιγιόν στράφηκε στον βασιλιά:

-Μεγαλειώτατε, έχω διαδώσει παντού ότι σήμερα έχουμε γιορτή. Ενώ ο Δούκας της Βουργουνδίας νομίζει πως ξεφαντώνουμε, εμείς θα κόψουμε δρόμο από την πύλη του Αγίου Αντωνίου. Τα πέταλα των αλόγων θα είναι καλυμένα με πανιά, τα σπιρούνια δεν θα κουδουνίζουν, ούτε θα ακούγονται τα χαλινάρια. Θα γλιστρήσουμε μες στο σκοτάδι σαν σκιές. Στο σταυροδρόμι, κάποιοι λίγοι από μας, θα χτυπήσουν την αριστερή πτέρυγα του εχθρού και ύστερα θα τραπούν σε φυγή. Θα τον δελαεάσουμε να πέσει στην παγίδα και αυτό θα είναι το τέλος του. Ραντεβού στις εννιά, άρχοντές μου. Τα σέβη μου.

Ύψωσε την γροθιά του σε χαιρετισμό. Οι τρεις διοικητές χαιρέτησαν με την σειρά τους τον Βασιλιά και τον Αυλάρχη και αποχώρησαν. Καθώς κατέβαιναν την στριφογυριστή σκάλα, ο ντε Λω είπε στους συντρόφους του:

-Δεν ξέρω γιά εσάς άρχοντές μου, μα εγώ αγαπώ αυτόν τον τυχοδιώκτη.

Ο Ναντουάλ απάντησε εγκάρδια:

-Ο Θεός ξέρει από που ήρθε και ο Θεός ξέρει που θα πάει, μα θα κάλπαζα στο πλάι του μέχρι το τέλος του κόσμου.

-Ο πατέρας μου, είπε ο Πονσέ ντε Ριβιέ, μου μιλούσε συχνά γιά την Παρθένα της Ορλεάνης και την τεράστια επιροή της στους σκληροτράχηλους πολεμιστές της Γαλλίας. Τούτος πρέπει να κρατάει απ’το δικό της σόϊ -γιατί με κέρδισε παρά την θέλησή μου.

Καθώς τα βήματά τους χάνονταν στα βάθη του πύργου, ο Βιγιόν στράφηκε στον βασιλιά.

-Αν ο Δούκας της Βουργουνδίας πέσει στην παγίδα μου, θα μείνω στην μνήμη των ανθρώπων σαν ένας σπουδαίος διοικητής. Κι όμως, δεν είναι παρά μιά ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Παράξενο, που το μέρος όπου έπαιζε ένα αλητάκι θα γίνει ο Γολγοθάς γιά χιλιάδες ανθρώπους· τόπος σπαρμένος με θάνατο και δόξα.

Ο βασιλιάς τον χτύπησε παιγχνιδιάρικα στον ώμο.

-Που έγινες τόσο σοφός;

-Στο σχολείο των μεγάλων προσδοκιών. Όταν πίστευα-δηλαδή τι πίστευα, ακόμα πιστεύω- πως μέσα σ’αυτό το άθλιο σαρκίο σιγοκαίει μιά φλόγα Ρωμαίου στρατηγού. Τα βράδια στο ξυλοκρέβατό μου, ονειρευόμουν όνειρα Ολυμπίων. Και να, που τα όνειρα γίναν πραγματικότητα.

-Είαι αξιοθαύμαστος άνθρωπος. Μέσα σε μιά βδομάδα με έκανες περισσότερο δημοφιλή απ’όσο κατάφερα μόνος μου να γίνω από την μέρα της στέψης μου. Στην Αυλή, στους στρατώνες, στα συμβούλια, όλοι σε αναφέρουν ως παράδειγμα.

-Είμαι άνθρωπος του λαού και ξέρω ο λαός τι θέλει. Μιά βδομάδα πριν, οι πολίτες του Παρισιού ήταν ελάχιστα αφοσιωμένοι στον Βασιλιά. Κατάργησα τους φόρους στο κρασί και σήμερα χειροκροτούν και φωνάζουν με πάθος: ‘ο Θεός σώζοι τον Βασιλιά Λουδοβίκο’. Μιά βδομάδα πριν οι στρατιώτες σου ήταν έτοιμοι να στασιάσουν γιατί ήταν κακοσιτισμένοι, με άθλιο ρουχισμό και απλήρωτοι. Τους τάϊσα μέχρι σκασμού, τους έντυσα ζεστά, τους πλήρωσα καλά και τώρα η μεγαλειώτητά σου έχει έναν στρατό που θα με ακολουθούσε στην Κόλαση, αν προπορευόμουν σφυρίζοντας έναν πολεμικό παιάνα.

-Όμως στο μεταξύ, οι κόκοι στην κλεψύδρα σου τελειώνουν. Δεν τρέμει η καρδιά σου; Δεν σβύνει ο σφυγμός σου;

-Καθόλου. Πέρασα με αξιοπρέπεια από το καπηλειό στο παλάτι και εάν τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή, θα πω –όπως ο ετοιμοθάνατος Καίσαρας- ‘χειροκροτήστε με’.

Ο βασιλιάς χαμογέλασε σαρδόνια.

-Θα πάρουν τα πράγματα άσχημη τροπή; ρώτησε, ξύνοντας την πληγή. Πως πάει η σχέση σου με την Λαίδη Κατερίνα;

Ο Βιγιόν χαμογέλασε και έκανε μιά μικρή παύση πριν απαντήσει:

-Μεγαλειώτατε, κανένας συνετός άντρας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι έχει στην καρδιά της μιά γυναίκα, μα, παρόλα αυτά, ελπίζω γιά το καλύτερο.

-Αν όμως αποτύχεις; ξαναρώτησε με επιμονή ο Λουδοβίκος.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε σκεφτικός. Ένιωθε μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά τα λόγια του ήταν διαλεγμένα με προσοχή.

-Τότε, καθώς η καλή κυρά-Σελήνη θα ανάβει την χλωμή φλόγα του τζακιού της στον ουρανό, θα σωπάσω γιά πάντα. Αλλά ακόμα και έτσι, μου έχεις δώσει μιά ηγεμονική εβδομάδα και έχω σχεδόν τελειώσει αυτά που είχα να κάνω. Έζησα χίλιες ζωές και γεύτηκα και το τελευταίο γλυκό κομμάτι από αυτήν την τούρτα, που είχε την γεύση της δύναμης των αρχόντων.

Ο Λουδοβίκος γέλασε.

-Μιλάς σαν να βασίλεψες γιά έναν αιώνα.

Η φιλοσοφική διάθεση του Βιγιόν αυξήθηκε.

-Μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει γιά χιλιάδες χρόνια και όμως στο τέλος να μην είναι παρά ένας φαγάς που απλώς έφαγε χιλιάδες ίδια πιάτα. Θα πρέπει να γευόμαστε όλη την γλύκα της στιγμής, να ρουφάμε όλο το μεθυστικό άρωμα της κάθε ώρας που περνά, να υπολογίζουμε όλες τις πιθανότητες στην άκρη της σκακιέρας, να ζούμε έντονα έστω και λίγο· ένα τέλος είναι πάντα ένα τέλος, είτε έρχεται πετώντας με τις φτερωτές φτέρνες μιάς βδομάδας, είτε έρχεται αργά, σέρνοντας το βαρύ μπαστούνι των αιώνων.

Ο Λουδοβίκος έγειρε πίσω και κοίταξε έκπληκτος τον σύντροφό του.

