ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΑ ΛΑΒΑΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΩΝ.

Μιά κίτρινη αυγή ξημέρωνε πάνω απ’την πόλη και φώτιζε τους έρημους δρόμους, που ήταν βυθισμένοι σε μιά απόκοσμη σιωπηρή αναμονή. Είχαν ξεμείνει μερικοί πολίτες, μα εκείνο το λαμπερό πρωϊνό του Ιούνη οι περισσότεροι ήταν στα μεγάλα εξωτερικά τείχη και παρακολουθούσαν την άγρια μάχη που είχε ξεκινήσει απ’το βράδυ, ανάμεσα στον στρατό του Λουδοβίκου, που τον διοικούσε ο Μεγάλος Αυλάρχης της Γαλλίας και στα στρατεύματα του Δούκα των Βουργουνδών και των συμμάχων του.

Το Παρίσι έμοιαζε με την παράξενη πόλη του ύπνου που περιέγραφε στις διηγήσεις του ο περιπλανώμενος τροβαδούρος των Αραβικών παραμυθιών, ή με εκείνο το σιωπηλό παλάτι που η ωραία κοιμωμένη με την ακολουθία της περίμενε πετρωμένη τον ερχομό του όμορφου πρίγκηπά της. Αν ο Ασμοδαίος ταξίδευε με τα φτερά του ανέμου πάνω απ’το Παρίσι και ξεσκέπαζε τις στέγες των σπιτιών, τα περισσότερα από αυτά θα ήταν άδεια, όπως και οι δρόμοι του.

Όμως, υπήρχε ένα μέρος στην πόλη –ένα ξέφωτο δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στην αρχαία πύλη και στην εκκλησία των Σελεστίνων- γεμάτο ζωντάνια και φασαρία. Εκεί, κάτω απ’το άδειο βλέμμα των παραθύρων των γύρω σπιτιών, δυό άντρες δούλευαν σκληρά γιά να τελειώσουν το μακάβριο έργο που τους είχε ανατεθεί. Κάρφωναν τις τελευταίες πρόκες στην ξύλινη πλατφόρμα της ψηλόλιγνης κρεμάλας που καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ της πύλης και της γκρίζας Γοτθικής εκκλησίας. Ο περίβολος της εκκλησίας με τα κατακόκινα τριαντάφυλα, τους βασιλικούς θυρεούς με τον κρίνο και τους ανδριάντες των ηρώων της Γαλλίας, δημιουργούσε μιά παράξενη αντίθεση με την απειλητική αυστηρότητα του ξύλινου ικριώματος–μιά τραγική ειρωνία.

Οι δυό άντρες τελείωσαν την δουλειά τους, στάθηκαν στο ξέφωτο κάτω απ’τον πρωϊνο ήλιο και τεντώθηκαν. Ο πρώτος ήταν ένας ψηλός, αδύνατος, σκυθρωπός άντρας με σκούρα ρούχα, που φορούσε στον λαιμό ένα μεγάλο κομποσχοίνι, το οποίο πασπάτευε τακτικά με κραυγαλέα υποκρισία. Ο δεύτερος ήταν τόσο διαφορετικός απ’τον σύντροφό του, που έλεγες πως κάποιος πλακατζής ζωγράφος τους έβαλε δίπλα-δίπλα γιά να διασκεδάσει. Ήταν ένας παχουλός, αεικίνητος ανθρωπάκος, ντυμένος με ζωηρά, έντονα χρώματα, που πηγαινοερχόταν κεφάτα απ’το ένα μέρος στο άλλο, σπάζοντας την θανάσιμη σοβαρότητα του συντρόφου του. Αν κάποιος πολίτης του Παρισιού είχε αργήσει να ξυπνήσει –πράγμα απίθανο- και έτρεχε βιαστικά στα τείχη της πόλης γιά να μάθει την έκβαση της μάχης, θα αναγνώριζε αμέσως στα πρόσωπα τους, δύο απ’τους πιό επικίνδυνους ανθρώπους της μυστικής φρουράς του Τριστάν του Ερημίτη· τους αρχιδήμιους Τρία Σκαλιά και Μικρό Ζαν. Όμως, παρά την κραυγαλέα διαφορά στο παρουσιαστικό τους, ο ψηλόλιγνος κιτρινιάρης Τρία Σκαλιά και ο κοντόχοντρος ροδομάγουλος Μικρός Ζαν έκαναν την ίδια δουλειά με την ίδια αποτελεσματικότητα –αν και όχι με την ίδια διάθεση.

