ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΛΑΣ.

Στην τελευταία λέξη του Βιγιόν, ακούστηκε το όργανο της εκκλησίας, που έπαιζε την υπέροχη μελωδία του Te Deum Laudamus. Οι σιδεροντυμένοι στρατιώτες φώναξαν όλοι μαζί με μιά φωνή:

-Ο Θεός σώζοι τον Μεγάλο Αυλάρχη!

Ο Ολίβιε έσκυψε πάνω απ’τον βασιλιά και του ψιθύρισε:

-Ακούς Μεγαλειώτατε; Τον ζητωκραυγάζουν.

Ο Λουδοβίκος τον παραμέρισε και είπε, γέρνοντας στην κουπαστή:

-Μεγάλε μου Αυλάρχη και εσείς γενναίοι μου στρατιώτες, ο Βασιλιάς της Γαλλίας σας ευχαριστεί γιά αυτό το δώρο. Η νίκη ήρθε ως επιβράβευση του δίκαιου σκοπού μας.
Λόρδε του Μονκορμπιέ, μπορείς να διαβεβαιώσεις αυτούς τους γενναίους άντρες, πως ο μονάρχης τους δεν θα τους ξεχάσει.

Αμέσως ο Βιγιόν στράφηκε στο πολύχρωμο πλήθος πίσω του.

-Στο όνομα του βασιλιά, ένα χρυσό νόμισμα γιά κάθε στρατιώτη που πολέμησε απόψε και μιά κούπα κρασί γιά κάθε άντρα, γυναίκα ή παιδί, που θέλει να πιεί στην υγειά του.

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε ξινά.

-Πολύ γεναιόδωρο εκ μέρους μου.

-Κάτι ακόμα μεγαλειώτατε, είπε ο Βιγιόν ειρωνικά –και ο Λουδοβίκος του απάντησε, και αυτός γεμάτος ειρωνία:

-Τι είναι πάλι;

-Το τελευταίο μου καθήκον, είπε και στράφηκε ξανά στο πλήθος.

-Στρατιώτες που ακολουθήσατε πιστά τις διαταγές μου, φίλοι που πολεμήσατε μαζί μου και εσείς, πολίτες της Γαλλίας που αγωνίστηκα σήμερα γιά χάρη σας, ακούστε το κύκνειο άσμα μου. Με ξέρετε ως Κόμη του Μονκορμπιέ, Μεγάλο Αυλάρχη της Γαλλίας. Μα εγώ, που με γνωρίζω καλύτερα από εσάς, ξέρω τον εαυτό μου ως Φρανσουά Βιγιόν, Δάσκαλο των Τεχνών, έμπορο στίχων, μεθύστακα και ταραξία. Είναι τώρα καθήκον μου, σαν Μεγάλου Αυλάρχη της Γαλλίας, να σας ανακοινώσω πως η τύχη του άρχοντα Φρανσουά Βιγιόν έχει ήδη αποφασιστεί και η ποινή του είναι να κρεμαστεί αμέσως, σε αυτήν εδώ την αγχόνη.

Τα λόγια του έπεσαν σαν κεραυνός στο συγκεντρωμένο πλήθος, που κρατούσε την ανάσα του. Γιά μερικές στιγμές που φάνηκαν αιώνες, απόλυτη σιωπή απλώθηκε πάνω απ’την πλατεία. Οι πέντε κοπέλες στην μπροστινή σειρά πιάσαν σφιχτά τα χέρια η μιά της άλλης και ξεφύσηξαν με έκπληξη. Ήταν πράγματι αυτός ο μεγαλοπρεπής άρχοντας, ο παλιός τους φίλος Φρανσουά Βιγιόν; Όσο γιά τους πέντε παράνομους που ήξεραν το μυστικό, είχαν αρχίσει να γελάν στα πρώτα λόγια του ποιητή, μα τώρα το γέλιο πάγωσε στα χείλη τους.

Ξαφνικά, η εξαίσια μελωδία του Te Deum σταμάτησε και στην θέση του ακούστηκε ένας θλιβερός ψαλμός. Ο Λουδοβίκος είχε δασκαλέψει καλά τον οργανίστα εκείνο το πρωί και τα πράγματα πήγαιναν σύμφωνα με το σατανικό του σχέδιο. Το πλήθος, επηρεασμένο από την υποβλητική μουσική, άρχισε να διαμαρτύρεται.

