ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ.

Η πόρτα άνοιξε και μιά νέα γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένη σύμφωνα με την μόδα της εποχής, με διακριτική φινέτσα. Την συνόδευε ένας οπλισμένος άντρας. Καθώς περνούσε το κατώφλι, του ψιθύρισε σιγά στο αυτί: «Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι το μέρος;». «Σίγουρος», αποκρίθηκε εκείνος.. «Περίμενέ με έξω», τον διέταξε και ο υπηρέτης υπάκουα κρύφτηκε στο στενό. Η γυναίκα τυλίχτηκε με τον μανδύα της και μπήκε στην ταβέρνα. Από το κεφαλόσκαλο δεν μπορούσε να δει τον Βιγιόν που κοιμόταν στην γωνιά του. Οι μόνοι που έβλεπε ήταν δυό άντρες που έπαιζαν χαρτιά. Τους πλησίασε προσεκτικά και ακούμπησε ελαφρά τον Τριστάν στον ώμο.
Εκείνος, έστρεψε το καλυμένο πρόσωπό του προς το μέρος της. Ο Λουδοβίκος βρήκε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει τα χαρτιά που κρατούσε στο χέρι ο συμπαίκτης του και με μιά γρήγορη κίνηση αντικατέστησε ένα από τα δικά του φύλα με κάποιο άλλο, της αρεσκείας του.

«Ήρθε από εδώ ο κύριος Φρανσουά Βιγιόν σήμερα;», ρώτησε η γυναίκα.
Η φωνή της ήταν γλυκειά και ζεστή –μιά φωνή που ο Τριστάν γνώριζε πολύ καλά. Παρά το ξάφνιασμά του, την άκουσε ασυγκίνητος. Είχε χαμηλώσει λίγο την κουκούλα του μανδύα της, επιτρέποντάς του μιά φευγαλέα ματιά στο όμορφο, νεανικό της πρόσωπο – μα ο Τριστάν δεν χρειαζόταν καν αυτή την ματιά γιά να βεβαιωθεί.
«Να, εκειδά, μπρος στο τζάκι», της απάντησε, βραχνιάζοντας επίτηδες την φωνή του και έδειξε προς τον πάγκο του ποιητή. Το βλέμμα της γυναίκας ακολούθησε το νεύμα του και είδε την σκοτεινή φιγούρα του Φρανσουά, σωριασμένη στην άκρη του πάγκου.
«Σε ευχαριστώ», του είπε απλά και προχώρησε προς το μέρος του Βιγιόν με αβέβαιο βήμα, προσπαθώντας να διακρίνει τα περιγράμματα μέσα στο μισοσκόταδο.

Ο Τριστάν έσκυψε βιαστικά στο μέρος του βασιλιά.
«Το νου σου μεγαλειώτατε. Ξέρεις ποιά ήταν αυτή;»
Ο Λουδοβίκος, κοιτάζοντας το κλεμένο χαρτί του απάντησε αδιάφορα:
«Κάποια μαριδούλα που σε πέρασε γιά γλάρο;», μα οι επόμενες κουβέντες του Τριστάν τον έβγαλαν απ’την αταραξία του. «Η περήφανη κοπέλα που σου αρέσει μεγαλειώτατε, η λαίδη Κατερίνα της Βωσέλ».
Ο βασιλιάς στράφηκε προς το μέρος του ξαφνιασμένος.
«Χο, χο», σιγογέλασε, «η όμορφη Κατερίνα περιμένει τον Τιμπώ;».
«Όχι. Ψάχνει τον Φρανσουά Βιγιόν», απάντησε ο Τριστάν.
Ο Λουδοβίκος μισόκλεισε τα μάτια. «Νάναι αυτή η κοπέλα που μας έλεγε; Λες να τους πιάσαμε στα πράσα;». Κοίταξε την ακίνητη φιγούρα της γυναίκας και μετά εξέτασε με το βλέμμα του τον χώρο. Πίσω του ήταν μιά μικρή πόρτα. Την άνοιξε αθόρυβα, κοίταξε μέσα και έγνευσε στον Τριστάν να τον ακολουθήσει στον σκοτεινό διάδρομο.