Ο Μικρός Ζαν έβγαλε ένα φλασκί με κρασί κάτω απ’την ξύλινη εξέδρα, ήπιε μιά γερή γουλιά και το έδωσε κεφάτα στον συνάδελφό του.

-Πιές και χαμογέλα.

Ο Τρία Σκαλιά έκανε μιά κίνηση δυσφορίας με το κεφάλι, πήρε το φλασκί και τράβηξε με την σειρά του μιά γερή γουλιά, πριν το επιστρέψει σκυθρωπός στον χαρούμενο σύντροφό του.

-Θα πιώ, αλλά δεν έχω τα κέφια μου, είπε γκρινιάρικα. Γιά ποιόν λόγο να στήνουμε μιά τόσο όμορφη κρεμάλα, αν δεν μας βλέπει κανείς;

Ο Μικρός Ζαν γέλασε ζωηρά.

-Όλο το Παρίσι είναι στα τείχη και παρακολουθεί την μάχη. Τυχεροί Παριζιάνοι!

Ο Τρία Σκαλιά χαμογέλασε στυφά.

-Όχι και τόσο, αν δεν κερδίσουμε.

Ο Μικρός Ζαν τον καθησύχασε:

-Όποιος και να κερδίσει, θα μας χρειαστεί γιά να κρεμάσουμε τους χαμένους. Δες την καλή πλευρά αδερφέ.

Ο Τρία Σκαλιά πασπάτεψε το κομποσκοίνι του.

-Δεν είμαι καθόλου καλά, σου λέω. Έχω μιά βδομάδα να κρεμάσω κάποιον.

Ενώ ο Τρία Σκαλιά ήταν βυθισμένος στις μελαγχολικές του σκέψεις, η πόρτα ένος παλιού κτιρίου κοντά στην εκκλησία άνοιξε και βγήκε από μέσα μιά ηλικιωμένη γυναίκα, που περπατούσε αργά στηριγμένη σε ένα δεκανίκι. Ο Μικρός Ζαν την γνώριζε καλά, γιατί έμενε στο ίδιο κτίριο με εκείνη, σε μία από τις διπλανές σοφίτες του εβδόμου ορόφου. Ήξερε ότι ήταν η μητέρα του πιό διάσημου καθάρματος του Παρισιού, κάποιου Φρανσουά Βιγιόν, που είχε εξαφανιστεί πριν μιά εβδομάδα απ’την πόλη χωρίς να αφήσει ίχνη, βυθίζοντας την φτωχή γυναίκα στην απελπισία. Την χαιρέτησε καλόκαρδα.

-Καλή σου μέρα κυρούλα, ο Θεός να σε ευλογεί. Βρήκες το χαμένο σου πρόβατο;

Η Μαμά Βιγιόν κούνησε με νοσταλγία το κεφάλι.

-Είπαν ότι είναι εξορία, μα μου έστειλε χρήματα, καλή του ώρα. Δεν τα άγγιξα, γιατί είμαι βέβαιη ότι είναι κλεμένα.

Ο Τρία Σκαλιά σταμάτησε να παίζει με το κομποσκοίνι και άπλωσε το χέρι προς το μέρος της, με την παλάμη του ανοιχτή.

-Δώστα μου, να τα χαρίσω στην εκκλησία, είπε υποκριτικά.

- Δώστα σε εμένα και θα πιώ ένα ποτήρι στην υγειά σου, αντιπρότεινε χαρωπά ο Μικρός Ζαν.

