ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΠΙΣΤΟΣ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ;

Ο κήπος ήταν έρημος και σιωπηλός σαν περίβολος εκκλησίας. Ακουγόταν μόνο το θρόϊσμα των φύλων στον απαλό αέρα και οι αραιές κραυγές από τις κουκουβάγιες. Μέσα στην σιγαλιά της νύχτας έξι μυστηριώδεις ρασοφορεμένες φιγούρες ξεπρόβαλαν απ’τις σκιές και συγκεντρώθηκαν μπροστά στο άγαλμα του Πάνα. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμένα με κουκούλες και φορούσαν από ένα κοχύλι στο στήθος. Πρώτος μίλησε ένας γεροδεμένος, γιγαντόσωμος άντρας που έμοιαζε να είναι ο αρχηγός τους και η φωνή του ήταν η φωνή του Τιμπώ ντε Ωσινύ.

-Είμαστε όλοι εδώ; ρώτησε.

Ένας προσκυνητής με την φωνή του Ρενέ ντε Μοντινύ του απάντησε:

-Ναι, και είμαστε έτοιμοι να κόψουμε το βασιλικό ρόδο.

Ένας θόρυβος ακούστηκε από το μάνταλο της πόρτας του πύργου και ο Τιμπώ τραβήχτηκε αμέσως στην σκιά.

-Προσοχή, είπε στους συντρόφους του και οι τέσερεις από αυτούς κρύφτηκαν στο σκοτάδι. Παρέμειναν μόνο ο Τιμπώ και ο Ρενέ, που φόρεσαν τις μάσκες και κάρφωσαν το βλέμμα τους στην πόρτα του πύργου. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Νόελ λε Ζολύ, συνοδευόμενος από μιά σκυφτή φιγούρα, ντυμένη με μαύρη βελουδένια κάπα. Τα μάτια των συνομωτών άστραψαν με αδημονία.

-Είναι εκεί ο αστρολόγος; ρώτησε ο Νοέλ.

Ο Ρενέ απάντησε με ενθουσιασμό, όπως πραγματευτής που διαλαλεί το εμπόρευμά του:

-Μάλιστα κύριε. Είναι ο καλύτερος του κόσμου. Διαβάζει τα άστρα σαν τις παλάμες των χεριών του. Ξέρει τα μυστικά των μάγων της Βοημίας, κατέχει την αρχαία γνώση των Αιγυπτίων και την σοφία των Αράβων.

Σε αυτά τα λόγια του Ρενέ, η μαυροντυμένη φιγούρα με μιά μεγαλόπρεπη χειρονομία αποδέσμευσε τον Νόελ, που υποκλίθηκε με σεβασμό και επέστρεψε στον πύργο. Ο βασιλιάς έγνεψε στον γιγαντόσωμο προσκυνητή και ο Τιμπώ τον πλησίασε αθόρυβα. Όταν έφτασε δίπλα του τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’τον λαιμό, ενώ με το άλλο τράβηξε απ’το ράσο του ένα στιλέτο. Εκείνος πάλεψε γιά λίγο να ξεφύγει, έκαν μιά προσπάθεια να φωνάξει, μα η λαβή ήταν τόσο δυνατή που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

-Μεγαλειώτατε, του γρύλισε στο αυτί ο Τιμπώ, κρατάω στα χέρια μου την ζωή σου. Μην βγάλεις άχνα γιατί θα πεθάνεις.

Πίεσε την μύτη του στιλέτου στον λαιμό του βασιλιά και του χαμογέλασε απειλητικά.

-Είμαι ο Τιμπώ ντε Ωσινύ, που με είχες γιά πεθαμένο –μα εγώ γύρισα γιά να σε εκδικηθώ.

Με αυτές τις λέξεις, οι σύντροφοι του Τιμπώ βγήκαν απ’τις κρυψώνες τους και κύκλωσαν τους δύο άντρες.

-Πιάστηκες στην φάκα σαν ποντίκι, συνέχισε ο Τιμπώ. Γιαυτό σώπα, όσο είσαι ακόμα ζωντανός. Μιά μόνο λέξη και θα βρεθείς στα θυμαράκια. Από αυτή την στιγμή είσαι αιχμάλωτος των Βουργουνδών.

Ο βασιλιάς ανατρίχιασε σαν να είχε δεχτεί καμτσικιές στην πλάτη. Τα χέρια του μάταια πάλευαν να λύσουν την τρομερή λαβή του Τιμπώ, μέχρι που εκείνος τον έσπρωξε μακριά γεμάτος περιφρόνηση. Ο βασιλιάς σωριάστηκε στο χώμα, σαν άδειο σακί.

-Μα πως μπορεί ένας βασιλιάς να είναι τόσο δειλός; Δεν θα σε πειράξω αν κάνεις ότι σου πω.

Η μαυροντυμένη φιγούρα διπλώθηκε στα δύο με λυγμούς. Ο Τιμπώ βρυχήθηκε άγρια, γεμάτος αηδία:

-Σταμάτα να κλαψουρίζεις.

Ο Ρενέ, που παρακολουθούσε προσεκτικά τις κινήσεις του αιχμαλώτου, τον διέκοψε:

-Τιμπώ, αυτός μοιάζει σαν να γελάει.

Ο Τιμπώ έβγαλε μιά κραυγή έκπληξης και έσκυψε πάνω από τον διπλωμένο άντρα, ο οποίος άρχισε πράγματι να γελάει με την καρδιά του. Τότε η πόρτα του πύργου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τριστάν.

-Ο βασιλιάς, φώναξε με βροντερή φωνή.

Σε μιά στιγμή ο κήπος γέμισε με στρατιώτες της βασιλικής φρουράς που ακινητοποίησαν τους συνομώτες με τις λόγχες τους, ένω μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους εμφανίστηκε ο βασιλιάς Λουδοβίκος στο άνοιγμα της πόρτας, με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του.






ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