Όταν ο Τριστάν εξαφανίστηκε, η κοπέλα κινήθηκε προς τον κοιμισμένο ποιητή. Ο βασιλιάς την παρακολουθούσε προσεκτικά και άρχισε επίσης να κινείται, κρυμένος στην σκιά του τοίχου. Ο σκοπός του ήταν να φτάσει στο σκοτεινό χώρο πίσω απ’τον πάγκο, όπου το πονηρό μυαλό του είχε ήδη εντοπίσει μία καλή κρυψώνα γιά λαθρακουστές –γιατί αυτό ακριβώς ήταν το μεγάλο βίτσιο του βασιλιά· να κρυφακούει. Το πάτημά του ήταν πάτημα γάτας και η ανάσα του αθόρυβη σαν ποντικιού. Γιά μιά στιγμή, σταμάτησε μπρος στην εξώπορτα σαν να ήθελε να βγει απ’την ταβέρνα, μα, αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του, κούρνιασε στη γωνιά του, καθώς η κοπέλα έσκυψε πάνω απ’τον κοιμισμένο ποιητή και τον ακούμπησε αποφασιστικά στον ώμο, έκπληκτη και η ίδια από το τολμηρό εγχείρημά της.

Ο Βιγιόν κινήθηκε ανήσυχα, καθώς το σταθερό της άγγιγμα τον ξύπνησε απ’τον βαθύ του ύπνο και γρύλισε με δυσφορία χωρίς να κοιτάξει την κοπέλα.
«Τι συμβαίνει;».
«Θέλω να σου πω δυό κουβέντες», του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα.

Σηκώθηκε βαριά στα πόδια του και η κοπέλα πισωπάτησε μέχρι το κέντρο του δωματίου –που τώρα της φαινόταν άδειο. Τα τεντωμένα νεύρα της την εμπόδισαν να αναρωτηθεί οτιδήποτε σε σχέση με την εξαφάνιση των δύο θαμώνων του πανδοχείου.
Αν κάποια στιγμή πρόσεξε την ξαφνική τους απουσία, το έκανε μάλλον με ανακούφιση, αφού η αποχώρηση τους την άφηνε μόνη με τον ποιητή. Ο Βιγιόν την ακολούθησε σαν υπνοβάτης, προσπαθώντας να συνέλθει απ’τον λήθαργο. Ξαφνικά η γυναίκα τράβηξε την κουκούλα που της έκρυβε το πρόσωπο και το όραμα που τον στοίχειωνε άστραψε μπρος στα έντρομα μάτια του· μία περήφανη, πανέμορφη οπτασία.

Σταυροκοπήθηκε σαστισμένος, καθώς αναρωτιόταν –σχεδόν μονολογώντας- με μιά φωνή που ακούστηκε ξένη στα ίδια του τα αυτιά: «Είσαι αληθινή;».
«Μοιάζω με φάντασμα;», του αντιγύρισε εκείνη την ερώτηση.
Μέσα σε μιά έκσταση χαράς, ο Βιγιόν γονάτισε μπροστά της.
«Αν ονειρεύομαι, παρακαλώ τον Ουρανό ποτέ να μην ξυπνήσω», ψέλισε κοιτάζοντάς την με δέος.

Η κοπέλα έβγαλε απ’τον κόρφο της μία περγαμηνή και την κράτησε μπροστά του.
«Μου έγραψες αυτούς τους στίχους. Απ’τους παπούδες μου έχω μάθει πως οι ποιητές λένε πολλά μα εννοούν λίγα. Πως οι όρκοι τους είναι όπως το μελόψωμο· γεμάτοι γλύκα και εύκολο να φαγωθούν. Είσαι και εσύ ένας απ’αυτούς;».

Ο Βιγιόν στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια. Αντιλαμβανόταν ότι αυτή η εξαίσια οπτασία ήταν αληθινή· γυναίκα από σάρκα και αίμα με ανθρώπινη φωνή.
«Κάθε λέξη μου είναι αληθινή. Σ’αγαπώ», της απάντησε με τραχιά φωνή.
«Πως είναι δυνατόν; Μονάχα επειδή είδες ένα όμορφο πρόσωπο;».