Η ηλικιωμένη γυναίκα αγνόησε τις προτάσεις τους. Η κουρασμένη ματιά της έπεσε πάνω στην ζοφερή ξύλινη κατασκευή που είχε προστεθεί στο γνώριμο τοπίο. Την παρατήρησε γιά λίγο και έπειτα ρώτησε:

-Γιά ποιόν έχει στηθεί αυτή η κρεμάλα;

Ο σκυθρωπός δήμιος απάντησε μελαγχολικά:

-Παραδόξως, δεν ξέρουμε τίποτα. ‘Στήστε μιά κρεμάλα εδώ, στο ξέφωτο’, μας είπε ο Αυλάρχης, ‘και μιά εξέδρα γιά τον βασιλιά και την αυλή του’.

Η γυναίκα, έχοντας ικανοποιήσει την περιέργειά της, χαιρέτησε τους δύο άντρες και ανέβηκε αργά τα σκαλιά της εκκλησίας.

Ο Μικρός Ζαν τεντώθηκε ξανά και είπε γελώντας:

-Θα δω στα όνειρά μου ότι κρεμάω έναν βασιλιά.

Ο Τρία Σκαλιά έφερε το δάχτυλο στα χείλη.

-Αν σε ακούσει ο Τριστάν θα κρεμάσει εσένα γιά προδοσία.

Τα μάτια του Μικρού Ζαν έλαμψαν παράξενα.

-Τότε έναν αρχιεπίσκοπο.

Ο Τρία Σκαλιά φάνηκε να συμφωνεί.

-Ένας αρχιεπίσκοπος θα ήταν ότι πρέπει.

Σκέφτηκε με ευχαρίστηση την υπέροχη προοπτική. Ένας τόσο υψηλόβαθμος ιερέας της εκκλησίας με όλα του τα άμφια, στα περιποιητικά, επιδέξια χέρια του, κάτω απ’τις ζητωκραυγές του θεοσεβούμενου ποιμνίου του.

Οι δύο δήμιοι ανέβηκαν στην πλατφόρμα του ξύλινου ικριώματος, διάλεξαν μιά γωνιά ο καθένας και ξάπλωσαν με απάθεια κάτω απ’την ψηλόλιγνη κρεμάλα. Σε μερικά λεπτά είχαν αποκοιμηθεί και ροχάλιζαν ξένοιαστα, σαν να είχαν μόλις κρεμάσει τον τελευταίο άνθρωπο στην γη και να μην είχαν τίποτα άλλο πιά να κάνουν στην ζωή τους παρά να περάσουν ήσυχα τα χρόνια που τους μένουν.

Ήταν τόσο κουρασμένοι απ’την σκληρή δουλειά και ζαλισμένοι απ’το κρασί που δεν ξυπνήσαν απ’τον ήχο των βημάτων, αν και αυτά τα βήματα αντήχησαν παράξενα δυνατά στην έρημη αλάνα –γοργά, ανήσυχα γυναικεία βήματα που τα ακολουθούσαν αντρικά πόδια. Στο ηλιόλουστο ξέφωτο μπήκαν μιά γυναίκα και ένας άντρας· η Κατερίνα της Βωσέλ και ο Νόελ λε Ζολύ.

Η Κατερίνα σταμάτησε λίγο πριν την είσοδο της εκκλησίας και κοίταξε τον σιωπηλό συνοδό της.

-Γιατί με ακολουθείς;, ρώτησε τον Νόελ λε Ζολύ, που την είχε ακολουθήσει απ’το παλάτι και εκείνος απάντησε:

-Δεν πρέπει να κυκλοφορείς ασυνόδευτη. Θα γίνω η σκιά σου.

Η Κατερίνα τον αποπήρε:

-Υποδύεσαι καλά την σκιά μου γιατί δεν έχεις δική σου! Οι δρόμοι είναι άδειοι. Προτιμώ την μοναξιά μου απ’την δική σου παρέα. Άφησέ με τώρα να μπω στην εκκλησία.

Ο Νόελ στεκόταν αποφασιστικά μπροστά στην πόρτα του ναού, φράζοντάς της το πέρασμα.