-Στον Ουρανό ευχήσου αυτή η φιλοσοφία σου τόσο καλή να σου φανεί τότε, όσο και τώρα· όταν αύριο ο σβέρκος σου θα φοράει τη θηλειά.

-Η εξοχότητά σας έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ.

Ο Λουδοβίκος άλλαξε θέμα με ευκολία, σαν να μην είχαν και τόσο μεγάλη σημασία θέματα όπως η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος.

-Ο κύριος Νοέλ μου έφερε έναν καινούριο αστρολόγο σήμερα. Οι ουρανοί φαίνεται να συνομωτούν, τα άστρα είναι θολά και μπερδεμένα. Το όνειρό μου με τον φλεγόμενο κομήτη είναι δύσκολο να ερμηνευτεί.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε με οίκτο.

-Δεν έχεις κουραστεί με αυτούς τους τσαρλατάνους; Ρώτησε.

Ο Λουδοβίκος κατσούφιασε, όπως έκανε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις δυσπιστίας γιά την μαντική δύναμη των άστρων.

-Μην κοροϊδεύεις κύριε ποιητή, μα βάλε τα δυνατά σου με την περήφανη Κατερίνα, γιατί αν αποτύχεις, αύριο θα κρεμαστείς. Άφησέ με τώρα, διότι πρέπει να δουλέψω όσο εσύ θα παίζεις, είπε και έσκυψε πάνω στον χάρτη με βαθιά προσήλωση.

Ο Βιγιόν τον κοίταξε γιά λίγο και ύστερα βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον κήπο. Ο καλοκαιρινός ήλιος χανόταν στον ορίζοντα πίσω από τα τριαντάφυλα, μέσα σε μία πανδαισία χρωμάτων. Οι τελευταίες ακτίνες του έπεφταν στο άγαλμα του Πάνα, φωτίζοντας τα παράξενα χαρακτηριστικά του προσώπου του σε μία ειρωνική γκριμάτσα. Ο ζεστός αέρας μετέφερε το άρωμα χιλιάδων λουλουδιών μαζί με μακρινές, χαρούμενες φωνές. Είχε φτάσει η ώρα που οι πύλες του κήπου θα άνοιγαν γιά να υποδεχτούν τους καλεσμένους.

Ο Βιγιόν έκοψε ένα ρόδο και το κράτησε κοιτάζοντας την πορφυρή καρδιά του, σαν να ήθελε να διαβάσει εκεί το μυστικό που κρύβουν τα άνθη από τα διψασμένα μάτια των ποιητών. Ακούμπησε στο άγαλμα του Πάνα και μουρμούρησε συλογισμένος:

-Τα πέταλα των ημερών της δόξας μου πέφτουν στο χώμα ένα-ένα, γεμάτα χρώμα και ζωή, μέχρι το τέλος. Άραγε θα κερδίσω αυτήν την υπέροχη γυναίκα; Μήπως είμαι τρελός που έχω τόσες ελπίδες; Αν όμως χάσω, η αυριανή μέρα θα είναι μικρή και το υπέροχο όνειρο θα τελειώσει στην άκρη του σχοινιού.

Ανατρίχιασε στην σκέψη και πέταξε το ρόδο μακριά.

-Πόσο παγωμένος φαίνεται ο καλοκαιρινός αέρας -και το άρωμα των ρόδων μυρωδιά τάφου.

Σταμάτησε γιά λίγο και οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.

-Μα αν κερδίσω θα παντρευτώ την αγαπημένη μου, θα γεράσω σοβαρός και μετρημένος, θα ζήσω νανουρίζοντας παιδιά στην αγκαλιά μου –ένας μικρός Φρανσουά πιό τίμιος απ’τον πατέρα του, μιά μικρή Κατερίνα λιγότερο όμορφη απ’την μητέρα της.

Τίναξε το χέρι μπροστά απ’το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να διώξει αυτά τα φαντάσματα που γενούσε το μυαλό του.

-Τρέξτε μακριά, ονειρικά παιδιά μου, στα λιβάδια των σκιών όπου ανήκετε, γιατί ο πατέρας σας ίσως αύριο να κρέμεται στην άκρη του σχοινιού και πρέπει να πολεμήσει σήμερα γιά δόξα, έρωτα και ζωή.

Ένας διαπεραστικός, οξύς ήχος διέκοψε τους συλογισμούς του και ένας αυλικός με φανταχτερό κοστούμι έκανε την εμφάνισή του στην βεράντα παίζοντας την μπρούτζινη τρομπέτα του. Στο παράγγελμά του, ένα πολύχρωμο πλήθος ξεχύθηκε απ’το παλάτι και πλημύρισε τις βεράντες και τους κήπους με τα ρόδα σαν μεγάλο, λαμπερό κύμα.

Παράξενες φιγούρες, κλόουν και σάτυροι, διάβολοι, μάγισσες και ξωτικά με αναμένους δαυλούς, χτυπώντας κύμβαλα και φωνάζοντας με όλη τους την δύναμη, άρχισαν να στροβιλίζονται στον χώρο, δημιουργώντας μιά γκροτέσκ ατμόσφαιρα μυστηρίου και ίντρικας.

Ο Βιγιόν έβγαλε μιά μάσκα απ’την ζώνη του, την φόρεσε και άρχισε να περιφέρεται εδώ και εκεί, παρασυρμένος από το ενθουσιασμένο πλήθος. Η ζωηρή του φαντασία πήρε φωτιά από τις παράξενες φιγούρες και τους ήχους γύρω του. Η αίσθηση πως ζούσε ένα όνειρο -αίσθηση που δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε ένα λεπτό απ’την στιγμή της άφιξής του στο παλάτι- έκανε τις πολύχρωμες φιγούρες να μοιάζουν τόσο φανταστικές, όσο όνειρο ζεστού καλοκαιριάτικου μεσημεριού.

Ξαφνικά, τράβηξε την προσοχή του μιά φωνή που του φάνηκε γνώριμη. Ένας άντρας ντυμένος σαν προσκυνητής από τους Άγιους Τόπους, που φορούσε ένα γκρίζο ράσο με κουκούλα και είχε στο στήθος του ένα κοχύλι, συνομιλούσε με έναν άλλον άντρα, με αντίστοιχη μεταμφίεση. Οι δυό άντρες αντάλασαν χαιρετισμούς σε μιά διάλεκτο που ήταν απίθανο να γνωρίζει οποιοσδήποτε από τους παρευρισκομένους στον βασιλικό κήπο, μα που στα αυτιά του Βιγιόν ηχούσε γνώριμη σαν παιδικό τραγούδι -γιατί ήταν η Ζαργκόν, η διαβόητη διάλεκτος που μεταχειρίζονταν τα μέλη της αξιοσέβαστης Αδελφότητας των Κοχυλιών γιά να συνενοούνται μεταξύ τους.

Ο πρώτος προσκυνητής ρώτησε τον δεύτερο:

-Τι κουβαλάς στο στήθος;

Και ο δεύτερος απάντησε:

-Ένα κοχύλι.

Ο πρώτος ξαναρώτησε:

-Και τι κρατάς στο χέρι;

Και ο δεύτερος αποκρίθηκε:

-Ένα ποδάρι ατσάλι.

-Θα πιείς εις την υγεία του βασιλιά; ρώτησε γιά ακόμα μιά φορά ο πρώτος προσκυνητής.

Και ο δεύτερος είπε αποφασιστικά:

-Από μιά Βουργουνδέζικη καράφα.

Και με τα λόγια αυτά απομακρύνθηκαν ο ένας απ’τον άλλο και χάθηκαν ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος.