Ένα τεράστιο κύμα ευτυχίας είχε πλημυρίσει την καρδιά του ποιητή. Στο μυαλό του φτεροκοπούσαν οι λέξεις, σαν μέλισες στην κυψέλη τους. Μίλησε αργά και σταθερά, με μάτια που έλαμπαν.

«Επειδή είσαι το πιό αξιαγάπητο πλάσμα στην γη. Αν μάζευα όλες μου τις σκέψεις, όλα τα όνειρά μου γιά μιά γυναίκα –μία τέλεια γυναίκα- αυτή η γυναίκα θα ήσουν εσύ. Σε όλη τη ζωή μου διάβαζα ιστορίες αγάπης και προσπαθούσα να βρω την κρυφή τους αλήθεια στα λαμπερά μάτια που συναντούσα –χωρίς ποτέ να το κατορθώσω. Έμοιαζα να ψάχνω το Άγιο Δισκοπότηρο. Μα σαν σε αντίκρυσα, ο γερο-Ουρανός και η γριά-Γη μικρύναν μπρος στα μάτια μου και κατάλαβα επιτέλους τι σημαίνει αγάπη. Ο κόσμος μου άλλαξε όταν σε είδα. Κάθε λεπτή γεύση, κάθε όμορφο χρώμα, κάθε απαλός ήχος, έχει μέσα του κάτι δικό σου. Τρώω και πίνω, βλέπω και ακούω δοξάζοντας την χάρη σου. Οι άνθρωποι στον δρόμο είναι ευλογημένοι γιατί εσύ περπατάς ανάμεσά τους.
Αυτή η πλάκα στο πάτωμα είναι ιερή γιατί το πόδι σου την άγγιξε. Σ’αγαπώ! Όλη η σοφία, η πίστη, η τιμή, η ανθρωπιά, η ελπίδα, όλη η χάρη, υπάρχουν σε αυτές τις λέξεις: σ’αγαπώ».

Η κοπέλα τον κοίταξε έκπληκτη, με ορθάνοιχτα μάτια, σαν να έβλεπε ένα άγριο ζώο του δάσους να έρχεται καταπάνω της. Όμως, τα λόγια του φάνηκαν να την ευχαριστούν, καθώς του απάντησε χωρίς καθυστέρηση:

«Λοιπόν, ήρθα εδώ γιά να δοκιμάσω τους ισχυρισμούς σου. Αν εννοείς κάθε λέξη που είπες, κάθε συλαβή, κάθε γράμμα, μπορείς να μου φανείς χρήσιμος. Αν όχι, καληνύχτα και αντίο».

Και με αυτά τα λόγια έκανε μιά μικρή κίνηση, σαν να ήταν έτοιμη να φύγει. Ο Βιγιόν άπλωσε το χέρι και την σταμάτησε.
«Έγραψα κάθε λέξη με το αίμα της καρδιάς μου», διαμαρτυρήθηκε –και ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει την ειλικρίνεια στα λόγια του. Πλησίασε πολύ κοντά στο πρόσωπό του και του μίλησε πολύ σιγά, μα σταθερά.

«Άκου. Είμαι μία απ’τις Κυρίες των Τιμών της Βασίλισσας. Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ -ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας- με ποθεί. Θέλει να τον παντρευτώ. Προσπάθησε να με αναγκάσει να υποταχθώ στην θέλησή του, προσπάθησε με δόλιους τρόπους να με σύρει στο κρεβάτι του· και γιά αυτό τον μισώ –όπως άλλωστε θα όφειλες και εσύ, γιατί αυτός σε ξυλοφόρτωσε».

Ο Βιγιόν –που, σαν σε όνειρο την άκουγε μέχρι εκείνη την στιγμή- την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Ώστε αυτός ήταν», μονολόγησε μεγαλόφωνα.

Η κοπέλα, πλησίασε ακόμα πιό κοντά του και συνέχισε την εκμυστήρευσή της.

«Μου έδωσε τους στίχους σου –μου πέταξε στα μούτρα σχεδόν την περγαμηνή- και μου διηγήθηκε κομπάζοντας την περιπέτειά σου. Όταν τους διάβασα, σκέφτηκα πως, αν ένας ποιητής λέει αλήθεια, είσαι ο μόνος άνθρωπος σε όλη την Γαλλία που μπορεί να με βοηθήσει».