-Θα προσευχηθείς γιά τον εραστή σου; την ρώτησε.

Η Κατερίνα άστραψε και βρόντησε.

-Είσαι πολύ αδιάκριτος, μα θα σου απαντήσω. Θα προσευχηθώ γιά έναν γενναίο άντρα που δεν θα ξαναδώ ποτέ.

Σε αυτά τα λόγια η καρδιά της χτύπησε δυνατά και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Είχε περάσει ξάγρυπνη την νύχτα, πασχίζοντας να δει ή να ακούσει απ’το παράθυρο του πύργου κάποιο σημάδι, κάποιο νέο γιά την έκβαση της μάχης στην οποία έπαιζε την ζωή του ο αγαπημένος της. Γιατί το ήξερε πιά· το είχε καταλάβει περιμένοντας ατελείωτες ώρες με αγωνία στο σκοτάδι, πως, αυτός που νόμιζε ότι μισούσε, ήταν στην πραγματικότητα ο άρχοντας της καρδιάς της –παρά το άσχημο παιγχνίδι που της είχε παίξει. Τον αγαπούσε. Δεν αγαπούσε τον γεναίο άρχοντα που πάσχιζε να σώσει την Γαλλία απ’τους Βουργουνδούς, ούτε τον κουρελή ποιητή που της προσέφερε το μπράτσο και το σπαθί του στο πανδοχείο της Κουκουνάρας. Αγαπούσε αυτόν τον άντρα με τα πολλά ονόματα και τις παράξενες ζωές, που τα χέρια του κρατούσαν την καρδιά της στις παλάμες απαλά. Ήταν σαν να είχε πεθάνει η παλιά Κατερίνα, σαν να είχε χαθεί μέσα σε μιά μεγάλη νεκρική πυρά που την τάϊζαν φλογερές σκέψεις και αγωνίες, αυλικές αβρότητες, κολακείες και ανόητοι ηθικοί περιορισμοί. Η παλιά Κατερίνα είχε ξεκινήσει το τελευταίο της ταξίδι, σαν Νορβηγή βασίλισσα πάνω στο φλεγόμενο καράβι της· και στην θέση της ήταν τώρα μιά άλλη Κατερίνα, μιά Κατερίνα που με καθαρά μάτια έβλεπε γιά πρώτη φορά τον πραγματικό κόσμο και αντιλαμβανόταν πιά την αλήθεια μιάς γενναίας καρδιάς.

Ο Νόελ την κοίταζε, χαμένη στις σκέψεις της –σκέψεις που ο ίδιος δεν καταλάβαινε- και έκανε μιά προσπάθεια να της αποσπάσει την προσοχή.

-Εγώ είμαι ο γενναίος σου άντρας, της είπε, χτυπώντας επιδοκιμαστικά το στήθος του. Σκότωσα τον Τιμπώ ντε Ωσινύ και ξανακέρδισα την εύνοια του βασιλιά. Αν και συμπεριφέρθηκα σαν βλάκας χθές, μπορώ να γίνω πιό σοφός αύριο. Έπεσα στην παγίδα σαν μπούφος, αυτό είναι αλήθεια, μα σε καμμία περίπτωση δεν θέλησα να βλάψω τον βασιλιά· και γιαυτό με συγχώρεσε. Δεν μπορείς να κάνεις και εσύ το ίδιο;

Η Κατερίνα διέκοψε τους συλογισμούς της και του είπε περιφρονητικά:

-Όχι, γιατί ζηλεύεις έναν γενναίο άντρα και η ζήλια σου σε οδηγεί σε πράξεις ποταπές.

Ο Νόελ διαμαρτυρήθηκε έντονα:

-Δεν είναι κανένας άγγελος! Φτιάχτηκε και αυτός απ’τον πηλό του Αδάμ, όπως όλοι μας.