Ο Βιγιόν αναρωτήθηκε έκπληκτος:

-Πως, στο όνομα του Ουρανού, οι άνθρωποι αυτοί, που μιλάν την διάλεκτο της Αυλής των Θαυμάτων, βρέθηκαν στην γιορτή του Βασιλιά, εδώ, στον Κήπο με τα Ρόδα;

Σκέφτηκε να ακολουθήσει κάποιον από τους μυστηριώδεις προσκυνητές, μα είχε χάσει και τους δύο από το οπτικό πεδίο του. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του περπάτησε μέχρι τον ανοιχτό περίβολο κάτω από την βεράντα, που τον έκρυβε το άγαλμα του Πάνα. Το μέρος ήταν έρημο. Οι μασκαράδες είχαν μεταφέρει την γιορτή κάπου αλλού. Ένα λαούτο ήταν παρατημένο στο μαρμάρινο παγκάκι. Ο Βιγιόν κάθισε και πήρε αφηρημένα το όργανο στα χέρια του. Ξαφνικά άκουσε ένα ανάλαφρο περπάτημα. Στα αυτιά του ήχησε η πιό γλυκειά φωνή του κόσμου και βρέθηκε περικυκλωμένος από την Κατερίνα της Βωσέλ και την συνοδεία της· μιά ομάδα αποτελούμενη από Κυρίες της Βασιλικής Αυλής.

-Έχω μιά παράκληση γιά εσάς, απ’τις κυρίες, του είπε η Κατερίνα με ένα λαμπερό χαμόγελο στα όμορφα χείλη της.

Ο Βιγιόν υποκλίθηκε με σεβασμό.

-Έχετε όλη μου την προσοχή, της αποκρίθηκε, και την υποταγή μου.

-Είστε ποιητής, άρχοντά μου και αυτή είναι μιά βραδιά που θα ευχαριστούσε έναν ποιητή. Συνθέστε γιά εμάς ένα ποιήμα που να ταιριάζει σε μιά τόσο όμορφη βραδιά.

-Κυρία, κανένας στίχος δεν αξίζει τόσο όσο μιά αχτίδα του ήλιου –ή της Σελήνης· ωστόσο έζησα πολύ καιρό στην Προβένς, όπου όλοι τραγουδάνε σαν αηδόνια και έτσι απέκτησα το πάθος του αυτοσχεδιασμού. Γιά ποιό θέμα θέλετε να τραγουδήσω;

Η Κατερίνα γέλασε και έδειξε την παρέα της.

Το ακροατήριό σας είναι γυναίκες· άρα θα ταίριαζε να μας μιλήσετε γιά αγάπη.

-Το άχθος του κόσμου, είπε ο Βιγιόν. Κλάψε λαούτο μου, κλάψε.

Τα δάχτυλά του χάϊδεψαν τις χορδές και μιά θλιμένη συγχορδία αντήχησε μες στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα. Άρχισε να απαγγέλει, δίνοντας έμφαση στους στίχους με το λαούτο.

-Σε ποιό νησί της λησμονιάς
του Φοίβου η λύρα ηχεί απαλά;
Και σε ποιό δάσος η Άρτεμις
στήνει γιά τον Ενδυμίωνα θηλειά;
Που είναι η χάρη της Ανάτ;
Τους πήρε ο αέρας μακριά·
Και ο Πάνας παίζει τον αυλό
μέσα στο φως, μόνος, γυμνός·
Που είναι οι αλοτινοί θεοί;

Που είναι η τρανή Σεμίραμις;
Ρόδα θανάτου την φυλούν.
Ποιά μυστική κρύπτη κρατά
του Καίσαρα του θεϊκού
την τέφρα; Και ποια
της Κλεοπάτρας τα χρυσά μαλλιά;
Που είναι ο μέγας στρατηγός
ο Μακεδόνας, του Φιλίπου ο γιός;
Τους πήρε ο αέρας μακριά·
Και η σιδερένια φορεσιά
του κοκκινόμαλου θεού;
Που είναι τα όνειρα του χθες;

Των Πέπλων η εβραία Κυρά;
Της Φρύνης η γυμνή ομορφιά;
Μες σε ποιά θάλασσα βαθιά
κολύμπησε η Τομιρίς
και που η Κασάνδρα και η Διδώ
της Περσεφόνης τον καημό
θρηνούν;
Τις πήρε ο αέρας μακριά.
Και γιά ποιό φάντασμα φτωχό
η Ελένη κλαίει γοερά;
Που πήγαν οι Κυρίες του χθες;

Δυστυχισμένοι εραστές! Δυό δυό
τους παίρνει ο άνεμος μακριά.
Αθώοι, νέοι και τρυφεροί
Που είναι τα χιόνια τα παλιά;

Νεκρική σιγή απλώθηκε στον χώρο. Ο ποιητής και το ακροατήριό του φαίνονταν απομονωμένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις, κάτω απ’το χλωμό φως της Σελήνης.

Η Κατερίνα μουρμούρησε συλογισμένη:

- Που είναι τα χιόνια τα παλιά;

Τα μάτια της έλαμπαν σαν πρωινά άστρα, τα υγρά της χείλη είχαν το χρώμα ώριμου ροδιού, ο νους της έτρεχε πέρα, στα μακρινά μέρη της λησμονιάς και στα πράσινα λιβάδια των Μακάρων, που γιά αυτά είχε τραγουδήσει ο Βιγιόν. Και ύστερα, μίλησε ο ποιητής, σπάζοντας την βαριά ατμόσφαιρα.

-Ευγενικές κυρίες, το τραγούδι μου είναι θλιμένο. Όμως, ας μην γεμίσει λύπη τις καρδιές σας, γιατί, πιστέψτε με, θα χιονίσει ξανά και το κατάλευκο χιόνι θα απλωθεί πάνω στους τάφους των εραστών. Το χθες έχει πεθάνει πιά και το το αύριο ποτέ δεν θα έρθει.

Πλησίασε την Κατερίνα και της ψιθύρισε στο αυτί τις τελευταίες λέξεις:

-Γιαυτό ας ζήσουμε και ας αγαπήσουμε σήμερα.

Η Κατερίνα τινάχτηκε ξαφνιασμένη σαν να είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο και τον κοίταξε. Ύστερα, στράφηκε στην ακολουθία της:

-Κυρίες μου, τι λέτε, πηγαίνουμε στην μεγάλη αίθουσα, να χορέψουμε με τους μασκαράδες;


Οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω απ’τον Βιγιόν, τον ευχαρίστησαν γιά το τραγούδι του και ανέβηκαν την σκάλα της βεράντας, σαν πολύχρωμα εξωτικά πουλιά. Εκείνη την στιγμή, μιά φιγούρα ντυμένη με ράσο προσκυνητή έκανε την εμφάνισή της στην άκρη της αλέας, σταμάτησε γιά λίγο διστακτικά και ύστερα διέσχισε το φεγγαρόλουστο μονοπάτι.

Η Κατερίνα δεν είχε αντιληφθεί την παράξενη φιγούρα που ήταν κρυμένη στο σκοτάδι, μέχρι που σχεδόν την ακούμπησε. Ο προσκυνητής την κοίταξε γιά μιά στιγμή και έπειτα εξαφανίστηκε βιαστικά μες στο σκοτάδι. Η Κατερίνα έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα και έτρεξε προς τον Βιγιόν που την περίμενε στην βάση της σκάλας.

-Κύριέ μου, φώναξε και εκείνος αποκρίθηκε αμέσως:

-Κυρία μου.

-Η φαντασία μου παίζει παράξενα παιγχνίδια. Μου φάνηκε ότι είδα τον Τιμπώ ντε Ωσινύ να με κοιτάει, ντυμένος με στολή προσκυνητή.