Ο Βιγιόν πισωπάτησε. Με μία ξαφνική έκλαμψη, το μυαλό του καθάρισε απ’τις αναθυμιάσεις του κρασιού και την μαγεία του θαύματος της παρουσίας της στην σκοτεινή ταβέρνα, αφήνοντάς τον αντιμέτωπο με την ωμή πραγματικότητα.
«Μου λες αλήθεια; Δεν ήταν ο ξανθομάλης, ροδομάγουλος εραστής σου;», την ρώτησε στα ίσα.

Η Κατερίνα διαμαρτυρήθηκε με αγανάκτηση.
«Ο Νοέλ λε Ζολύ είναι όμορφος άντρας και τον ερωτεύονται πολλές γυναίκες, μα εγώ δεν αγαπώ κανέναν· μόνο μισώ· έναν· τον Τιμπώ ντε Ωσινύ. Κατάλαβες;»

«Νομίζω ναι», απάντησε λυπημένα ο Βιγιόν.

Η κοπέλα πλησίασε ακόμη πιό κοντά στον ποιητή. Η απόσταση που χώριζε τα πρόσωπά τους δεν ήταν πιό μεγάλη πιά, από όσο φάρδος κάμας πλατύστομου σπαθιού.
Το πρόσωπό της του φάνηκε πολύ ωχρό μέσα στο μισοσκόταδο. Μιά ασημαχτίδα άξαφνα την φώτισε, καθώς τα σύνεφα τραβήχτηκαν γιά μιά στιγμή και φάνηκε η Σελήνη –μισή, σαν δρεπάνι- στον σκοτεινό Ουρανό. Τα χείλη της έμοιαζαν τόσο κόκκινα, όσο ρουμπίνι πάνω σε τιάρα επισκόπου· και έλαμπαν τα μάτια της σαν τον Αυγερινό –που λένε και Εωσφόρο. Ήταν αυτός που έτρεμε και όχι η κοπέλα –που ξεστόμιζε λόγια παράξενα, παράταιρα με την παρθενική της φύση- λόγια που είπε ψιθυρίζοντας και ήχησαν όμοια με ατσάλινο λεπίδι.

«Σκότωσέ τον. Λένε πως είσαι άριστος ξιφομάχος. Είσαι λίγο καλύτερος από έναν εκτός νόμου. Λες πως με αγαπάς και απ’την ζωή σου πιό πολύ. Σκότωσε τον Τιμπώ ντε Ωσινύ!».

Ο Βιγιόν την κοίταξε τρέμωντας, σαν ζώο πιασμένο σε παγίδα. Ένοιωθε πως η ζωή του κρεμόταν από μιά κλωστή, πως περπατάει –σαν ακροβάτης μπουλουκιού- σε τεντωμένο νήμα. Ξάφνου γευότανε την γεύση της καρδιάς του –και του φάνηκε πικρή- και η φωνή του αντήχησε απόκοσμή, ξένη, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο.

«Γιά να μπορείς εσύ και αυτός ο Νόελ Πωστονλέν να ζήσετε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι;».

Η Κατερίνα τραβήχτηκε λίγο πίσω, με μιά υποψία περιφρόνησης στα μάτια.

«Είσαι λιγότερο πρόθυμος να με υπηρετήσεις απ’όσο διατείνεσαι;», τον ρώτησε και τα λόγια της τον χτύπησαν στο στήθος σαν σπαθί. Θυμήθηκε τους χρυσούς όρκους του και τους φλογερούς του στίχους και ντράπηκε γιά αυτή του την μικρή προδοσία.

«Όχι, μα τον Ουρανό και βέβαια όχι, όμως κοιμόμουνα και ονειρευόμουνα και τώρα πρέπει να διώξω την νύστα απ’τα βλέφαρά μου και τα όνειρα απ’την καρδιά μου. Πες μου μονάχα με ποιόν τρόπο θες να γίνει».

Εκείνη ηρέμησε αμέσως και τον πλησίασε ξανά, με εμπιστοσύνη.