Ο νους της Κατερίνας έτρεχε μακριά από τον απρόσκλητο συνοδό της. Με τα μάτια της ψυχής της μπορούσε να δει τα λάβαρα που ανέμιζαν στην πεδιάδα, τις λόγχες που τρυπούσαν τα κορμιά των πολεμιστών, τις λάμψεις απ’τις γυαλιστερές πανοπλίες και τα ατσάλινα σπαθιά που συγκρούονταν με δύναμη το ένα πάνω στο άλλο. Μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, έβλεπε καθαρά μιά λαμπερή φιγούρα με ατσάλινη πανοπλία που έμοιαζε στα ερωτευμένα της μάτια σαν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ πάνω στο άλογό του, έτοιμο να μπει στη φωτιά της μάχης με ένα θλιμένο χαμόγελο στα χείλη και μιά άσπρη κορδέλα κάτω απ’τον ατσάλινο θώρακα, στο μέρος της καρδιάς.

Απάντησε, όχι τόσο στον Νόελ, όσο στον ίδιο της τον εαυτό.

-Η περηφάνια μου δικαίως τον μισεί, μα είναι ακόμα ο άντρας της καρδιάς μου.

Ο Νόελ πήγε να διαμαρτυρηθεί, μα ξαφνικά σώπασε, έσκυψε με σεβασμό το κεφάλι και έβγαλε το καπέλο. Στην σκάλα της εκκλησίας στεκόταν η σκοτεινή, σκυφτή φιγούρα του βασιλιά, που γύριζε απ’τον όρθρο. Τον ακολουθούσαν οι σκιές του –ο Τριστάν και ο Ολίβιε.

Η Κατερίνα, που πρόσεξε το σάστισμα του Νόελ, γύρισε και χαιρέτησε τον Λουδοβίκο, που κατέβαινε αργά τις σκάλες, κοιτάζοντας με σαρδόνιο ύφος το ζευγάρι.

-Καλημέρα φίλοι μου, είπε.

Μετά στράφηκε στον Νόελ.

-Τρέξε γρήγορα στην πύλη του Αγίου Αντωνίου και φέρε μας τα τελευταία νέα.

Ο Νόελ υποκλίθηκε και τσακίστηκε να εκτελέσει την εντολή του βασιλιά.

-Μπορώ και εγώ να αποχωρήσω; ρώτησε τον Λουδοβίκο η Κατερίνα.

Ο Τριστάν και ο Ολίβιε απομακρύνθηκαν διακριτικά προς το μέρος της ξύλινης κρεμάλας, της ανθρώπινης εφεύρεσης που στα μάτια τους φάνταζε πιό σημαντική –ίσως- και απ’τον τροχό.

Ο βασιλιάς πλησίασε την χλωμή κοπέλα και ψιθύρησε:

-Είσαι τόσο αφοσιωμένη στους ουράνιους συλογισμούς σου, ώστε δεν καταδέχεσαι να μου πεις δυό κουβέντες; Είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου, για την μικρή μου φάρσα;

Τα χλωμά μάγουλα της Κατερίνας κοκίνησαν ελαφρά, καθώς του απαντούσε:

-Είναι χαμένος κόπος να θυμώνει κανείς με έναν βασιλιά.

Ο Λουδοβίκος της χάρισε ένα μοχθηρό χαμόγελο.

-Η απάντησή σου είναι τόσο ξεκάθαρη, όσο η εξομολόγηση ενός ιερέα. Θα μου δώσεις την καρδιά σου, αν στο ζητήσω γονατιστός;

Η Κατερίνα έπνιξε έναν στεναγμό.

-Έχασα την καρδιά μου χτες το βράδυ. Δεν την έχω ξαναβρεί ακόμα.

Ο Λουδοβίκος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και της απάντησε με σαρκασμό:

-Ο φιλαράκος μας ήταν χαζός, που αποκαλύφθηκε τόσο γρήγορα. Εγώ στην θέση του, θα είχα τραβήξει περισσότερο το αστείο. Μα εκείνος, στάθηκε μπροστά σου και στα ξεφούρνισε όλα. Δεν ήθελε βλέπεις να σε κερδίσει λέγοντάς σου ψέματα.

