ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΝΤΕ ΕΦΙΠΠΩΝ ΛΗΣΤΩΝ.
Ανάμεσα στα σιωπηλά σοκάκια του Παρισιού μία λεπτή γραμμή από ατσάλι κινείται σιγά, μιά κλωστή που έχει περασμένη στην άκρη μιά βελόνα –τον άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν, που σκοπεύει να ενώσει το βασίλειο της Γαλλίας. Ο Μεγάλος Αυλάρχης πηγαίνει μπροστά, μαζί με τους Λόρδους του Λω, του Ριβιέ και του Ναντουάλ και κάπου στο τέλος της γραμμής ακολουθούν οι πέντε απελεύθεροι παράνομοι, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Καθένας τους έχει περασμένο στο ζωνάρι ένα πλατύστομο σπαθί, φοράει ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, είναι γεμάτος πρωτόγνωρα συναισθήματα και παράξενες σκέψεις.
Ο Ρενέ ντε Μοντινί μίλησε πρώτος:
-Τι διαβολοδουλειά, να την πατήσουμε έτσι γιά μιά μορφονιά. Πηγαίνουμε στον θάνατο γιά τα ωραία της μάτια.
Ο Γκυ Ταμπαρύ χασκογέλασε.
-Την έχω πατήσει τόσες φορές γιά άσχημα πρόσωπα, που θα άκουγα καρτερικά την θανατική μου ποινή από αυτά τα χείλια. Είναι όμορφη σαν άγγελος.
Ο Ζαν λε Λουπ χαμογέλασε ξινά.
-Ας ήμουν στην θέση του Φρανσουά και θα σούλεγα εγώ. Θα της άργαζα το τομάρι με το ματσούκι. Τουλάχιστον θάχε έναν καλό λόγο να με καταριέται.
Ο Κασίν Κολέτ έγλυψε τα χείλη του.
-Θα την σκέφτομαι όταν θα ξαναβρεθώ με γυναίκα. Και με ένα ταπεινό αγριολούλουδο μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος όσο με μιά βασίλισσα. Όταν σβύσει το λυχνάρι κύριοι, όλες οι γυναίκες είναι ίδιες.
Ο Κόλε ντε Καγιέ χασμουρήθηκε.
-Που στον διάβολο πηγαίνουμε; Θα έμενα ευχαρίστως στον κήπο του βασιλιά να γεμίσω την κοιλιά μου, όπως την προηγούμενη βδομάδα, που εκείνος ο ευγενικός χρυσοντυμένος άρχοντας μας λυπήθηκε. Και να, που δεν ήταν άλλος απ’τον Φρανσουά Βιγιόν. Θα του κάρφωνα το στιλέτο μου στην πλάτη, γιά την κοροϊδία του.
-Το είχα καταλάβει απ’την αρχή, ξεκίνησε να λέει ο Ταμπαρύ, μα ο Ρενέ τον σταμάτησε με ένα ελαφρύ χτύπημα στο σβέρκο.
-Λες ψέματα χοντρέ, του ψιθύρισε. Πιστεύεις πως αφού δούλεψε τόσο καλά εμένα, θα μπορούσες εσύ με τα γουρουνήσια μάτια σου να δεις την απάτη; Όχι βέβαια. Μας δούλεψε όλους και μας δούλεψε καλά, αλλά μας υπερασπίστηκε μπροστά στον βασιλιά -και αυτό του το χρωστάμε.
-Είναι παράξενο, είπε στοχαστικά ο Κόλε, πως ένα καλό ξύρισμά και ένα ζεστό μπάνιο, ένα καθαρό πουκάμισο και ένα βελούδινο γιλέκο, μεταμορφώνουν έτσι τον άνθρωπο.
-Δεν έχεις δίκιο, είπε ο Ρενέ ντε Μοντινί. Είμαστε όλοι ίδιοι στο βάθος, πεινασμένοι, διψασμένοι και κυνηγημένοι, γενημένοι στην παρανομία. Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά.
-Ποιός λέει ψέματα τώρα!, γρύλισε ο Ταμπαρύ. Ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου δεν θα γινόσουν τόσο πονηρός όσο ο Φρανσουά. Σε καμία περίπτωση δεν θα τα είχες καταφέρει όπως αυτός, αν ο βασιλιάς σε μάζευε απ’τα σκουπίδια.
-Μπορεί ναι, μπορεί και όχι, σφύριξε μέσα απ’τα δόντια του ο Ρενέ. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, πριν του δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσει το κουράγιο του. Αα, ευκαιρία, χρυσή ευκαιρία! Αν ήμουνα ο Φρανσουά Βιγιόν θα σου έστηνα ένα χρυσό άγαλμα και θα προσευχόμουν στο όνομά σου.
-Αναρωτιέμαι τι θα πει η κυρία, είπε ειρωνικά ο Ταμπαρύ, αν ο Φρανσουά μας γυρίσει με τον Δούκα των Βουργουνδών στο τσεπάκι.
-Εγώ αναρωτιέμαι τι θα πει, γρύλισε ο Ζαν λε Λουπ, αν γυρίσει με καμιά τρύπα στο κορμί και με μισό κεφάλι.
-Οτιδήποτε και να συμβεί θα εκνευριστεί, είπε ο Κασίν Κολέτ. Έτσι είναι πάντα οι γυναίκες. Είναι στην φύση τους.
-Η φτωχή μας μικρούλα θα είναι μόνη της απόψε, είπε ο Κόλε ντε Καγιέ.
-Αμφιβάλω, απάντησε ξερά ο Μοντινύ και μετά αναστέναξε: Φουκαριάρα Ηγουμένη!
Ένα δάκρυ κύλησε στα χοντρά μάγουλα του Ταμπαρύ.
-Ήταν πάντα γενναία, μουρμούρησε. Στις καλές και στις κακές στιγμές ήταν πάντα πρόθυμη να μοιραστεί το φαγητό και την κουβέρτα της με έναν φίλο –και ας ήταν το πουγκί του στέρφο σαν το κορμί της Σάρας.
-Κρίμα που ερωτεύτηκε τόσο πολύ τον Φρανσουά, είπε ο Ρενέ. Δεν είναι παράξενο; Σαν να την πότισε κανένα φίλτρο. Ο Φρανσουά είναι ωραίος τύπος, δεν λέω όχι, μα έχει και διαβολεμένη τύχη. Υπάρχουν και άλλοι άντρες, το ίδιο ωραίοι.
Μ’αυτές τις κουβέντες η μεγάλη πύλη της πόλης άνοιξε αθόρυβα και οι αρματωμένοι άντρες χάθηκαν στο σκοτάδι.