Ο Γκυ Ταμπαρύ τράβηξε το ματωμένο ξίφος του και προχώρησε μπροστά, λέγοντας:

-Τι αστείο είναι πάλι αυτό;

Ο Βιγιόν του απάντησε σοβαρά:

-Τέτοιο αστείο, που θα προτιμούσα να κλάψω αύριο, παρά να γελάσω απόψε. Γιατί η στάμνα έσπασε στο χείλος του πηγαδιού, σήμερα το πρωί. Άρχοντα Νόελ, σου παραδίδω το σπαθί μου. Θα ήθελα να πιστεύω ότι σήμερα έξυσε λίγες απ’τις αμαρτίες μου.

Έβγαλε το σπαθί απ’το θηκάρι του και το παρέδωσε στον Νόελ λε Ζολύ που είχε μείνει άναυδος μπροστά στην συγκλονιστική αυτή αποκάλυψη. Τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα, έχοντας αφήσει κατά μέρος το πρωτόκολο της Αυλής. Η θέα όμως του αιματοβαμμένου ξίφους του Βιγιόν τον επανέφερε στην πραγματικότητα και το πήρε από τα χέρια του καταδικασμένου άντρα με μιά θλιμένη σοβαρότητα, που δεν είχε καμμία σχέση με την τυπική επισημότητα που απαιτούσε το αξίωμά του. Ο Νόελ λε Ζολύ ήταν πρώτα απ’όλα στρατιώτης και με αυτόν τον τρόπο απέτειε φόρο τιμής σε έναν γενναίο άντρα.

Ο Βιγιόν απευθύνθηκε στον Τριστάν.

-Άρχοντα Τριστάν, κάνε το καθήκον σου απέναντι στον βασιλιά σου.

Ο Τριστάν κατευθύνθηκε πρόθυμα προς το μέρος του Βιγιόν, μα η κίνησή του προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία του πλήθους και των στρατιωτών που είχαν πολεμήσει κάτω απ’τις διαταγές του Μεγάλου Αυλάρχη. Ο Τριστάν ενστικτωδώς σταμάτησε μπροστά στην αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση. Ακούγονταν φωνές από παντού, που καλούσαν τον βασιλιά να δώσει χάρη στον καταδικασμένο ποιητή, προτρέποντας όσους τον αγαπούσαν να τον σώσουν.

-Βασιλιά, είναι δίκαιο αυτό; ρώτησε ο Ρενέ ντε Μοντινύ και τα λόγια του προκάλεσαν την οργισμένη διαμαρτυρία του πλήθους.

Το γρήγορο βλέμμα του βασιλιά μέτρησε την κατάσταση, χωρίς καμμία ένδειξη φόβου στο χαμογελαστό του πρόσωπο. Έγειρε στην κουπαστή σαν θεατρόφιλος θεατής μιάς κωμωδίας και απευθύνθηκε στον κόσμο:

-Καλοί πολίτες του Παρισού, ακούσατε τον Μεγάλο Αυλάρχη να ανακοινώνει την θανατική ποινή ενός εγκληματία. Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν, έχει κάτι να πει, να κάνει πιθανόν κάποια έκκληση, να ζητήσει χάρη, ώστε η ποινή να μην εκτελεστεί;

Ο Βιγιόν κούνησε το χέρι με περιφρόνηση.

-Δεν έχω τίποτα να πω μεγαλειώτατε. Ο Φρανσουά Βιγιόν πρέπει να πεθάνει. Κακοτυχία γιά αυτόν, μα υπάρχουν και χειρότερα• γιαυτό ας τελειώνουμε.

Προχώρησε προς την επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και δυό τοξότες τον πιάσαν απ’τα μπράτσα. Το θέαμα αυτό προκάλεσε την οργή του πλήθους, που άρχισε να επαναλαμβάνει ρυθμικά τα λόγια του Ρενέ. Άγριες φωνές που απαιτούσαν δικαιοσύνη έσκιζαν τον καλοκαιρινό αέρα. Κάποιοι πολίτες μπήκαν σε ένα κοντινό οπλοπωλείο και κραδαίνοντας τα κλεμένα όπλα απειλούσαν πως θα περάσουν απ’τα λόγια στην πράξη.