Ο Βιγιόν συνοφρυώθηκε.

-Μιά φριχτή παραίσθηση. Γιατί τα τελευταία νέα είναι πως βρίσκεται νεκρός στο στρατόπεδο των Βουργουνδών.

Η Κατερίνα ανατρίχιασε.

-Πάντα μισούσα αυτόν τον άνθρωπο. Ελπίζω να μην με καταδιώκει το φάντασμά του. Όμως, συγχώρεσε με. Μιλάω παράξενα απόψε.

-Ας σκεφτούμε πιό ευχάριστα πράγματα, απάντησε ο Βιγιόν. Θα δεις τους μασκαράδες;

-Όχι, προτιμώ το φεγγαρόφωτο από το φως των κεριών.

Ο Βιγιόν την κοίταξε σιωπηλός γιά μερικές στιγμές που του φάνηκαν ώρες.

-Να σου κάνω μιά ερώτηση; της είπε και η κοπέλα απάντησε:

-Βεβαίως.

-Είσαι ευχαριστημένη από μένα;

-Έχεις κάνει αρκετά.

-Και έχω ακόμα περισσότερα να κάνω. Εδώ και μιά βδομάδα δουλεύω αδιάκοπα. Κατάφερα να κάνω τον βασιλιά λαοφιλή, τον λαό του Παρισιού πιστό στους νόμους, το στράτευμα αφοσιωμένο...

-Τότε λοιπόν, τι κάθεσαι εδώ, στις γιορτές της Αυλής και στους χορούς των γυναικών;

Η φωνή του Βιγιόν αντήχησε περήφανη:

-Θέλω να πιστέψει ο Δούκας των Βουργουνδών, πως ο ευνοούμενος του βασιλιά δεν είναι παρά ένας φαντασμένος δανδής, ένας αυλοκόλακας που επιδίδεται σε διασκεδάσεις και ασωτείες, ενώ η τιμή του βασιλιά του λιώνει σαν μαργαριτάρι μέσα σε ξύδι –μα τα σπαθιά μας βάφονται μες στο κρασί και ακονίζονται στους ήχους του λαούτου· και απόψε ήρθε η στιγμή.

-Θα ήθελα να ήμουν άντρας, γιά να σε ακολουθήσω, αναστέναξε η κοπέλα.

Ο Βιγιόν την πλησίασε και την κοίταξε στα μάτια.

-Απόψε θα πολεμήσω γιά σένα. Οι Ουρανοί στάθηκαν καλοί μαζί μου και θα υπηρετήσω την Γαλλία υπηρετώντας σε. Ίσως γιά τελευταία φορά.

-Γιά τελευταία φορά; επανέλαβε εκείνη.

-Ναι, γλυκειά ηχώ μου. Αυτά τα μακρινά φανάρια μου λένε πως μπορεί αύριο να μην ζω. Κάποιοι από εμάς θα ονειρευτούν γιά τελευταία φορά απόψε. Μπορεί και εγώ να είμαι ανάμεσά τους.

-Ίσως να πεθάνεις πολεμώντας γιά την Γαλλία –μα εγώ θα μείνω πίσω και θα κρατώ στα χέρια την καρδιά μου.

-Γιά ποιόν;

-Αυτό θα στο πω αύριο.

Ο Βιγιόν της άγγιξε το χέρι απαλά και έδειξε με το δάχτυλο τον ανεμοδαρμένο πύργο, που στον γκρίζο τοίχο του φαινόταν καθαρά το παράξενο ρολόϊ με το παλιό Λατινικό ρητό:

"Dum Spectas, Fugit Hora, Carpe Diem."*

-Δεν υπάρχει άλλη στιγμή, παρά αυτή που ζούμε. Αυτό εκεί το ρολόϊ είναι πιό σοφό από τον σοφότερο άντρα, είπε και αμέσως μετέτρεψε την αρχαία ρήση σε ένα ομοιοκατάληκτο τετράστιχο:

-Δες πόσο γρήγορα περνά ο καιρός
ζήσε κάθε ώρα-όσο μπορείς,
στο γέλιο κάθε νέας αυγής
βαδίζει ο Χρόνος σκυθρωπός.

Η Κατερίνα χαμογέλασε βεβιασμένα.

-Αυτή η σοφία είναι τόσο παλιά, όσο και η Κιβωτός του Νώε, είπε και τραβήχτηκε μακριά του. Ο Βιγιόν την ακολούθησε.

-Λοιπόν, άσε να δούμε το αύριο τι θα φέρει. Σήμερα αισθάνομαι σαν παιδί στην χώρα των παραμυθιών. Σήμερα είμαστε αθάνατοι, εγώ και εσύ, εδώ, σ’αυτόν τον κήπο με τα ρόδα, κοιτάζοντας γιά πάντα τα πανάρχαια αστέρια και συζητώντας γιά τα μυστικά του κόσμου.

-Μπορείς να μου πεις ότι θέλεις αύριο, είπε εκείνη, μα ο Βιγιόν διαφώνησε.

-Αλίμονο, όχι! Αύριο θα είμαι θανάσιμα νηφάλιος. Σήμερα είμαι μεθυσμένος με το θεϊκό κρασί των άστρων, της ποίησης και των ρόδων. Τα αστέρια καίνε το μυαλό μου, τα ρόδα μου τρυπάν την σάρκα και οι στίχοι μου γλυκαίνουν την ψυχή. Απόψε σου μιλώ απ’την καρδιά μου.

Η κοπέλα μίλησε και η φωνή της ήταν τόσο σιγανή που μόλις έφτασε στα αυτιά του ερωτευμένου ποιητή.

-Μίλησέ μου λοιπόν απόψε.

Ο Βιγιόν ακούμπησε το χέρι του στο στήθος –στο μέρος της καρδιάς.

-Αν ήταν να πεθάνω αύριο, θα σου έλεγα απόψε μόνο αυτό: σ’αγαπώ. Ξέρω, είναι εύκολη και τετριμένη λέξη, μα η καρδιά μου σπαρταρά καθώς τα χείλη μου την ξεστομίζουν. Κλείνει μέσα της όλα όσα νοιώθω γιά σένα και ηχεί στα αυτιά μου σαν τις καμπάνες της Κόλασης. Οι άνθρωποι είναι τόσο ανόητοι ώστε δεν έχουν παρά μία μόνο λέξη γιά να περιγράψουν χιλιάδες πράγματα, χιλιάδες συναισθήματα -και την χρησιμοποιούν κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, ή οργώνοντας τα χωράφια. Μα εγώ, με ευλάβεια θα την κρατήσω γιά να περιγράψω την άγια φλόγα που ανάβει πότε-πότε ο Ουρανός σε μιά καρδιά γιά κάποια άλλη. Δεν ήξερα η λέξη τι σημαίνει, μέχρι εκείνο το Μαγιάτικο πρωινό που αντίκρυσα το ουράνιο πρόσωπο σου και η σύνεση με εγκατέλειψε σαν άδειο ρούχο, αφήνοντας την καρδιά μου γυμνή. Και τότε, η θεία φλόγα θέριεψε στα στήθη μου και ξεχύθηκε να χαιρετήσει την φλόγα των ματιών σου. Σ’αγαπώ! Αυτό θα σου έλεγα, αν ήταν να πεθάνω αύριο.