«Ο Τιμπώ ντε Ωσινύ θα έρθει σήμερα εδώ. Έχει ξανάρθει, μεταμφιεσμένος· το ξέρω γιατί τον έχω παρακολουθήσει. Νομίζω πως συνομοτεί με τους Βουργουνδούς ενάντια στον βασιλιά και έτσι θα υπηρετήσεις και την Γαλλία μαζί με εμένα. Αλήθεια, πως άντρες σαν και εσάς αληλοσφάζονται με τέτοια ευκολία;».

Ο Βιγιόν την κοίταξε ειρωνικά με την άκρη των ματιών του. Γιά μιά στιγμή, είδε τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της -λίγο καλύτερο από έναν εκτός νόμου- και διασκέδασε με την πικρή του διαπίστωση. Ύστερα, της απάντησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη:

«Κυρίως σε καυγάδες μεθυσμένων. Θα περιμένεις μέχρι να έρθει –γιατί δεν τον έχω δει ποτέ. Μετά φύγε και άσε τα υπόλοιπα σε μένα».

Κάτι στην φωνή του –παρόλο που ήταν σταθερή και καθαρή- άγγιξε κάποια ευαίσθητη χορδή της περισότερο από οποιαδήποτε λέξη που είχε εκείνος ξεστομίσει μέχρι τότε.
Μιά καινούρια περιέργεια φώλιασε στο βλέμμα της και η φωνή της είχε μιά απόχρωση οίκτου καθώς τον ρώτησε μαλακά: «Μ’αγαπάς τόσο πολύ λοιπόν;».

Ο Βιγιόν στάθηκε ευθυτενής μπροστά της και της απάντησε με περηφάνια:

«Με όλη τη σημασία που μπορεί να έχει στον Παράδεισο η Λέξη».

Ένα αχνό ρόδισμα φάνηκε στα χλωμά, αψεγάδιαστά της μάγουλα.

«Δεν περίμενες να πάρω σοβαρά τα λόγια σου, έτσι δεν είναι;».

Ο Βιγιόν χαμογέλασε περήφανα και μιά παιγχνιδιάρικη λάμψη τρεμόπαιξε στα μάτια του –παρόλο που η καρδιά του ήτανε βαριά.

«Ομολογώ πως δεν το ήλπιζα· θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος της τιμής».

Τα μάτια της κοπέλας έλαμψαν από θαυμασμό.

«Αγαπάς και γελάς στην ίδια αναπνοή», επιδοκίμασε.

Ο Βιγιόν έκανε μιά επικριτική χειρονομία, κάτι μεταξύ άρνησης και αποδοχής.

«Αυτή είναι η φιλοσοφία μου», της είπε απλά.

Το σκεπτικό του την εξέπληξε πολύ. Κράτησε γιά μιά στιγμή την ανάσα της και ξαφνικά γλίστρησε προς το μέρος του. «Αν θέλεις», του ψιθύρησε, «μπορείς να με φιλήσεις».

Όλο το αίμα στην καρδιά του ποιητή έγινε φωτιά και φλόγες βάψανε τα μάγουλά του, καθώς έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της. Έμεινε γιά μιά στιγμή ακίνητος –σαν πετρωμένος. Έδειχνε σαν να ήθελε να πάρει το πρόσωπό της στα χέρια του και να ακουμπήσει την ψυχή του απαλά στα χείλη της. Μετά, τραβήχτηκε απότομα μακρυά της.

«Καλύτερα όχι, πρέπει να πολεμήσω και αν χρειαστεί να πεθάνω στο πρόσταγμά σου· όμως αν μιά φορά μόνο αγγίξω αυτά τα χείλη, θα γίνει η ζωή πολύ γλυκειά γιά περιπέτειες».

Το πρόσωπο της κοπέλας –που είχε κοκκινήσει λίγο κατά την διατύπωση της προσφοράς της- χλώμιασε ξανά.

«Όπως επιθυμείς», του είπε και στα λόγια αυτά ακούστηκαν φωνές και γέλια απ’τον δρόμο. Ο ποιητής, σε μιά στιγμή, γύρισε απ’ την ψηλή κορφή της Χώρας των Ονείρων
στην ήσυχη πεδιάδα της πραγματικότητάς του.

«Οι φίλοι μου γυρίζουν. Δεν πρέπει να σε δουν. Έλα μαζί μου».

Της έπιασε το χέρι και την οδήγησε από τις σκάλες στον εξώστη, διασχίζοντας το δωμάτιο.