Γιά άλλη μιά φορά ο Ταμπαρύ ύψωσε την βροντερή φωνή του:

-Οι βασιλιάδες πρέπει να ακούνε τον λαό τους. Είναι δίκαιο ο άντρας που μας οδήγησε στην νίκη να πεθάνει στην κρεμάλα σαν ληστής;

Τα λόγια του προκάλεσαν ξανά την οργισμένη διαμαρτυρία του πλήθους. Πολίτες και στρατιώτες ενωμένοι, κινήθηκαν με φανερή διάθεση να αρπάξουν διά της βίας τον Βιγιόν απ’τα χέρια των εχθρών του. Η βασιλική φρουρά πύκνωσε την γραμμή μπροστά στην εξέδρα των επισήμων, με τα αρκεβούζια οπλισμένα. Κάθε αυλικός κρατούσε το σπαθί του στο χέρι. Μόνο ο βασιλιάς έδειχνε να απολαμβάνει ατάραχος την καταιγίδα που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Ξαναρώτησε χαμηλόφωνα:

-Μήπως ο Φρανσουά Βιγιόν ζητάει χάρη;

Ο Βιγιόν κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

-Όχι μεγαλαιώτατε. Ο Φρανσουά Βιγιόν έπαιξε και έχασε –και τώρα θα πληρώσει.

Το μεγάλο ανθρώπινο κύμα αναδεύτηκε, φωνάζοντας γιά χάρη –απαιτώντας δικαιοσύνη.
Ο Ολίβιε, κατακίτρινος, ψιθύρισε με αγωνία στον Λουδοβίκο:

-Μεγαλειώτατε, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Πρέπει να κερδίσουμε λίγο χρόνο, να το αναβάλουμε.

Ο Λουδοβίκος του απάντησε φλεγματικά:

-Ο φιλαράκος μας φαίνεται πως τους έχει κάνει μάγια. Ξέρω όμως έναν καλό τρόπο γιά να το βουλώσουν.

Με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε γιά πρώτη φορά από την θέση του – μιά εύθραυστη, ζαρωμένη, μαύρη φιγούρα που κρατούσε στα χέρια της την τύχη αυτής της εξαθλιωμένης ανθρώπινης μάζας- ενώ ο Ολίβιε με υψωμένο χέρι, φώναξε:

-Ησυχία! Ο βασιλιάς θα μιλήσει στους πολίτες.

Οι φωνές σταμάτησαν αμέσως, γιά να ακουστούν τα λόγια του βασιλιά.

-Καλοί πολίτες του Παρισιού, δεν είμαι τύρανος. Ένας βασιλιάς είναι ο πατέρας του λαού του και σαν πατέρας, πρέπει να ακούει τις επιθυμίες των παιδιών του. Αφού λοιπόν αγαπάτε όλοι τόσο πολύ αυτόν τον άντρα, ακούστε την απόφασή μου. Αυτός ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που είναι πρόθυμος να ανέβει στην κρεμάλα γιά χάρη του ας μιλήσει τώρα. Ποιός από εσάς θα πεθάνει στην θέση του;

Επικράτησε γιά λίγο σιωπή καθώς ο όχλος άρχισε να συνειδητοποιεί το νόημα των λέξεων που ακούστηκαν απ΄τα βασιλικά χείλη του Λουδοβίκου. Μετά, ξέσπασε σε οργισμένες διαμαρτυρίες.

-Τι θέλει να πει; Να πάρουμε την θέση του στην αγχόνη; Είναι κόλπο! Μας κοροϊδεύει!

Ο Λουδοβίκος χαμογέλασε μοχθηρά.

-Δεν είναι κόλπο φίλοι μου, μα μιά απλή ανταλαγή. Εδώ έχουμε έναν άντρα καταδικασμένο σε θάνατο και εκεί, μιά άδεια κρεμάλα. Αφού τον αγαπάτε τόσο πολύ, ας πάρει κάποιος από εσάς την θέση του. Μας το διδάσκει άλλωστε και ο σοφός απόστολος: ‘Κανείς δεν αγαπάει περισσότερο, παρά εκείνος που θυσιάζεται γιά χάρη των φίλων του’. Σας δίνω τον λόγο μου, πως, μόλις ο ηρωικός εθελοντής θα κρεμαστεί στην άκρη του σχοινιού, ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν θα είναι ελεύθερος. Ελάτε λοιπόν, ποιός θα περάσει στον λαιμό του την θηλειά γιά χάρη του ήρωά μας;

Ο Βιγιόν διαμαρτυρήθηκε με αγανάκτηση:

-Κανείς δεν θα πεθάνει στη θέση μου.

Μα η διαμαρτυρία του ήταν άκαιρη. Η οργή του όχλου υποχώρησε και την αντικατέστησαν μερικά αραιά κλαψουρίσματα.

-Αυτό δεν είναι σωστό. Ο βασιλιάς ζητάει πολλά.