Την είχε πλησιάσει πολύ και την κοίταζε με μιά παράφορη λάμψη στα μάτια. Εκείνη του απάντησε χωρίς δισταγμό:

-Αν ήταν να πεθάνεις αύριο, θα σου έλεγα σήμερα αυτό: μιά γυναίκα αγαπάει έναν άντρα γιατί είναι γενναίος, ή όμορφος, ή σόφος, ή ευγενής –γιά χιλιάδες λόγους. Όμως, ο καλύτερος απ’όλους είναι ότι απλά τον αγαπάει, έτσι, χωρίς ποιήματα και χωρίς κανέναν λόγο -γιατί έτσι το θέλησαν οι ουρανοί, γιατί έτσι πρόσταξε η Μάνα-Γη· γιατί τα χέρια του έχουν φτιαχτεί έτσι ώστε να κρατάν σωστά την καρδιά της στις παλάμες.

Τα χέρια των εραστών ήταν πιασμένα σφιχτά το ένα μέσα στο άλλο, τα χείλη τους είχαν σχεδόν συναντηθεί. Μα το άγαλμα του Πάνα χαμογελούσε μέσα στο σκοτάδι με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι κάποιες φορές, τα χείλη των εραστών που πλησιάζουν τόσο πολύ κοντά το ένα στο άλλο, δεν θα συναντηθούν ποτέ.

-Κατερίνα, ψιθύρισε ο Βιγιόν και την τράβηξε κοντά του τρυφερά. Η μεθυστική ευτυχία του έρωτα, κυλούσε σαν αίμα κόκκινο και ζεστό στις φλέβες του ποιητή και τον ξανάφερνε στον κόσμο των ζωντανών.

Μέσα στην μακάρια ευδαιμονία τους, οι δυό ερωτευμένοι δεν πρόσεξαν τα ελαφριά βήματα στην βεράντα -ώσπου μιά φωνή ακούστηκε σαν ατσάλινη λεπίδα μες στην νύχτα· και ήταν η φωνή του Νοέλ ντε Ζολύ.

-Που είναι οι εραστές του χθες; είπε κοροϊδευτικά, καθώς διέσχιζε με βήμα αργό την σκάλα, προς το μέρος του ζευγαριού.

Άγριος θυμός άναψε μες στα στήθη του Βιγιόν, μα τον συγκράτησε.

-Η παρφουμαρισμένη πεταλούδα σου, είπε στην Κατερίνα και στράφηκε περιφρονητικά στον παρείσακτο:

-Πέτα πεταλουδίτσα μακριά, πήγαινε στη φωλιά σου.

Το απαλό πρόσωπο του Νοέλ κοκκίνησε και το λευκό του χέρι ακούμπησε την λαβή του ξίφους του. Έκρυβε μπόλικο κουράγιο κάτω απ’το λιμοκοντόρικο παρουσιαστικό του και φαινόταν να επιζητά μιά τέτοια μονομαχία.

-Άρχοντά μου, θα αναμετρηθώ μαζί σου με τα λόγια ή το ξίφος όποτε και όπου επιθυμείς, μα τώρα θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία.

Ο Βιγιόν γέλασε απειλητικά.

-Όσο έχω σοβαρότερες δουλειές θα γνωρίσεις μονάχα το ραβδί μου. Γιαυτό να το σκεφτείς διπλά πριν ξαναπαίξεις το λιοντάρι μπροστά σε μιά κυρία.

Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν γιά λίγο με μίσος, έτοιμοι να κόψουν ο ένας τον λαιμό του άλλου, όμως η Κατερίνα ακούμπησε μαλακά τον ώμο του Βιγιόν, συγκρατώντας τον.

-Άρχοντά μου, του έχω υποσχεθεί μία συνάντηση, ψιθύρησε στο αυτί του ποιητή. Θα σε δω αργότερα, προτού να φύγεις.

-Θα ξεκινήσουμε στις εννιά, θυμήσου, της είπε σιγανά ο Βιγιόν και συνέχισε σε υψηλότερο τόνο: Μέχρι τότε θα γράψω την διαθήκη μου, κληροδοτώντας χιλιάδες τίποτα σε χιλάδες τιποτένιους, γιά να μπερδέψω τις επόμενες γενιές. Άρχοντα Νόελ, δεχτείτε τα σέβη μου, είπε ειρωνικά και άρχισε να απαγγέλει με χλευασμό:

-Άρχοντα Νόελ, το βόδι λεν·
σαν φίλος, του κληροδοτώ,
καράβι δίχως τα πανιά,
χωράφι δίχως σπιτικό,
βιβλίο λευκό, ρολόϊ λειψό,
ένα θηκάρι αδειανό,
κρεβάτι ξύλινο, μονό,
ένα δαφνόφυλο ξερό,
ένα άδειο πιάτο γιά φαί,
ένα βουβό καμπαναριό,
πριόνι που δεν κόβει πιά·
να βρει στο τίποτα γιατρειά.

Ο Νόελ σήκωσε τους ώμους αδιάφορα και γύρισε την πλάτη στον Βιγιόν. Είχε θυμώσει πολύ, μα ήταν αποφασισμένος να παραμείνει απαθής.

-Τα ίδια θα αφήσεις και σε εμένα; ρώτησε τον ποιητή η Κατερίνα και εκείνος της απάντησε:

-Σε εσένα αφήνω την καρδιά μου –τώρα και γιά πάντα.

Έκανε μεταβολή και χάθηκε μες στο πυκνό σκοτάδι, ευτυχισμένος.

Η Κατερίνα στράφηκε ψυχρά στον Νόελ.

-Λοιπόν; του είπε.

-Σε αναζητώ παντού, εδώ και ώρα, διαμαρτυρήθηκε εκείνος.

Η Κατερίνα τίναξε το κεφάλι και τα μαλλιά της λαμπύρισαν στο φεγγαρόφωτο.

-Ο κόσμος δεν άλλαξε τόσο πολύ, ώστε οι γυναίκες να αναζητούν τους άντρες.

-Έχασα την εύνοιά σου, παραπονέθηκε ο Νόελ, απ’την στιγμή που ένας άγνωστος ήρθε απ’το πουθενά και κάνει τον παλιάτσο στην Αυλή.

Η Κατερίνα του έριξε ένα άγριο βλέμμα.

-Δεν σε μισώ που τον κακολογείς, μα δεν με βοηθάς να σε αγαπώ με αυτόν τον τρόπο.

Ο Νόελ πιάστηκε απ’την λέξη.

-Όμως, με αγαπούσες κάποτε, υποστήριξε.

Τον κοίταξε λυπημένα.

-Παίξαμε με μεγάλα λόγια, όπως παίζουν παιδιά με πολύχρωμες μπάλες. Είναι εύκολο να λες σε κάποιον ‘σ’αγαπώ’ και συχνά πολύ γλυκό –όμως, παρόλα αυτά, οι μπάλες κυλούν στην γωνία και τα παιδιά τις ξεχνούν σαν μεγαλώνουν.

Μία έκφραση λύπης απλώθηκε στο όμορφο πρόσωπο του Νόελ.

-Με έχεις ξεχάσει πιά; την ρώτησε.

Η Κατερίνα τραβήχτηκε μακριά του και οι αχτίδες του φεγγαριού μπήκαν ανάμεσά τους.

-Η καρδιά μου ήταν μπουμπούκι μιά εβδομάδα πριν –και τώρα άνθισε.

Ο Νόελ τίναξε τα χέρια του με απελπισία.

-Έλεος, Θεέ μου! Τι έχει εκείνος περισσότερο, γιά να με αρνηθείς; Ιππεύει ένα άλογο καλύτερα; Ή κυνηγάει καλύτερα με το γεράκι; Μονομαχεί καλύτερα; Παίζει καλύτερα λαούτο; Είναι καλύτερος χορευτής, ή πότης, ή στρατιώτης; Σε καμμία περίπτωση! Και αρχίζω να πιστεύω ότι δεν σε αγαπάει όσο εγώ!