Η καρδιά της κοπέλας χτύπησε δυνατά.

-Χαίρομαι που είναι άντρας με τιμή, είπε και η φιγούρα με την λαμπερή πανοπλία της φάνηκε περισσότερο από ποτέ αγγελική.

Ο Λουδοβίκος την άκουγε προσεκτικά, κρατώντας με το χέρι το πηγούνι του.

-Αν περιμένεις τον γυρισμό του εδώ, θα μάθεις πως τελειώνει το αστείο, είπε.

Η Κατερίνα έκανε μιά βαθιά υπόκλιση και μπήκε αργά στην εκκλησία. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα στη σκέψη της χαμένης της αγάπης. Βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν πρόσεξε την σκυφτή, ηλικιωμένη γυναίκα που παραμέρισε με σεβασμό, γιά να αφήσει την αρχόντισα να περάσει. Η μαμά-Βιγιόν βγήκε από την εκκλησία, κουτσαίνοντας πάνω στο δεκανίκι της. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στις δυό γυναίκες που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο ο Βιγιόν.

Έξω απ’την εκκλησία, ο Λουδοβίκος έγνεψε στους δύο ακολούθους του και εκείνοι έσπευσαν κοντά του.

-Φίλοι μου, αυτή η γυναίκα δεν είναι μόνο πανέμορφη, μα επίσης γενναία και τίμια. Ταξιδεύει με ολάνοιχτα πανιά στα παράξενα πλάτη της σοφίας και της λύπης και της αξίζει να βρει τη γη της ευτυχίας. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο γιά τον Φρανσουά Βιγιόν, αντί να τον κρεμάσουμε;

Ο Ολίβιε διαμαρτυρήθηκε:

-Αυτός ο Βιγιόν είναι τόσο μεγάλος απατεώνας, που έχει καταφέρει την πλέμπα να τον αγαπάει περισσότερο από εσένα.

Ο βασιλιάς συνοφρυόθηκε.

-Αυτό είναι αρκετό γιά να τον κρεμάσω. Παρόλα αυτά, έχω ένα αίσθημα συμπάθειας για αυτόν τον κατεργάρη. Με προβληματίζει και εκείνο το παράξενο όνειρο –με το αστέρι που πέφτει απ’τον ουρανό.

Ο Τριστάν σχολίασε κοφτά:

-Κρέμασε το τσακάλι όσο ακόμα μπορείς, και ευχαρίστησε τον Θεό που τον ξεφορτώθηκες.

Καθώς μιλούσε, το μέρος γέμισε ξαφνικά με φωνές και φασαρία. Απ’την κεντρική πύλη και τα εξωτερικά τείχη, ερχόταν ένα μεγάλο κύμα από φωνές, ουρλιαχτα και ποδοβολητά. Απ’την άλλη μεριά, απ’τον δρόμο που οδηγούσε στο Λούβρο, αντήχησε ο συντονισμένος βηματισμός στρατιωτικού αγήματος.

-Ο κόσμος έρχεται απ’τα τείχη, είπε ο Ολίβιε.

-Η βασίλισσα Μεγαλειώτατε, ανακοίνωσε με έξαψη ο Τριστάν.

Από το στενό δρομάκι που οδηγούσε στην αλέα, εμφανίστηκε μιά γραμμή στρατιωτών, που κουβαλούσαν τα χρυσοστόλιστα φορεία της βασίλισσας και της ακολουθίας της. Ο Λουδοβίκος πλησίασε το πρώτο, πρόσφερε το χέρι του στην βασίλισσα, την βοήθησε ευγενικά να κατέβει και την οδήγησε με αβρότητα στην ξύλινη εξέδρα των επισήμων, απέναντι απ’την αγχόνη. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα καθίσαν σε δύο μικρούς θρόνους που είχαν στηθεί ειδικά γιά αυτούς. Ενώ οι κυρίες και οι άρχοντες της Αυλής πήραν τις θέσεις τους πίσω απ’το βασιλικό ζεύγος, η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά παρατάχθηκε μπροστά τους, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο ανθρώπινο τείχος.