«Εδώ θα βλέπεις δίχως να σε βλέπουν. Όταν θα μπει να μου τον δείξεις. Ύστερα, από αυτό το πορτάκι θα βγεις στον δρόμο».

Εκείνη ακριβώς την στιγμή η πόρτα της ταβέρνας άνοιξε και ένα ανεξέλεγκτο μπουλούκι όρμησε αλαλάζοντας στο δωμάτιο. Η Ουγέτ στοβιλίστηκε στον χώρο, σαν σαπουνόφουσκα στην μπανιέρα της βασίλισας. Ο Λουδοβίκος και ο Τριστάν, επωφελούμενοι απ’τον σαματά, εγκατέλειψαν τις κρυψώνες τους και πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι.

«Ήταν σπάνιος αγώνας, όσο κράτησε», φώναξε ο Κόλε.
«Δεν κράτησε όμως αρκετά», κραύγασε ο Ζαν.
«Τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή όταν έρχεσαι Ηγουμένη», είπε ο Μοντινύ και την χτύπησε επιδοκιμαστικά στην πλάτη. Η Ουγέτ τίναξε τα μακρυά μαλλιά της απ’τα μάτια και γέλασε, καθώς κατέβαζε τα ανασηκωμένα της μανίκια.
«Το χειρίστηκα όπως με έχει μάθει ο Φρανσουά και τις έβαλα κάτω και τις δύο βρώμες. Φέρε κρασί να πιούμε ταβερνιάρη! Τα μπράτσα μου πονάνε».

Η αντίδραση του Ρόμπιν Ταργκίς ήταν άμεση. Κούπες και κύπελα κροτάλισαν, καθώς άντρες και γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω απ’το τραπέζι, έτοιμοι γιά έναν καινούριο γύρο κρασοκατάνυξης και τζόγου, με ανανεωμένο ενδιαφέρον από τον αγώνα που μόλις παρακολούθησαν. Ο Γκυ Ταμπαρί γέλασε δυνατά, φέρνοντας στην μνήμη του τον τρόπο που η Ουγέτ συνέτριψε τις αντιπάλους της.
«Θεέ και Κύριε, πως στρίγγλιζαν και στριφογύριζαν!», είπε με έξαψη.

«Ο τρελός ποιητής μας μπορεί να μου κάνει μεγάλη εξυπηρέτηση, Κουτσομπόλη», ψιθύρησε ο Λουδοβίκος στον ακόλουθό του.

Σε αυτά του τα λόγια, η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε μέσα ένας άντρας· ένας μικρόσωμος άντρας ντυμένος απλά, με την κουκούλα να του κρύβει το πρόσωπο. Κοίταξε γύρω του ανήσυχα και όταν εντόπισε τον βασιλιά και τον Τριστάν κινήθηκε αμέσως προς το μέρος τους.

Ο Βιγιόν τέντωσε τον λαιμό του απ’το κάγκελο του εξώστη και άγγιξε το μπράτσο της Κατερίνας, δείχνοντάς της τον νεοφερμένο.
«Αυτός είναι;», της ψιθύρησε.
Εκείνη, κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι. Ο Τιμπώ είναι μεγαλόσωμος. Παρόλα αυτά, αυτή η φιγούρα μου φαίνεται οικεία».

Ο ξένος πήγε στο τραπέζι του βασιλιά και έσκυψε ανάμεσα στον Λουδοβίκο και στον Τριστάν. Ο βασιλιάς τον κοίταξε και χαμογέλασε αναγνωρίζοντας τον κουρέα του, Ολίβιε λε Νταίην.

«Έρχεται μεγαλειώτατε», είπε ο κουρέας στον Λουδοβίκο.
«Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησε εκείνος.
«Τον ακολούθησα σε όλο τον δρόμο. Νάτος, έφτασε».

Πατώντας στις μύτες των ποδιών του ο Ολίβιε γλίστρησε πίσω απ’την πόρτα που ήταν κρυμένος ο Τριστάν μέχρι πριν από μερικά λεπτά.

Ο βασιλιάς έτριψε τα χέρια του και γέλασε μοχθηρά.

Ακόμα και ο Τριστάν έδειχνε ευχαριστημένος.


ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