Η Κατερίνα, κουρασμένη απ’την λογομαχία, άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της βεράντας. Στο κεφαλόσκαλο, στάθηκε και του είπε:

-Όταν ένας άντρας έρχεται στην Αυλή, είναι ευτυχία να είσαι γυναίκα. Θα το μάθεις κάποτε αυτό άρχοντα Νόελ –όταν γίνεις άντρας.

Ο Νόελ της απάντησε:

-Δεν είναι δα πολύ αντρείκιο να είσαι ο ευνοούμενος του βασιλιά. Εκείνοι που μεγάλα λόγια λένε, λίγο συνήθως αξίζουν. Η παλιά αγάπη διαρκεί περισσότερο απ’τους ενθουσιασμούς.

Η Κατερίνα τον κοίταξε βλοσυρή.

-Μιλάς σαν την Σφίγγα, μα εγώ είμαι άμαθη στα αινίγματα. Έχε γειά, είπε και μπήκε στο παλάτι.

Ο Νόελ την ακολούθησε με το βλέμμα, μέχρι που χάθηκε.

-Γιατί αρέσουν στις γυναίκες τα ρεμάλια; αναρωτήθηκε με παράπονο. Ας είναι, συμπλήρωσε μονολογώντας. Υπάρχουν και άλλες γυναίκες στο παλάτι και ένας συνετός άντρας θα έκανε διαφορετική επιλογή.

Στο μαρμάρινο τραπέζι ήταν ακουμπισμένη μιά κανάτα με κρασί και μερικά ποτήρια. Ο Νόελ ήπιε μία κούπα, προσπαθώντας να παρηγορηθεί. Ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον καλούσε το καθήκον, μα παρέτεινε γιά λίγο την παραμονή του στον κήπο.

-Θα εκδικηθώ, μονολόγησε. Αν ο αστρολόγος μου παίξει καλά τον ρόλο του και πείσει τον ανόητο βασιλιά γιά την κακή μαγεία του Κόμη του Μοντκορμπιέ, όλα θα αλλάξουν.

Έκανε μιά αναδρομή στα γεγονότα της τελευταίας βδομάδας. Αν και η Κατερίνα τον είχε αρνηθεί, η Ουγέτ είχε σταθεί καλή μαζί του και το Χρυσό Κουπί είχε βρει έναν τακτικό πελάτη στο πρόσωπο του ντελικάτου αυλικού. Ήταν η Ουγέτ εκείνη που, ακούγοντας τα παράπονά του γιά τον Μεγάλο Αυλάρχη, είχε καταστρώσει αυτό το έξυπνο σχέδιο, το βασισμένο στις προλήψεις του βασιλιά, συστήνοντάς του έναν καινούριο αστρολόγο, που θα έλεγε στον Λουδοβίκο ότι ακριβώς ήθελε ο άρχοντας Νόελ. Το σχέδιο φάνηκε τέλειο στον Νόελ, που εμπιστεύτηκε στην Ουγέτ το σύνθημα γιά να βάλει τον αστρολόγο στο παλάτι το ίδιο βράδυ.

Καθώς ήταν βυθισμένος στους συλογισμούς του, μιά φιγούρα με ράσο προσκυνητή τον πλησίασε αθόρυβα και στάθηκε γιά λίγο, παρατηρώντας τον. Μόνο ο Πάνας μπορούσε να δει το πρόσωπο κάτω απ’την κουκούλα –ένα γυναικείο πρόσωπο με λαμπερά μάτια, πλαισιωμένα από έναν χείμαρο χρυσών μαλλιών. Όταν η κοπέλα είδε τον Νόελ, φόρεσε στο πρόσωπό της μία μάσκα, τον πλησίασε αθόρυβα και τον άγγιξε στον ώμο.

Ο Νόελ γύρισε ξαφνιασμένος και άντίκρυσε –όπως πίστευε- έναν μασκαρά προσκυνητή.

-Μπορώ να σας προσφέρω ένα κομποσχοίνι; τον ρώτησε η Ουγέτ, με βαριά, αγνώριστη φωνή.

Ο Νόελ της απάντησε ενοχλημένος:

-Τράβα τον δρόμο σου προσκυνητή. Δεν έχω διάθεση γιά χωρατά.

Σηκώθηκε να φύγει, μα ο επίμονος προσκυνητής τον ακολούθησε.

-Έχετε μήπως όρεξη γιά γυναικεία παρέα;

Ο Νόελ σταμάτησε απότομα.

-Θα μου την ικανοποιήσεις εσύ, προσκυνητή; Περιμένω μιά γυναίκα.

Η επιμονή του προσκυνητή δεν καμφθηκε.

-Είναι ψηλή ή κοντή, νέα ή γριά, ξανθιά ή μελαχροινή, γλυκιά ή ξινή;

Ο Νόελ απάντησε παιγχνιδιάρικα:

-Έχει τα χρώματα του χαμαιλέοντα, την ηλικία του αρχαίου κόσμου, το ύψος της καρδιάς κάθε άντρα και είναι γλυκόπικρη σαν το κυδώνι.

Η κοπέλα έβγαλε την μάσκα και τράβηξε πίσω την κουκούλα.

-Έχει το ύψος, την χάρη, τα χρόνια και την γεύση μου;

Ο Νόελ έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς.

-Καλωσήρθες μάγισσα, φώναξε, γιατί μαζί σου φέρνεις την πιό όμορφη αγάπη του κόσμου.

Άνοιξε την αγκαλιά του να την υποδεχθεί, μα εκείνη αρνήθηκε ευγενικά.

-Σώπα! Δεν είμαι τώρα μιά πιστή της Αφροδίτης, μα ένας συνομότης σκοτεινός. Γυρίζει ο κόσμος σαν τροχός κεραμοποιού, δίνοντας σχήμα στον πηλό των σκοτεινών σχεδίων μας. Ο μάγος ήρθε γιά τον βασιλιά. Ο Λουδοβίκος θάρθει;

Ο Νόελ αποκρίθηκε με σιγουριά:

-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Διψάει γιά την σοφία των άστρων. Ο μάγος σου ξέρει το μάθημά του;

-Είναι άψογος μαθητής. Όταν είσαι έτοιμος, κράξε σαν κουκουβάγια τρεις φορές και ένας φίλος θα στον φέρει. Θα συκοφαντήσει τον Μεγάλο Αυλάρχη, θα παινέψει τον Τριστάν και τον Ολίβιε και θα εξυμνήσει την χάρη του Νοέλ λε Ζολύ.

Ο Νόελ χαμογέλασε μοχθηρά.

-Τότε θα γίνω ο άρχοντας του κάστρου και εσύ θα πάρεις δώρο ένα ολόχρυσο περιδέραιο, με μαργαριτάρια τόσο μεγάλα, όσο τα δάκρυα παρθένας.

Ο Νόελ δεν αντιλήφθηκε τον χλευασμό στα λόγια της Ουγέτ, καθώς του απαντούσε με υποκριτική ευγένεια:

-Ξέρεις πως να κερδίζεις μιά γυναίκα.

-Δόξα τον Θεό, δεν είμαι ένας φτηνός έμπορος στίχων, είπε ο Νόελ. Πληρώνω τους λογαριασμούς μου.

Πήρε την Ουγέτ στην αγκαλιά του και προσπάθησε να την φιλήσει, όμως εκείνη τον απέφυγε με μαεστρία.

-Θα σε φιλήσω μόλις τελειώσουμε, του είπε.