Από τους δρόμους που οδηγούσαν στην αλέα, ένα μεγάλο πλήθος άρχισε να έρχεται τρέχοντας και φωνάζοντας με ενθουσιασμό. Ακόμα και οι δύο δήμιοι ξύπνησαν απ’τον βαθύ τους ύπνο, μέσα σε αυτήν την φασαρία. Σηκώθηκαν, έτριψαν τα νυσταγμένα μάτια τους και έσκυψαν πάνω απ’την κουπαστή του ικριώματος με ενδιαφέρον.

Ο Νόελ λε Ζολύ άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και πλησίασε τον βασιλιά.

-Μεγαλειώτατε, του είπε, φέρνω τα τελευταία νέα από την μάχη. Η νίκη είναι δική μας. Ο Μεγάλος Αυλάρχης έρχεται. Μπορείτε να ακούσετε τις σάλπιγγες.

-Θαυμάσια, απάντησε ο βασιλιάς με βαριά φωνή.

Το πλήθος είχε κατακλύσει τους δρόμους και γέμιζε την πλατεία μπροστά στην βασιλική εξέδρα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, καλωσόριζαν τα χαρμόσυνα νέα με ευτιχισμένα γέλια και τραγούδια. Ο ήχος απ’τις σάλπιγγες και ο στρατιωτικός βηματισμός των νικητών όλο και δυνάμωνε.

Στην μπροστινή σειρά, απέναντι ακριβώς απ’τους βασιλικούς θρόνους, πέντε γυναίκες χειροκροτούσαν, φώναζαν και ζητοκραύγαζαν, μαζί με όλον τον κόσμο. Ήταν οι πρόσχαρες κυρίες της Κουκουνάρας, η Ιζαμπώ, η Ζανετώ, η Ντενίζ και η Μπλανς, μαζί με την Ζιλεμέ, την στρουμπουλή κόρη του Ρομπίν Ταργκίς. Ήταν σε μεγάλη ανησυχία, γιατί οι εραστές τους δεν είχαν φανεί όλο το βράδυ και η Ηγουμένη είχε εξαφανιστεί σαν φάντασμα –και δεν είχαν κανένα νέο από οποιονδήποτε. Ένιωθαν έναν αόριστο φόβο γιά τους αγαπημένους τους, γιατί τα αξιότιμα μέλη της Αδελφότητας των Κοχυλιών είχαν ένα πολύ ιδιαίτερο ταλέντο να μπλέκουν σε μπελάδες, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν απ’το άγρυπνο μάτι και το μακρύ χέρι του νόμου. Όσο γιά την Ηγουμένη, δεν τις πείραζε και τόσο να απαλαγούν γιά λίγο από την καταλυτική επιροή της αυτοδιορισμένης αρχηγού τους και τιτίβιζαν σαν καρδερίνες που μόλις το είχαν σκάσει απ’το κλουβί τους.

Εντωμεταξύ, η πομπή των στρατιωτών έφτασε στην πλατεία και σχημάτισε μία γραμμή μπροστά από τους συγκεντρωμένους, δημιουργώντας έναν άδειο χώρο ανάμεσα στο πλήθος και στον βασιλιά Οι πολεμικοί παιάνες και τα ποδοβολητά των αλόγων δυνάμωσαν και από τα παράθυρα των γύρω σπιτιών βγήκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, που κουνούσαν τα μαντήλια τους, ζητωκραύγαζαν και έραιναν με λουλούδια τους νικητές. Όταν κόπασε κάπως η φασαρία και σταμάτησε η βροχή των λουλουδιών, μπήκε στην πλατεία ο Βιγιόν, καβάλα στο πολεμικό του άλογο.

Με ένα του νεύμα οι σάλπιγγες σταμάτησαν. Κατέβηκε απ’το άλογο και στάθηκε περήφανα μπροστά στον βασιλιά, με την αστραφτερή πανοπλία του να λάμπει στο πρωϊνό φως. Αν το βλέμμα του έπεσε γιά μιά στιγμή στο ψηλόλιγνο ικρίωμα, το περήφανο πρόσωπό του δεν έκανε την παραμικρή σύσπαση.