Ένα αχνό, θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Λουδοβίκου, καθώς ρωτούσε:

-Λοιπόν φίλοι μου, ποιός θα υπερασπίσει το είδωλό σας; Ποιός θα πάρει την θέση αυτού του ήρωα που έσωσε την Γαλλία; Ποιός θα σηκώσει στους ώμους του τον βαρύ σταυρό του; Ποιός θα σταθεί γιά χάρη του στον ίσκιο της αγχόνης; Δεν είστε τόσο ζωηροί όσο δείχνατε πριν λίγα λεπτά. Έτσι γρήγορα ξεφούσκωσε η αγάπη σας; Μήπως χλευάζετε και αυτόν και εμένα;

Ο Βιγιόν τον κοίταξε με ένα μίγμα απέχθειας και θαυμασμού.

-Βασιλιά των φιδιών, μουρμούρησε, μα ο Λουδοβίκος τον άκουσε και χαμογέλασε ξανά.

-Τριστάν, διέταξε, πήγαινε στην εκκλησία και φέρε μου ένα κερί.

Ο Τριστάν υποκλίθηκε και κατευθύνθηκε στην εκκλήσία. Ο Λουδοβίκος τράβηξε ακόμα περισσότερο το σκοινί.

-Είμαι ευσπλαχνικός και υπομονετικός ηγεμόνας. Ελπίζω να με θυμούνται οι ερχόμενες γενιές σαν έναν καλό και δίκαιο βασιλιά. Δεν θα ήθελα λοιπόν να πει κανείς ότι αρνήθηκα την τελευταία ευκαιρία -ακόμα και σε έναν εγκληματία.

Σε αυτά τα λόγια εμφανίστηκε ο Τριστάν, κρατώντας ένα μεγάλο χρυσό κηροπήγιο με ένα αναμένο κερί. Το έδωσε σε έναν τοξότη της βασιλικής φρουράς, ο οποίος το κράτησε μπροστά του σταθερά, ακίνητος σαν άγαλμα. Η χλωμή φλόγα του κεριού ανέβαινε στον ουρανό, μέσα στον ζεστό αέρα.

Ο Λουδοβίκος έσκυψε και κάτι ψιθύρησε σε έναν αυλικό που στεκόταν πίσω του. Αμέσως εκείνος υποκλίθηκε και κατευθύνθηκε στην εκκλησία. Ο βασιλιάς απευθύνθηκε ξανά στο σιωπηλό πλήθος που τον κοιτούσε με απορία.

-Όσο αυτό το κερί καίει, ο Φρανσουά Βιγιόν θα μείνει ζωντανός. Όταν θα σβύσει η φλόγα ο άρχοντας Βιγιόν θα πάρει την θέση του στην αγχόνη –εκτός αν έχει βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Κήρυκα, ανακοίνωσε την απόφασή μου στον κόσμο.

Με ένα νεύμα του Μοντζογιέ, του βασιλικού κήρυκα, δυό δυνατά σαλπίσματα έσκισαν τον αέρα. Μετά, ο κήρυκας μίλησε:

-Η εξοχότητά του προθυμοποιείται να χαρίσει την ζωή και την ελευθερία στον Φρανσουά Βιγιόν εάν βρεθεί κάποιος από εσάς να πάρει την θέση του στην αγχόνη. Η διορία τελειώνει όταν η φλόγα αυτού του κεριού σβύσει.

Στα λόγια του κήρυκα, βαριά σιωπή απλώθηκε πάνω απ’το συγκεντρωμένο πλήθος• μιά σιωπή που έκανε τις καρδιές των ανθρώπων να παγώσουν• και ο ζεστός αέρας του Ιούνη έμοιαζε ξαφνικά σαν τον κρύο βορεινό άνεμο που έρχεται πέρα, από τους αιώνιους παγετώνες.

Ο βασιλιάς έσκυψε προς το μέρος του καταδικασμένου ποιητή και του είπε σιγά:

-Άρχοντα Βιγιόν, βλέπεις τώρα πόσο λίγο μετράει η αγάπη του όχλου και τα μεγάλα λόγια των πολλών;

Ο Βιγιόν απάντησε σκεπτικά:

-Δεν μου είναι ξένη η αγάπη των ανθρώπων γιά την γλυκειά συνήθεια της ζωής.

Ο Λουδοβίκος έκανε ξανά νόημα στον Μοντζογιέ.

-Διακήρυξέ το ξανά, είπε και γιά ακόμα μία φορά ακούστηκαν οι σάλπιγγες, και ο κήρυκας επανέλαβε την πρόταση του βασιλιά.




ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