Ο Νόελ θα είχε επιμείνει, μα εκείνη ακριβώς την στιγμή το μεγάλο ρολόϊ του πύργου χτύπησε το μισάωρο και του θύμισε πως τον περίμενε ο βασιλιάς.

-Είσαι γενημένη πολιτικός, της είπε σιγά. Με περιμένει ο βασιλιάς.

Άνοιξε την πόρτα του πύργου και στάθηκε γιά λίγο, κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη την κοπέλα, που του χαμογελούσε σκανδαλιάρικα. Ύστερα, μπήκε στο παλάτι, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Αμέσως η έκφραση της Ουγέτ άλλαξε. Το πρόσωπό της γέμισε περιφρόνηση γιά τον αριστοκράτη εραστή της.

-Φουκαριάρικο, χαζό, φαντασμένο παγώνι, βρυχήθηκε. Ύστερα η οργή της εξατμίστηκε, καθώς η σκέψη ενός άλλου άντρα ήρθε στο μυαλό της και το όνομά του φλόγισε τα χείλη της.

-Ο κόσμος είναι ξινός σαν σάπιο πορτοκάλι από τότε που έφυγε ο Φρανσουά, ψιθύρησε με λύπη.

Ξαναφόρεσε την μάσκα και η ματιά της έπεσε στο λαούτο που είχε αφήσει ο Βιγιόν στο μαρμάρινο κάθισμα. Το πήρε και άρχισε να παίζει έναν μελαγχολικό σκοπό, σιγομουρμουρίζοντας τους στίχους του ποιητή:

-Κόρες του πόθου, μία και όλες, με ωραία πρόσωπα απαλά...

Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Βιγιόν ζαλισμένος από τις απογευματινές εξελίξεις, μπήκε στον κήπο και αντίκρυσε την ρασοφορεμένη φιγούρα να κάθεται στο μαρμάρινο παγκάκι. Αμέσως το μυαλό του πήγε στους δυό προσκυνητές που αντάλασαν χαιρετισμούς στην παράξενη διάλεκτο της Αδελφότητας των Κοχυλιών.

-Να ένας ακόμα προσκυνητής, σκέφτηκε αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο. Διέσχισε γρήγορα τον κήπο και χαιρέτησε τον ρασοφόρο.

-Γειά σου μικρέ αδερφέ.

Η Ουγέτ σηκώθηκε και του απάντησε πειραχτικά:

-Γειά σου και σένα μικρή αδερφή.

-Γιατί με λες μικρή αδερφή; την ρώτησε έκπληκτος ο Βιγιόν.

Ο μασκοφορεμένος προσκυνητής απάντησε ζωηρά:

-Αν εγώ είμαι αδερφός σου, τότε εσύ πρέπει να είσαι η αδερφή μου. Όμως, είσαι μακριά απ’το εκκλησίασμα.

-Θα σε πείραζε να μου δώσεις μερικές απαντήσεις;

-Θα σου πω μονάχα καληνύχτα, του είπε και γύρισε να φύγει, μα εκείνος την άρπαξε απ’το μπράτσο.

-Δεν θα μου γυρίσεις την πλάτη πριν δω το πρόσωπό σου, της απάντησε αποφασιστικά.

Πριν η κοπέλα προλάβει να αντισταθεί της τράβηξε την μάσκα. Έκπληκτος, αντίκρυσε το όμορφο γνώριμο πρόσωπο της Ουγέτ και ασυναίσθητα φώναξε το όνομά της. Η κοπέλα εμείνε ακίνητη γιά μιά στιγμή και έπειτα πλησίασε κοντά του.

-Ποιός είσαι; τον ρώτησε απότομα.

Αντί γιά απάντηση, ο Βιγιόν έβγαλε με την σειρά του την μάσκα.

Η Ουγέτ τον κοίταξε προσεκτικά χωρίς στην αρχή να τον αναγνωρίζει, μα σε μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια της φωτίστηκαν και τον άρπαξε στην αγκαλιά της με μία χαρούμενη κραυγή.

-Φρανσουά, κατεργαράκο, που ήσουν αυτόν όλο τον καιρό; Έλεγαν πως είσαι εξορία. Πόσο γεναίος είσαι! Από που έκλεψες τόση μεγαλοπρέπεια; Σουφρώνεις πορτοφόλια; Ξεπουπουλιάζεις τα κορόϊδα;

Ο Βιγιόν αγνόησε τις ερωτήσεις της.

-Τι κάνεις εδώ Ηγουμένη;

-Ο αφελής δανδής Νόελ λε Ζολύ μου χάρισε την εύνοιά του αυτήν την εβδομάδα και του έχω ετοιμάσει ένα κάζο που θα κάνει χρόνια να ξεχάσει. Φίλησέ με, τον παρότρυνε φέρνοντας το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό του. Όμως ο Βιγιόν τραβήχτηκε πίσω.

-Θα έπρεπε να κρατάς τα φιλιά σου γιά τον ευγενικό Νόελ.

Η Ουγέτ τον έσπρωξε οργισμένη.

-Όταν τριβόσουν πάνω μου σαν γάτος και πετάριζες γύρω μου σαν σπουργίτι, δεν ήσουν τόσο σοβαρός. Σε μάγεψε καμμιά αριστοκράτισσα; Σκεπάζεσαι μονάχα με μετάξι και ντύνεσαι μες στα βελούδα; Ε, βέβαια, αν το κοχύλι είναι γλυκό, το όστρακο τι να το κάνεις; Γιατί, αλοίμονο, να σε αγαπήσει μιά γυναίκα;

Ο Βιγιόν δεν έδωσε σημασία στο ξέσπασμά της, μα επανέλαβε την ερώτησή του απτόητος:

-Ουγέτ, τι δουλειά έχεις εδώ;

Ο θυμός της κοπέλας ήταν σύντομος, σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Ήρθε ξανά κοντά του και τον αγκάλιασε.

-Η καρδιά μου δεν μπορεί να σου αρνηθεί καμμία χάρη. Ο Ρενέ ντε Μοντινύ σκάρωσε ένα θαυμάσιο παιγχνίδι και εσύ δεν ήσουν εκεί να πάρεις μέρος.

-Τι παιγχνίδι; ξαναρώτησε ο Βιγιόν.

-Αυτός ο βλάκας ο Νοέλ δασκαλεμένος από εμένα έπεισε τον βασιλιά να δει έναν καινούριο αστρολόγο σήμερα το βράδυ, εδώ, στον κήπο με τα ρόδα. Ο Νόελ πιστεύει ότι ο αστρολόγος θα συμβουλέψει τον βασιλιά να διώξει απ’το παλάτι τον Αυλάρχη και να διορίσει στη θέση του την αφεντιά του, μα οι σύντροφοι της Αδελφότητας έχουν άλλα σχέδια. Μόλις ο βασιλιάς πέσει στα νύχια μας, θα τον βγάλουμε κρυφά απ’το Παρίσι και θα τον πουλήσουμε στους Βουργουνδούς.

Ο Βιγιόν κράτησε την ανάσα του.

-Σπουδαίο σχέδιο, είπε, αλλά ποιός θα υποδυθεί τον αστρολόγο;

-Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, απάντησε η κοπέλα, που παριστάνει τον νεκρό, αλλά περιμένει μιά ευκαιρία γιά να εκδικηθεί.

Ο Βιγιόν αναπήδησε στο άκουσμα του νέου αυτού και μετά θυμήθηκε τα λόγια της Κατερίνας.

-Άρα ήταν πράγματι αυτός! μονολόγησε.

Η Ουγέτ συνέχισε την ιστορία της.