Πίσω του στέκονταν οι πέντε παράνομοι φίλοι του, με δεμένα χέρια και μπανταρισμένα κεφάλια, τραυματισμένοι σε διάφορα σημεία απ’τα χτυπήματα των εχθρών του βασιλείου. Μα οι επίδεσμοί και οι κεφαλόδεσμοί τους ήταν από πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα, κεντημένα με χρυσή κλωστή που τους έκαναν να μοιάζουν περισσότερο με σκιάχτρα παρά με στρατιώτες του βασιλιά.

Καθώς ο Βιγιόν και η αλόκοτη συνοδεία του πλησίαζαν προς το μέρος των επισήμων, ο Νόελ λε Ζολύ έβαλε προστατευτικά το σώμα του μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και φώναξε οργισμένος στον Βιγιόν:

-Γιά το όνομα του Θεού κύριε, ποιά είναι αυτά τα σκιάχτρα που επιδεικνύουν χωρίς ντροπή τα κουρέλια τους μπροστά στον βασιλιά της Γαλλίας;

Ο Λουδοβίκος χάϊδεψε το πηγούνι του και χαμογέλασε, καθώς ο Βιγιόν απαντούσε:

-Αυτά τα σκιάχτρα είναι πέντε καθάρματα που πολέμησαν σήμερα σαν ευγενείς -και τα κουρέλια τους είναι τα λάβαρα των Βουργουνδών.

Με αυτά τα λόγια, οι πέντε παράνομοι έβγαλαν από πάνω τους τα μεταξωτά υφάσματα αποκαλύπτοντας τις πολεμικές τους πανοπλίες και τα πέταξαν περήφανα στο χώμα, μπροστά στην εξέδρα του βασιλιά.

-Καλή απάντηση, είπε μεγαλόπρεπα ο Λουδοβίκος και αμέσως δύο αυλικοί του έσπευσαν να μαζέψουν με προσοχή τα μεταξωτά λάβαρα. Τα ακούμπησαν με σεβασμό στην κουπαστή της εξέδρας μπροστά στην βασίλισσα, η οποία τα εξέτασε με θαυμασμό.

Σε στάση προσοχής, ο Βιγιόν απευθύνθηκε με επισημότητα στον βασιλιά:

-Λουδοβίκε της Γαλλίας, σου φέραμε αυτό το μετάξι γιά το χαλί σου. Λίγες ώρες πριν, κυμάτιζε περήφανα στα κοντάρια των Βουργουνδών. Δεν θα κομπάσω με αλαζονεία γιά αυτήν την νίκη. Οι Βουργουνδοί πολέμησαν καλά, μα οι στρατιώτες της Γαλλίας καλύτερα και αυτά είναι τα λάφυρα της νίκης. Γιά έναν έμπορο δεν είναι παρά μερικά μέτρα σκισμένο μετάξι. Γιά έναν στρατιώτη, το πιό ένδοξο σάβανο, η μεγαλύτερη τιμή στο φέρετρό του. Γιά έναν βασιλιά, σπάνια δόξα, χρυσή ανεξίτηλη γραφή μέσα στον Χρόνο. Όταν εμείς -που βαριανασαίνουμε ακόμα απ’την μάχη- και εσείς -που στέκεστε εδώ με θαυμασμό- θα έχουμε γίνει σκόνη, όταν το όνομα του βασιλιά δεν θα είναι παρά μιά χρονική αναφορά στις κίτρινες σελίδες των βιβλίων, τα λάβαρα αυτά θα κρέμονται στην κεντρική αψίδα του καθεδρικού ναού του Παρισιού και τα δισέγγονά σας, με υψωμένα μπράτσα, θα κοιτάν μέσα από την ομίχλή των αιώνων τα ξεθωριασμένα χρώματά τους και θα ψιθυρίζουν με σεβασμό την ιστορία της αποψινής μάχης.









ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