-Ο Νόελ θα μας δώσει σήμα με ένα τριπλό κρώξιμο κουκουβάγιας.

Ο Βιγιόν σκεφτόταν τόσο γρήγορα, που, μετά βίας την άκουγε.

-Αυτή η ιστορία με τον αστρολόγο μπορεί να με ωφελήσει πολύ. Πραγματικά απίθανη εξέλιξη –μία στο εκατομμύριο, μονολόγησε, βηματίζοντας νευρικά στο γρασίδι. Αν κλείσω τα μάτια και βουλώσω τα αυτιά, ο καλός Τιμπώ θα πάει απόψε τον Λουδοβίκο στον Βουργουνδό και έτσι δεν θα με κρεμάσει αύριο.

Η κοπέλα τον ακολούθησε τραβώντας του το μανίκι.

-Τι μουρμουρίζεις εκεί;

Ο Βιγιόν συνέχισε να βηματίζει μονολογώντας:

-Αν στο μεταξύ οι Βουργουνδοί κόψουν τον λαιμό του μπάρμπα-Λουδοβίκου, η Γαλλία θα έχει γλυτώσει από έναν ανίκανο και βλάκα βασιλιά και εγώ θα είμαι ελεύθερος να παντρευτώ την Κατερίνα, να κρατήσω το Παρίσι, να γίνω ηγεμόνας της Γαλλίας...

-Φρανσουά, μίλησέ μου, είπε η Ουγέτ, μα εκείνος δεν την άκουσε.

-Θα είμαι τρελός αν αφήσω τέτοια ευκαιρία να γλιστρήσει μέσα απ’τα χέρια μου. Από την άλλη όμως, έχω δώσει όρκους πίστης, τιμής και αξιοπρέπειας στην δέσποινά μου.

Η Ουγέτ στάθηκε μπροστά του σταματώντας τον αδιάκοπο βηματισμό.

-Φρανσουά! Φρανσουά!

-Ναι, μικρή μου;

-Τι σε νοιάζει εσένα τι θα κάνουν τον χαζοβασιλιά;

-Ηγουμένη, θέλω κομμάτι απ’την πίτα. Γιά χάρη του παλιού καιρού, θα κρατήσεις ένα μυστικό;

Η κοπέλα τον κοίταξε με λατρεία.

-Η επιθυμία σου είναι διαταγή.

-Θα λάβω μέρος σε αυτήν την επιχείρηση. Είμαι ο Βασιλιάς των Κοχυλιών και επιστρέφω στο πόστο μου. Δώσε μου το ράσο και θυμήσου, ούτε λέξη στην Αδελφότητα. Θέλω να κάνω έκπληξη στον Τιμπώ.

Της έβγαλε το ράσο και μπροστά του εμφανίστηκε η παλιά Ουγέτ, με την γνώριμη πράσινη φορεσιά της.

-Κρύψου πίσω απ’τα ρόδα μέχρι να αρχίσουν τα παιγχνίδια, της είπε.

-Αγαπημένε μου Φρανσουά, απάντησε η κοπέλα λιγωμένα και εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.

Ο Βιγιόν την κοίταξε να απομακρύνεται και μονολόγησε:

-Αυτή η κοπέλα είναι γρήγορη σαν λαγός και βλάκας με πατέντα.

Ύστερα την έβγαλε απ’το μυαλό του και καταπιάστηκε με τον μεγάλο γρίφο.

-Πως θα κουμαντάρω τα πράγματα; Από την μιά μεριά της ζυγαριάς, δόξα μεγάλου βασιλιά· από την άλλη, η τιμή ενός φτωχού ποιητή. Βασιλιάς, ζητιάνος, ζητιάνος, βασιλιάς...

Σώπασε γιά λίγο ζυγίζοντας τις πιθανότητες. Στο κάτω-κάτω δεν χρωστούσε καμία χάρη στον Λουδοβίκο. Τον είχε χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτα σε αυτό το ξεδιάντροπο παιγχνίδι. Τον βασάνιζε με ένα άπιαστο όνειρο. Και, εάν δεν κατάφερνε να κερδίσει την καρδιά της Κατερίνας, το επόμενο απόγευμα θα ήταν κρεμασμένος στην πλατεία του Παρισιού με την γλώσσα έξω και τα κοράκια θα του έτρωγαν τα μάτια. Δεν είχε παρά να αφήσει τον Τιμπώ να κάνει την δουλειά του και θα έμενε αυτός, μόνος και αδιαφιλονίκητος άρχοντας του Παρισιού, χωρίς τον φόβο κάποιας τιμωρίας και, βασιζόμενος στην αγάπη του λαού στο πρόσωπό του, θα προσπαθούσε να οικοδομήσει ένα βασίλειο χωρίς βασιλιά –μιά δημοκρατία στα πρότυπα της Ρωμαϊκής. Τεράστια προοπτική.

-Γιατί όχι; αναρωτήθηκε, μα αμέσως μετά άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε ότι έδωσε τον λόγο του, ότι είχε ορκιστεί αφοσίωση σε αυτόν τον αλόκοτο βασιλιά που έπαιζε μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι, μα που του είχε δώσει ωστόσο την δυνατότητα να διεκδικήσει την εκλεκτή της καρδιάς του κατά την διάρκεια αυτής της ονειρικής εβδομάδας. Είχε δώσει τον λόγο του. Αυτό ίσως να μην σήμαινε τίποτα γιά αυτόν οχτώ μέρες πριν, όταν ζούσε με το στιλέτο στο χέρι στην Αυλή των Θαυμάτων, όπου ήταν προσόν να είναι κάποιος καλός ψεύτης όσο και επιδέξιος πορτοφολάς και ένα καλό ψέμα ήταν σχεδόν ισάξιο με μιά πετυχημένη κλοπή. Μα τις τελευταίες εφτά μέρες, η ζωή του είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό νόημα, μιά άλλη προοπτική μέσα απ’τα μάτια της Κατερίνας και αυτό που ήταν μέχρι χτες φυσιολογικό, τώρα του φαίνοταν αδιανόητο. Επαναλάμβανε συνεχώς το όνομά της σαν προσευχή ενάντια στον πειρασμό και η καρδιά του δυνάμωνε από το ξόρκι.

Πλησίασε την πόρτα του πύργου, όταν εκείνη άνοιξε απότομα και ο Βιγιόν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Νόελ λε Ζολύ, που πάγωσε στην θέα του αντιπάλου του –όμως ο Βιγιόν τον έπιασε απ’τον ώμο. Ο φτωχός λιμοκοντόρος ήταν αρκετά γενναίος ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν δόλωμα γιά τον Τιμπώ ντε Ωσινύ.

-Άρχοντα Νόελ, είπε, έχω μερικά πράγματα να σου πω στο αυτί. Τον τράβηξε μέσα στον πύργο και άρχισε να του μιλάει βιαστικά. Ο Νόελ λε Ζολύ πάγωσε στο άκουσμα των λέξεων του Βιγιόν και χιλιάδες σκέψεις πέρασαν μονομιάς απ’το μυαλό του. Ύστερα τον άφησε στο σκοτάδι του πύργου και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δωμάτιο του βασιλιά. Ο Νόελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον κήπο, έκπληκτος απ’τα παράξενα νέα που του είχε μεταφέρει ο ποιητής. Έβαλε τα χέρια του στο στόμα και έκραξε τρεις φορές σαν κουκουβάγια, αφήνοντας μικρές παύσεις ανάμεσα στις κραυγές. Μετά ανέβηκε τρέχοντας την στενή σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του βασιλιά με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.







ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ





*Όσο κοιτάς η ώρα περνά, άδραξε την μέρα.